Wednesday, 27 February 2019

Συγκρουσιακή Σχέση




Την πρώτη περίοδος μιας σχέσης, οι σύντροφοι «κουβαλούν» επιθυμίες και προσδοκίες, που ο καθένας έχει φτιάξει στο μυαλό του και τις πιστεύει. Όταν γνωριστούν καλύτερα, στην περίοδο που «το μεθύσι» τους κρατά ζαλισμένους, ανταλλάσσουν όρκους περί πίστης -και όχι μόνο- ο ένας στον άλλο. Όλο αυτό το πολύχρωμο συναισθηματικό σενάριο χαράς και απόλαυσης λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα ως ένα τελικό μέρος της ίδιας της ζωής που σιγά σιγά κτίζουν οι δυο τους.

Ωστόσο, πολλές φορές, το πέρασμα του χρόνου, οδηγεί αναπόφευκτα στην αρεστή ή μη πραγματικότητα, η οποία το πρώτο διάστημα της σχέσης δεν ήταν ορατή. Η απομυθοποίηση του ιδανικού είναι η αλήθεια της σχέσης. Η ψυχική ωριμότητα, η διαθεσιμότητα και η ανάγκη «να μοιραστώ μαζί σου όλα αυτά που μας ενώνουν αλλά και μας καθορίζουν ως συντρόφους, συζύγους και γονείς» απαντούν στην επόμενη μέρα, που μπορεί να είναι γεμάτη δυσάρεστα πράγματα, σκληρές και δύσκολες λογικές και αποφάσεις που δεν κλήθηκαν να πάρουν όταν γνωρίστηκαν. Έτσι, είναι πιθανό, η μέχρι πρότινος συντροφική ερωτική σχέση να καταλήξει συγκρουσιακή.

Μάλιστα, μερικά από τα χαρακτηριστικά μιας συγκρουσιακής σχέσης είναι:

1. O χρεωστικός μονόλογος

2. Επιβολή και ισχυρογνωμοσύνη

3. Αίσθημα υποτίμησης – αδικίας

4. Άρνηση και αντίδραση

5. Δυσφορία συνύπαρξης

6. Φόβος, αμυντική επιθετικότητα

7. Θυμός και συγκρουσιακή διάθεση

8. Παιχνίδι «σωστού» - «λάθους»

9. «Φταις εσύ που δεν μ’ ακούς…»

10. Μίσος, φθόνος, απειλή καταστροφής

Όμως, η επίτευξη μιας υγιούς επικοινωνίας είναι πολύ σημαντική για τη συναισθηματική και σεξουαλική εγγύτητα του ζευγαριού και κατ’ επέκταση την ευοίωνη πορεία αυτής της δυαδικής σχέσης. Γι’ αυτό οι δυο ερωτικοί σύντροφοι, αποκτώντας επίγνωση του εαυτού τους και των επικοινωνιακών τους χειρισμών, μπορούν ν’ αναζητήσουν και να εντοπίσουν αποτελεσματικότερους τρόπους επικοινωνίας και συνεπώς, να βελτιώσουν την προβληματική τους σχέση. Παρόλα αυτά, αυτό πολλές φορές δεν είναι αρκετό με αποτέλεσμα να κρίνονται ως απαραίτητοι οι ειδικοί χειρισμοί του επαγγελματία στον τομέα των ερωτικών σχέσεων.


ΠΗΓΗ:

The Everyday Remedy For Depression Symptoms





The remedy reduces symptoms in people experiencing the symptoms of depression.



Eating better reduces depression symptoms, new research finds.

Three common diets have similar positive effects, whether people are trying to lose weight, reduce fat or just improve the nutrients in their diet.


There is no need for a special depression-busting diet: simply eating more fruit and veg and avoiding junk food will help.

Dietary changes are particularly beneficial for women, the scientists found.

Dr Joseph Firth, the study’s first author, said:


“The overall evidence for the effects of diet on mood and mental well-being had up to now yet to be assessed.

But our recent meta-analysis has done just that; showing that adopting a healthier diet can boost people’s mood.

However, it has no clear effects on anxiety.”

The conclusions come from almost 46,000 people who were involved in every existing clinical trial looking at diet and mental health problems.


The results showed that all three types of diet — a nutrient boosting, weight loss and fat reduction diet — ease depression symptoms.


Dr Firth said:


“This is actually good news.

The similar effects from any type of dietary improvement suggests that highly-specific or specialised diets are unnecessary for the average individual.

Instead, just making simple changes is equally beneficial for mental health.

In particular, eating more nutrient-dense meals which are high in fibre and vegetables, while cutting back on fast-foods and refined sugars appears to be sufficient for avoiding the potentially negative psychological effects of a ‘junk food’ diet.”

Exercise will boost the positive effects of diet changes, said Dr Brendon Stubbs, study co-author:



“…when dietary interventions were combined with exercise, a greater improvement in depressive symptoms was experienced by people.”

It is not yet clear how diet improves mental health, said Dr Firth:


“It could be through reducing obesity, inflammation, or fatigue—all of which are linked to diet and impact upon mental health.

And further research is still required to examine the effects of dietary interventions in people with clinically-diagnosed psychiatric conditions.”

SOURCE:
https://www.spring.org.uk/2019/02/remedy-depression.php(accessed 27.2.19)

Friday, 22 February 2019

Ψυχοσωματικά Συμπτώματα: Όταν η ψυχή «ξεσπάει» στο σώμα




Όταν καταπνίγουμε τα συναισθήματά μας, εκείνα βρίσκουν μια άλλη διέξοδο προκειμένου να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, μέσω σωματικών ενοχλήσεων τις οποίες δύσκολα θα αγνοήσουμε.

Ο πόνος στην κοιλιά, η δύσπνοια, το τρέμουλο ή η ταχυκαρδία είναι απολύτως αληθινά.


Μας κάνουν να διπλωνόμαστε στα δύο, μας τρομάζουν, μας δυσκολεύουν τη ζωή. Πρόκειται για συμπτώματα με «σάρκα και οστά» που προκαλούν αληθινή δυσφορία και γίνονται αιτία επισκέψεων σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων.

Συχνά, όμως, το αίτιο που τα προκαλεί δεν εντοπίζεται ούτε στην κοιλιά ούτε στους πνεύμονες ούτε στα χέρια ή την καρδιά. Όλες οι εξετάσεις βγαίνουν καθαρές. Ο παθολόγος, ο καρδιολόγος, ο γαστρεντερολόγος ή ο πνευμονολόγος δεν εντοπίζουν παθολογικά αίτια που να εξηγούν αυτά τα συμπτώματα. Τότε τι μπορεί να φταίει; Η απάντηση πιθανότατα κρύβεται στη σφαίρα των συναισθημάτων μας.

«Είναι ψυχολογικό», ίσως έχουμε ακούσει είτε από τον γιατρό είτε από φίλους στους οποίους εκμυστηρευόμαστε το πρόβλημά μας. Ο όρος «ψυχοσωματικό», ωστόσο, περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που μας συμβαίνει.

Όχι, δεν είμαστε κατά φαντασίαν ασθενείς. Είμαστε παραλήπτες ενός μηνύματος που μας στέλνει το ίδιο μας το σώμα για να στρέψει την προσοχή μας σε κάποια συναισθηματική εκκρεμότητα την οποία έχουμε απωθήσει και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκει έναν άλλον τρόπο να κάνει την εμφάνισή της.

Σώµα και ψυχή

Τα συναισθήματά μας επηρεάζουν κάθε κύτταρο του σώματός μας και όχι μόνο τις σκέψεις και τη διάθεσή μας.

Όλοι μας έχουμε νιώσει το σώμα μας «βαρύ» όταν είμαστε στενοχωρημένοι ή έχουμε αισθανθεί την καρδιά μας να «χτυπά τρελά» και το στομάχι μας να «δένεται κόμπος» όταν έχουμε στρες. Πρόκειται για απλά παραδείγματα του πώς η ψυχική μας κατάσταση επηρεάζει το σώμα μας.

Από την άλλη μεριά και η κατάσταση του σώματός μας επηρεάζει την ψυχική μας διάθεση. Όταν είμαστε άρρωστοι, πέφτει η διάθεσή μας, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να χειροτερέψει την πορεία της νόσου, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο όπου ο ψυχολογικός παράγοντας μπορεί να οδηγήσει στην επιδείνωση μιας ασθένειας ή ακόμη και να παρεμποδίσει την ομαλή εξέλιξη μιας θεραπείας και την ανταπόκριση του ασθενούς σε αυτήν.

Επομένως, όπως πλέον αποδέχονται οι ειδικοί, το σώμα και η ψυχή δεν αποτελούν δύο ανεξάρτητες οντότητες, αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση.

Η συναισθηματική μας κατάσταση μπορεί να επηρεάσει και τις ορμόνες του σώματός μας. Οι σκέψεις μας επιφέρουν μεταβολές στη χημεία του σώματος – στους νευροδιαβιβαστές, στις ορμόνες, ακόμη και στον τόνο των αγγείων και των μυών. Οι ορμονικές αυτές μεταβολές με τη σειρά τους μπορούν να επιδράσουν στις λειτουργίες του σώματος, επηρεάζοντας ακόμη και την ευπάθεια του ανοσοποιητικού συστήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ορμόνη προλακτίνη, οι υψηλές τιμές της οποίας επιδρούν αρνητικά στη γυναικεία γονιμότητα, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται από το στρες.

Στις περιπτώσεις όπου ο ψυχολογικός παράγοντας συμβάλλει σημαντικά έως και αποκλειστικά στην εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων, τα συμπτώματα αυτά θεωρούνται ψυχοσωματικά. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ενοχλήσεις η αιτία των οποίων είναι είτε αποκλειστικά είτε εν μέρει ψυχολογική.

Τα συνηθέστερα ψυχοσωματικά συμπτώματα αφορούν τις ημικρανίες, τα προβλήματα στο στομάχι και το έντερο (με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου), τις δερματικές ενοχλήσεις (έκζεμα, επίμονος κνησμός, ερυθρότητα του δέρματος, σπυράκια) και το καρδιαγγειακό μας σύστημα (ταχυκαρδίες, έκτακτες συστολές, αύξηση της αρτηριακής πίεσης). Αρκετά συχνά οι σeξουαλικές δυσλειτουργίες των δύο φύλων (στuτική δυσλειτουργία, πόνος κατά την επαφή) ή και συμπτώματα από το ουpολογικό-αναπαραγωγικό σύστημα (π.χ. προστατοδυνία), αρκετές φορές ακόμη και η αδυναμία εγκυμοσύνης, θεωρείται ότι έχουν ψυχοσωματική βάση.

Οι ψυχοσωματικές ενοχλήσεις μπορεί να παρουσιαστούν ακόμη και σε μικρή ηλικία. Τα παιδιά που βιώνουν έντονο στρες ή θλίψη μπορεί να έχουν ενούpηση κατά τη διάρκεια της νύχτας, δυσκολία στον ύπνο, καθώς και εφιάλτες.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο ψυχολογικός παράγοντας μπορεί να συμβάλλει άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο στην εμφάνιση ή την επιδείνωση σοβαρών ασθενειών, όπως τα καρδιαγγειακά, τα αυτοάνοσα (λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα), ακόμη και ο καρκίνος. Τονίζουν, βέβαια, ότι στην περίπτωση αυτών των νόσων η ψυχική φόρτιση δεν θεωρείται ο αποκλειστικός υπεύθυνος. Η κληρονομικότητα, η προδιάθεση του ατόμου και ο τρόπος ζωής αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες στην εκδήλωση αυτών των νόσων.

Προσοχή στο στρες


Όπως εξηγεί η ψυχολόγος κ. Αθανασία Σκαρβελάκη, «στρες έχουμε όλοι, όπως επίσης και περιόδους της ζωής μας όπου βρισκόμαστε σε κακή ψυχολογική κατάσταση και είμαστε θλιμμένοι. Σημασία όμως έχει ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε αυτές τις καταστάσεις. Το άγχος και η θλίψη πάντα θα μας συνοδεύουν. Ανήκουν στη φύση μας.

Είναι σημαντικό όμως να τα διαχειριζόμαστε και όχι να τα αφήνουμε να μας καταδυναστεύουν. Ο κακός χειρισμός, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι δεν έχουν μάθει να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, από τα πιο απλά, όπως οι πονοκέφαλοι και η γαστρίτιδα, μέχρι πιο σοβαρές και απειλητικές για την υγεία νόσους».

Ενδεχομένως να πρόκειται για συσσωρευμένο άγχος ή θλίψη που τα «κουβαλάμε» πολλά χρόνια, μέχρις ότου «ξεσπούν» με τη μορφή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων. Άλλες φορές πάλι βρισκόμαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με καταστάσεις τις οποίες δεν έχουμε προετοιμαστεί για να διαχειριστούμε, όπως η ανεργία ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

Πού «χτυπούν» τα ψυχοσωµατικά

Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα μπορούν να εκδηλωθούν σε οποιοδήποτε σημείο ή όργανο του σώματος, γεγονός που εξαρτάται από τη γενετική προδιάθεση και την ευαισθησία κάθε ατόμου. Ωστόσο, τα συνήθη όργανα-στόχοι των ψυχοσωματικών ενοχλημάτων είναι:

-Tο στομάχι: Διόλου τυχαία «μας κάθεται στο στομάχι» ή «δεν μπορούμε να χωνέψουμε» έναν άνθρωπο ή μια ιδέα.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες θεωρείται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλά γαστρεντερικά προβλήματα, όπως το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, η χρόνια γαστρίτιδα, η δυσκοιλιότητα, ακόμη και το έλκος.

-Οι πνεύμονες: Το αναπνευστικό σύστημα θεωρείται ευάλωτο στις συναισθηματικές φορτίσεις.

Έχει παρατηρηθεί ότι οι ασθματικοί ασθενείς συχνά παρουσιάζουν αναπνευστικές κρίσεις όταν βρίσκονται σε καταστάσεις στρες. Ακόμη και οι αλλεργίες έχει αποδειχθεί ότι επιδεινώνονται εξαιτίας του στρες.

– Η καρδιά: Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Circulation» έρευνα σύμφωνα με την οποία ο κίνδυνος εμφράγματος την πρώτη μέρα του πένθους για όσους έχουν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο είναι 21 φορές υψηλότερος και παρότι μειώνεται όσο περνούν οι μέρες, παραμένει ιδιαίτερα υψηλός μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας. Πρόκειται για μια αδιάσειστη απόδειξη του πώς τα συναισθήματα μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία ζωτικών οργάνων, όπως η καρδιά.

-Το δέρμα: Εκτιμάται ότι οι 4 στους 10 ασθενείς που επισκέπτονται το ιατρείο του δερματολόγου παρουσιάζουν κάποια μορφή ψυχικής διαταραχής.

-Το κεφάλι: Οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες είναι συνήθη ψυχοσωματικά ενοχλήματα (με δεδομένο ότι έχουν αποκλειστεί τα παθολογικά αίτια). Συχνά μάλιστα αποδίδονται σε έντονες συγκρούσεις, στο αίσθημα ματαίωσης, ακόμη και στην αδυναμία αποδοχής του ίδιου μας του εαυτού.

Οι ειδικοί εξηγούν ότι συχνά οι πάσχοντες από ψυχοσωματικά συμπτώματα προέρχονται από ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου οι γονείς δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους, με συνέπεια τα παιδιά να μαθαίνουν αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς και να καταπνίγουν ό,τι νιώθουν ακόμη και ως ενήλικοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά παρουσιάζονται ψυχοσωματικά συμπτώματα, από τα οποία μάλιστα μπορεί να νοσούν περισσότερα από ένα μέλη της οικογένειας.

Δεν αποκλείεται, δηλαδή, να πάσχουν από ημικρανίες ή από σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου η μητέρα και η κόρη σε μια οικογένεια. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, ένας παράγοντας που δεν πρέπει να αγνοούμε είναι ότι όσον αφορά τις περιοχές (όργανα) όπου έχει ευαισθησία ο καθένας μας και στις οποίες θα σωματοποιηθεί το στρες, συχνά υπάρχει μια γενετική-κληρονομική βάση.

Διατηρώντας την ισορροπία

Η έκφραση των συναισθημάτων είναι το «κλειδί» της ψυχοσωματικής ισορροπίας. Όταν καταπνίγουμε τον θυμό, την οργή ή τη θλίψη, τότε αυτά είναι πολύ πιθανό να αναδυθούν με τη μορφή ενός σωματικού συμπτώματος.

Είναι σημαντικό να βλέπουμε τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που χάνουμε την ψυχραιμία μας και μεγαλοποιούμε τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε, γεγονός που δεν μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις με δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο.

Η σωματική άσκηση μπορεί να συμβάλλει στην αποφόρτιση από το στρες και στη βελτίωση της διάθεσης.

Το ίδιο μπορούμε να επιτύχουμε και φροντίζοντας να εκπληρώσουμε έναν στόχο που έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα ή βελτιώνοντας τη σχέση μας με ανθρώπους που είναι σημαντικοί στη ζωή μας.


ΠΗΓΗ:


Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης (22 Φεβρουαρίου)




Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης!… Μάλλον πρόκειται για τη πιο σημαντική από τις διάσπαρτες σ’ όλο το έτος Παγκόσμιες Ημέρες, αφού είναι η κατ’ εξοχήν αρμόζουσα γιορτή στο «έλλογο όν», όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται ο άνθρωπος.




Αλλά και για την πιο ανέξοδη, αφού δε γιορτάζεται ούτε με λουλούδια ούτε με γλυκά, ούτε με άλλα δώρα. Αρκεί και μόνο να σκεφτούμε ελεύθερα, απεριόριστα, ανεπηρέαστα …

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε ότι το υπαρξιστικό «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» ισχύει ανάλογα με το τι και το πώς σκέφτομαι…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε ότι και το αντίστροφο, το «Υπάρχω, άρα σκέφτομαι», ισχύει ανάλογα με το περιεχόμενο που δίνομε στο «υπάρχω», από το πώς βλέπουμε την ποιότητα ζωής…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε ότι, αν ζούμε σαν αγοραστικές και καταναλωτικές μηχανές, σαν πεπτικοί σωλήνες ή σαν άκριτα μόρια της κοινωνικής μάζας, προφανώς δεν «υπάρχομε» ως «άνω θρώσκοντες» άνθρωποι…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε αν η ζωή μας είναι γεμάτη από σκέψεις χωρίς πράξεις! Και αν τα αιτία της απραξίας μας είναι υποκειμενικά ή αντικειμενικά.

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε αν η ζωή μας είναι γεμάτη από πράξεις χωρίς σκέψεις…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε τι ισχύει για μας: Το σκέφτομαι και αποφασίζω ή αποφασίζω χωρίς να σκέφτομαι; Το σκέφτομαι και ψηφίζω (γράφω, μιλώ, ψωνίζω… ) ή ψηφίζω (γράφω, μιλώ, ψωνίζω… ) χωρίς να σκέφτομαι ;

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε τι πραγματικά θέλουμε στη ζωή, γιατί ζούμε, για ποιους ζούμε, με ποιους δεν πρέπει να ζούμε, τι δίνουμε, τι μας δίνουν, τι θα έπρεπε να δίνουμε και να μας δίνουν, τι κόσμο θέλουμε, τι κάνουμε για να τον αλλάξουμε, τι κάνουμε για να τον διατηρήσουμε…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε σαν τους Πυθαγόρειους, που κάθε βράδυ έκαναν αυτοκριτική: «τι έκανα, τι δεν έκανα, τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;»

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε πόσο σκεπτικιστές είμαστε απέναντι σε βεβαιότητες και πόσο βέβαιοι απέναντι σε σκεπτικισμούς…

Να βγάλουμε στην επιφάνεια σ κ έ ψ ε ι ς ανομολόγητες, βασανιστικές, έμμονες∙ σκέψεις θετικές ή αρνητικές. Να τις καθίσουμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου ή στην έδρα του δικαστή μας…

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε ποια η ευθύνη μας για τη γύρο κρίση: πολιτική, οικονομική, οικολογική, ηθικοπνευματική, κοινωνική∙ για τη δημιουργία της και το ξεπέρασμα της….

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε τι πραγματικά χρειάζονται οι τόσες συσκέψεις, διασκέψεις και συνδιασκέψεις των μεγάλων, όταν δεν δίνουν ουσιαστικές λύσεις στα μεγάλα και καθημερινά προβλήματα, όπως η ανεργία των νέων.

Να σ κ ε φ τ ο ύ μ ε όπως ο Ναζίμ Χικμέτ: «Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, πώς θα γίνουν τα σκοτάδια λάμψη;» Ή όπως Ν. Καζαντζάκης; « Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω»…

Σημ. Πρόκειται για Προσκοπική και Οδηγική επέτειο που γιορτάζεται κάθε χρόνο από το 1926, σε ανάμνηση της γέννησης του ιδρυτή του προσκοπισμού Λόρδου Μπέιντεν Πάουελ (Baden Powell). Την ημέρα αυτή τα μέλη της Παγκόσμιας Προσκοπικής Κίνησης στρέφουν τις σκέψεις τους στο νόημα της ύπαρξης του Προσκοπισμού αναζητώντας τρόπους πραγματοποίησης της βασικής αρχής των Προσκόπων: «Ο Πρόσκοπος είναι Φίλος προς κάθε άνθρωπο και Αδελφός προς κάθε Πρόσκοπο». Η γιορτή της σκέψης όμως παίρνει ευρύτερες προεκτάσεις. Ιδιαίτερα σήμερα , που η σύμπτωσή της με τις αλυσιδωτές κοινωνικές εκρήξεις και πτώσεις των δικτατόρων στις αραβικές χώρες κάνει πιο ηχηρό και καταληπτό το βαρύ μηνυματικό της φορτίο!…

ΠΗΓΗ:

Thursday, 21 February 2019




People have a basic drive to learn and develop and to see themselves and the world in new ways. That’s according to the psychologists Arthur Aron and Elaine Aron, who refer to this as our need for “self-expansion”. It follows from their theory that any chance to self-expand should be rewarding, and that if you can self-expand while doing things with your romantic partner then your relationship will benefit. Previous research has hinted that this is the case, finding that when couples engaged in self-expanding activities together – anything that felt new, exciting, interesting and/or challenging – their satisfaction with their relationship increased.

Now in a paper in Journal of Personality and Social Psychology Amy Muise at York University and her colleagues have taken things further, laying out evidence that a major part of the reason that participating in self-expanding activities is good for relationships is that it boosts your sexual desire for your partner and increases the likelihood you will have rewarding sex – and, moreover, that this is particularly the case for people in long-term relationships.



For two 21-day diary studies, the researchers recruited over 200 couples who had been in an exclusive relationship (most of them heterosexual) for an average of 8 years (the first study) or 5 years (the second).

Each night the participants recorded on their own whether they had engaged in self-expanding activities with their partner that day (they answered questions like “How much did being with your partner expand your sense of the kind of person you are?” and “How much did you feel you gained a larger perspective on things because of your partner?”), and – in the second study only – they gave a specific example of an activity, if any, that they did with their partner that day that led to feelings of excitement, greater awareness, an expanded sense of self, and/or increased knowledge of the self and the world (see examples below). Participants also answered questions about their mood that day, overall time spent with their partner, their relationship satisfaction that day, their sexual desire for their partner, sexual satisfaction, and any sexual activity.via Muise et al, 2019

The results across the two diary studies – the first conducted in Canada, the second in the USA – were similar: On days that participants reported engaging in more self-expanding activities with their partner, they also reported more sexual desire for their partner, were more likely to have sex, and to feel satisfied with that sex and their relationship. These associations were stronger for couples who’d been together longer. “Having new experiences with a long-term partner may be more important to spark some of the feelings of desire and excitement from the early stages of relationships, feelings that may be harder to recall for couples who are in longer compared with shorter relationships,” the researchers said.

There were also some “dyadic effects” – that is, one person’s greater feelings of self-expansion were also associated with their partner tending to report greater sexual desire (perhaps because their partner was attracted by seeing them in a new light or seeing them undertaking new challenges), and both one’s own and one’s partner’s higher feelings of self-expansion were related to a greater likelihood of having sex.

The findings mostly remained statistically significant after controlling for any daily changes in mood, feelings of closeness, and time spent together; and a mediation analysis suggested that increased sexual desire was driving the association between greater feelings of self-expansion and increased sexual activity. Across the two diary studies, on days that self-expansion scores were high, the couples were between 25 and 34 per cent more likely to have sex.

The diary research hinted at the direction of the causal effects in the measured outcomes – for instance, more self-expansion today was associated with more relationship satisfaction tomorrow, whereas the reverse was not true (relationship satisfaction today did not predict more self-expansion the next day). However, to test the causal role of self-expanding activities more explicitly, the researchers conducted a final experimental study.

Over a weekend, the researchers tested whether coaching 51 couples to engage in more self-expanding activities together would lead them to experience the beneficial effects implied by the diary studies (the instructional advice came in the form of a fabricated magazine article that described the benefits of engaging together in new and exciting activities). For comparison, 65 couples looked at a fabricated article about the benefits of doing familiar things together, while another 82 couples acted as a no-intervention control and received no information.

Measures taken at the end of the weekend showed that couples who read the self-expansion article heeded the advice and engaged in more self-expanding activities together; they were also the only group to enjoy a boost in sexual desire over the weekend compared with before, and there was also a non-significant trend for them to have more sex than couples in the other groups (75 per cent of the self-expansion couples said they’d had sex over the weekend, compared with 63 per cent in the familiar condition, and 58 per cent in the no-intervention control condition). The self-expansion couples also reported higher levels of sexual desire and relationship satisfaction than the no-intervention control couples, but not more than the couples encouraged to do familiar things.

Critics may look at some of the examples of self-expanding activities that participants most frequently described in the second study (see above) – such as having a pizza and watching TV together, doing household chores together, or even, although less often, having an argument – and wonder where the feelings of self-expansion came from. What made some couples perceive such apparently mundane activities as self-expanding? The current research does not have any answers to this question, other than that the type of self-expanding activity and how physically arousing it was (as coded by researchers), did not appear to make any difference to the results.

Perhaps the unexceptional nature of some of the activity examples suggests that, before rushing to book that tandem bungee jump or hot-air balloon ride, it is worth considering that the secret to self-expansion lies not so much in the precise nature of the activities you undertake together, and more in your perceptions of what you do and in the attitude and the mindset you bring – especially whether you can find the magic and mystery in the mundane. Exploring more about when and why and for whom this mindset is possible is for future research to consider. For now, Muise and her team conclude that “one way couples can promote desire in their relationship, and in turn, their relationship satisfaction and sexual connection, is by engaging in self-expanding activities together.”


SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2019/02/14/try-something-new-together-research-shows-engaging-in-self-expanding-activities-rekindles-the-sexual-desire-of-long-term-couples/(accessed 21.2.19)


Should You Listen To Music While Doing Intellectual Work? It Depends On The Music, The Task, And Your Personality


People more prone to boredom performed better without background music


Given how many of us listen to music while studying or doing other cerebral work, you’d think psychology would have a set of clear answers as to whether the practice is likely to help or hinder performance. In fact, the research literature is rather a mess (not that that has deterred some enterprising individuals from making bold claims).

There’s the largely discredited “Mozart Effect” – the idea that listening to classical music can boost subsequent IQ, except that when first documented in the 90s the effect was on spatial reasoning specifically, not general IQ. Also, since then the finding has not replicated, or it has proven weak and is probably explained as a simple effect of music on mood or arousal on performance. And anyway, that’s about listening to music and then doing mental tasks, rather than both simultaneously. Other research on listening to music while we do mental work has suggested it can be distracting (known as the “irrelevant sound effect”), especially if we’re doing mental arithmetic or anything that involves holding information in the correct order in short-term memory.

Now, in the hope of injecting more clarity and realism into the literature, Manuel Gonzalez and John Aiello have tested the common-sense idea that the effects of background music on mental task performance will depend on three things: the nature of the music, the nature of the task, and the personality of the person. “We hope that our findings encourage researchers to adopt a more holistic, interactionist approach to investigate the effects of music (and more broadly, distractions) on task performance,” they write in their new paper in Journal of Experimental Psychology: Applied.



The researchers recruited 142 undergrads (75 per cent were women) and asked them to complete two mental tasks. The simpler task involved finding and crossing out all of the letter As in a sample of text. The more complex task involved studying lists of word pairs and then trying to recall the pairs when presented with just one word from each pair.

Each task was performed while listening to one of two versions of a piece of elevator-style instrumental music – composed for the research – or no music. One version of the music was more complex than the other, featuring additional bass and drum tracks (both versions are available via the Open Science Framework). Also, depending on the precise experimental condition, the music was either quiet or louder (62 or 78 decibels). The participants also completed part of the “boredom proneness scale” to establish whether they were the kind of person who likes plenty of external stimulation or not (as measured by their agreement with statements like “it takes a lot of change and variety to keep me really happy”).

Participants’ performance was explained by an interaction between the task, the music, and their preference for external stimulation. When performing the simpler task, participants not prone to boredom did better while listening to complex music than simple music or no music, whereas boredom prone participants showed the opposite pattern, performing better with no music at all or simple music. In terms of volume, the low boredom prone were better with quiet complex music, whereas the boredom prone did better with louder complex music.

The researchers’ explanation is that for low boredom people who aren’t so keen on external stimulation, the quieter, more complex music provided just enough distraction to stop them from mind wandering from the simple task, thus boosting their task focus and performance. In contrast, the more boredom prone participants who like external stimulation tuned in too much to the complex music and were overly distracted by it, thus performing worse than when working in silence.

For the more complex task, the precise nature of the music (its complexity and volume) made no difference to results. But people low in boredom proneness benefited from having any kind of music in the background (the researchers aren’t sure why, but perhaps there were mood or arousal-based benefits not measured in this study), whereas once again the boredom prone folk with a preference for external stimulation again actually performed better with no music.

Though these findings may seem counterintuitive, the researchers’ explanation is that, for boredom prone people, the complex task provided adequate stimulation and background music interfered with this productive engagement. Supporting this interpretation, the more boredom prone participants outperformed their less boredom prone peers at the task in the no-music condition (and at an earlier, baseline cognitive test), suggesting they engaged better with the tasks (the researchers additionally noted that this result challenges the way that boredom as an emotion is usually seen as a bad thing, suggesting “it can predict constructive outcomes, such as better complex task performance”).

If you consider yourself as prone to boredom and craving of external stimulation, a tentative implication of these findings – bearing in mind they are preliminary – is that you might be better off studying or do other cerebral work without music in the background, at least not music that is too complex. On the other hand, if you are less craving of stimulation, then paradoxically some background music could boost your performance. As the researchers stated: “we offer evidence against the commonly held belief that distractions like music will always harm task performance.” They added, “our findings suggest that the relationship between music and task performance is not ‘one-size-fits-all’. In other words, music does not appear to impair or benefit performance equally for everyone.”

Part of the problem with interpreting the results is in the ambiguity of the aspect of boredom proneness that the researchers looked at – “preference for external stimulation”. Past research has generally considered boredom proneness to be associated with less desirable aspects of personality, such as having less self-control and being more impetuous, and this could fit with the idea that boredom prone participants in this research were more distracted by background music. However, as mentioned, the participants scoring higher on “preference for external stimulation” generally performed better at the tasks, thus raising questions about what aspect of personality and/or mental aptitude was really being tapped by this measure. It doesn’t help matters that there was no direct measure of attentional control and focus in the study. (In terms of other relevant personality traits, prior research has found that introverts are more distracted than extraverts by highly arousing music).

Other obvious limitations include the question of how much the featured tasks resemble real-life challenges, and the fact that people often listen to music they know and like rather than unfamiliar, instrumental music.

Still, it’s laudable that the current research attempted to consider how various factors interact in explaining the effect of music on mental performance. Gonzalez and John Aiello concluded, “we hope our research will serve as a starting point for more systematic investigation of music.”


SOURCE:

Sunday, 17 February 2019

Ιατρική της Σεξουαλικότητας






Η Σεξουαλική Ιατρική είναι μια ιατρική ειδικότητα που έχει ως αντικείμενο τη σεξουαλική υγεία.



Έχει τέσσερις διαστάσεις:
Δραστηριότητες προώθησης (ευαισθητοποίηση και βοήθεια για μια υγιή και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή)
Πρόληψη
Θεραπεία (κλινική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων σεξουαλικών διαταραχών)
Αποκατάσταση (ανάκτηση της σεξουαλικής υγείας)



Η ιατρική της Σεξουαλικότητας βασίζεται σε διαφορετικές ιατρικές ειδικότητες, όπως στην ψυχιατρική, στην ουρολογία - ανδρολογία, στη γυναικολογία, στην ενδοκρινολογία, αλλά και στην επιστήμη της ψυχολογίας.



Λίγη προσοχή, όμως, έχει δοθεί σχετικά με την ανάπτυξη μοντέλων φροντίδας. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο τομέας της σεξουαλικής ιατρικής είναι σχετικά νέος και οι νέες θεραπείες έχουν φέρει επανάσταση, μη αφήνοντας χρόνο για τη εξέλιξη μοντέλων περίθαλψης.



Ένας δεύτερος περιορισμός στις προσπάθειες αυτές είναι η σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών σχετικά με το ρόλο, τη λειτουργία και την κατάρτιση επαγγελματιών της σεξουαλικής ιατρικής, το είδος των σεξουαλικών υπηρεσιών υγείας που προσφέρονται, καθώς και η αξιοποίηση / αξιολόγηση των υπηρεσιών αυτών.



Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντίστοιχη ιατρική ειδικότητα στο Πανεπιστήμιο. Η εξιδείκευση μπορεί να γίνει μόνο σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Στο εξωτερικό υπάρχουν ιατροί όλων των παραπάνω αναφερόμενων ειδικοτήτων, οι οποίοι ασχολούνται με την σεξουαλική υγεία και τις σεξουαλικλες διαταραχές.



Οι Ψυχίατροι- Σεξολόγοι είναι οι περισσότεροι στον αριθμό και αυτοί οι οποίοι καταφέρνουν, σε μεγαλύτερο, ίσως, βαθμό, να χρησιμοποιήσουν γνώσεις και από τις άλλες ειδικότητες, χωρίς να περιοριστούν στο δικό τους πεδίο, και σε συνεργασία με τις άλλες ειδικότητες, να θέσουν διάγνωση και την ανάλογη θεραπεία, ή να παραπέμψουν σε κάποιον άλλο ιατρό της ειδικότητας που χρειάζεται.




Στην Ελλάδα, οι Ψυχίατροι διαπιστευμένοι από Πανεπιστήμια του εξωτερικού, στα σεξουαλικά θέματα είναι ελάχιστοι, ενώ οι "αυτοδίδακτοι Σεξολόγοι-Ψυχίατροι" ή "Σεξολόγοι-Ψυχολόγοι", είναι πάρα πολλοί.



Για τη σωστή αντιμετπώπιση λοιπόν αυτών των τόσο σημαντικών και ιδιαίτερων διαταραχών, είναι απαραίτητη μια σωστή και ενδελεχής διερεύνηση και εξακρίβωση των στοιχείων της εξειδίκευσης του Ψυχιάτρου - Σεξολόγου, χωρίς επιρροές από τα ΜΜΕ και άλλες μη επιστημονικές πηγές.


ΠΗΓΗ:
http://www.sexologia.gr/medical-issues/sexualmedicine(accessed 17.2.19)

The Everyday Remedy For Depression Symptoms





The remedy reduces symptoms in people experiencing the symptoms of depression.



Eating better reduces depression symptoms, new research finds.

Three common diets have similar positive effects, whether people are trying to lose weight, reduce fat or just improve the nutrients in their diet.


There is no need for a special depression-busting diet: simply eating more fruit and veg and avoiding junk food will help.

Dietary changes are particularly beneficial for women, the scientists found.

Dr Joseph Firth, the study’s first author, said:


“The overall evidence for the effects of diet on mood and mental well-being had up to now yet to be assessed.

But our recent meta-analysis has done just that; showing that adopting a healthier diet can boost people’s mood.

However, it has no clear effects on anxiety.”

The conclusions come from almost 46,000 people who were involved in every existing clinical trial looking at diet and mental health problems.


The results showed that all three types of diet — a nutrient boosting, weight loss and fat reduction diet — ease depression symptoms.


Dr Firth said:


“This is actually good news.

The similar effects from any type of dietary improvement suggests that highly-specific or specialised diets are unnecessary for the average individual.

Instead, just making simple changes is equally beneficial for mental health.

In particular, eating more nutrient-dense meals which are high in fibre and vegetables, while cutting back on fast-foods and refined sugars appears to be sufficient for avoiding the potentially negative psychological effects of a ‘junk food’ diet.”

Exercise will boost the positive effects of diet changes, said Dr Brendon Stubbs, study co-author:



“…when dietary interventions were combined with exercise, a greater improvement in depressive symptoms was experienced by people.”

It is not yet clear how diet improves mental health, said Dr Firth:


“It could be through reducing obesity, inflammation, or fatigue—all of which are linked to diet and impact upon mental health.

And further research is still required to examine the effects of dietary interventions in people with clinically-diagnosed psychiatric conditions.”



SOURCE:
https://www.spring.org.uk/2019/02/remedy-depression.php(accessed 17.2.19)


Thursday, 14 February 2019

Η εμπειρία του… έρωτα!


Ο έρωτας αποτελεί μια μοναδική εμπειρία, η οποία χαρακτηρίζεται από έξαρση των συναισθημάτων, διαρκή ένταση κατά τη βίωσή τους, απρόσμενη χαρά στη θέαση ή τη σκέψη και μόνο του άλλου, άντληση απροσδόκητης ενέργειας και δύναμης από το μέγεθος αυτής της συναισθηματικής κατάστασης. Είναι δυνατόν η χημεία δύο ανθρώπων, που μπορεί να διαμορφωθεί στιγμιαία, να μετατραπεί αυτομάτως σε ακατανίκητη έλξη, κι αυτή, με τη σειρά της, να οδηγήσει σε ανεξήγητη, συχνά επιτακτική ανάγκη του ενός προσώπου για το άλλο.

Συχνά, ωστόσο, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα, όπως το αν αξίζει ή αν πρέπει να επενδύσουμε στο βωμό του, αν έχουμε τη δύναμη που απαιτείται για να υπερασπιστούμε μια τέτοια υπέρβαση του εγώ μας, αν διαθέτουμε τα όπλα για να πολεμήσουμε τα πιθανά εμπόδια που θέτουμε είτε εμείς οι ίδιοι είτε ο άλλος στην πορεία της σχέσης (φόβους, ανασφάλειες, αδυναμίες). Ο έρωτας εμπεριέχει την απώλεια αλλά και το καλωσόρισμα στη ζωή.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, αναζητάμε συντρόφους που να πληρούν κάθε δυνατή ανάγκη μας και να ανταποκρίνονται στην εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας. Θα μπορούσαν δηλαδή συχνά να είναι προέκταση του εγώ μας, να στέκουν στο επίπεδό μας (νοητικό, κοινωνικό, συναισθηματικό), να τρέφουν το θαυμασμό μας, να μας αποδέχονται για αυτό που είμαστε, να μας αγαπούν για τους «σωστούς» λόγους, να μας συμπληρώνουν, να μας ολοκληρώνουν ως άτομα.

Το αποτέλεσμα είναι να ανεβάζουμε διαρκώς τον πήχη σε μη ρεαλιστικά ύψη και μέσα σε αυτά να παλεύουμε να βρούμε το «ταίρι» μας, αυτόν ή αυτή που «γεννήθηκε» για εμάς. Ακολουθώντας λοιπόν αυτό το μύθο, τα περισσότερα ζευγάρια βρίσκονται σήμερα με το ένα πόδι μέσα στη σχέση και με το άλλο πόδι έξω και έτσι στην πραγματικότητα χάνουν την ευκαιρία να ζήσουν μοναδικές στιγμές, αφού αναρωτιούνται συνεχώς αν έχουν να κάνουν με τον κατάλληλο άνθρωπο, αν αξίζει να του αφιερώσουν περισσότερο χρόνο και, αν ναι, τι θα κερδίσουν από την επένδυση αυτή μακροπρόθεσμα. Έτσι αδυνατούν να απολαύσουν το «εδώ και τώρα», να κοιτάξουν βαθύτερα μέσα στον σύντροφό τους και να γνωρίσουν καλύτερα όλα εκείνα για τα οποία τον επέλεξαν αρχικά. Γίνονται επιφυλακτικοί, για κάποιον που πιθανώς κάποτε θα τους διαψεύσει ή θα τους πληγώσει ακόμα μια φορά.

Δεν είναι σίγουρα εφικτό να γνωρίζουμε την πορεία και την εξέλιξη της σχέσης, εκείνο όμως που έχει σημασία είναι κάθε φορά να έχουμε συνείδηση των πράξεών μας, να γνωρίζουμε και να εμπιστευόμαστε τα «θέλω» μας και έτσι να απολαμβάνουμε αυτό που η ζωή μας προσφέρει: την εμπειρία του έρωτα.

Η προσδοκία της ζωής, η χαρά της αγάπης, η τρυφερότητα της στοργής, η μοναδικότητα της επιλογής είναι τα ισχυρά κριτήρια του έρωτα μέσα στην ανθρώπινη επικοινωνία, που η εξέλιξή της προάγει το πνεύμα, δημιουργεί τέχνη, πολιτισμό και παιδεία, οργανώνει την κοινωνία, προβάλλει το δίκαιο και την ισορροπία της κοινωνικής ομάδας, ξεχωρίζει το δυνατό και αναγνωρίζει το αληθινό ως αξίωμα της ερωτικής ολοκλήρωσης, της φύσης του ανθρώπου στη ζωή του. Ως αγαθό, είναι η απόλυτη γύμνια της αθωότητας και της πραγματικής ανάγκης: «Να υπάρχουμε, να ζούμε, να αγαπάμε και να εξιδανικεύουμε το πρότυπό μας, που είναι ο εαυτός μας». Ο ερωτισμός, είναι η δύναμη του έρωτα, η ίδια η καθημερινή κίνηση, οι προσδοκίες του τώρα και του μετά, το βίωμα του χωροχρόνου, η ανάγκη για επιβίωση, η δικαίωση του θανάτου, το διαχρονικό μας άφεμα.

ΠΗΓΗ:

Με γνωστική ανεπάρκεια το 1/3 των μαθητών στη Θεσσαλονίκη λόγω του θορύβου από το κυκλοφοριακό





Εκτεθειμένοι στους θορύβους που προκαλούνται από το έντονο κυκλοφοριακό της πόλης είναι οι μαθητές σε αρκετά σχολεία της Θεσσαλονίκης.

Συγκεκριμένα το 1/3 των μαθητών παρουσιάζει γνωστική ανεπάρκεια, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε το δίμηνο Δεκέμβριος 2018 - Ιανουάριος 2019 σε πέντε σχολικά συγκροτήματα του κεντρικού δήμου, σε συνεργασία με την εταιρεία ENVA Σύμβουλοι Περιβάλλοντος Α.Ε.

Πραγματοποιήθηκαν 24ωρες μετρήσεις οδικού κυκλοφοριακού θορύβου σε σχολικά συγκροτήματα όλων των βαθμίδων με μαθητικό πληθυσμό περίπου 1.200 παιδιών. Η μελέτη έγινε στο 34ο Δημοτικό, 63ο Νηπιαγωγείο - Αρριανού 3 και Ιασωνίδου, 4ο Ειδικό Δημοτικό, 30ο Γυμνάσιο - Μαζαράκη 1, 45ο Δημοτικό, 61ο Νηπιαγωγείο - Ολυμπιάδος 94, 24ο ΓΕΛ - Κωνσταντίνου Καραμανλή 52, και 87ο Δημοτικό -25ης Μαρτίου 1 και Μ. Κάλλας.

Η έκθεση των σχολείων στο θόρυβο παρουσιάζεται ιδιαίτερα υψηλή, καθώς γειτνιάζουν με επιβαρυμένους κυκλοφοριακά οδικούς άξονες. Τα αποτελέσματα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η έκθεση μαθητών σε επίπεδα θορύβου πάνω από το επιτρεπόμενο όριο κυμαίνεται σε ποσοστό περίπου 70%, με το 1/3 του συνόλου των μαθητών να παρουσιάζουν γνωστική ανεπάρκεια λόγω του κυκλοφοριακού θορύβου και αντίστοιχη αυξητική τάση σε ποσοστό 11%.

Η μελέτη του κυκλοφοριακού θορύβου και των επιπτώσεών του στα σχολεία, με ταυτόχρονη πρόταση μέτρων αντιμετώπισης, σχεδιάζεται να συνεχιστεί και σε άλλα σχολικά συγκροτήματα, ώστε ο δήμος Θεσσαλονίκης να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα και να μπορεί να προγραμματίσει τις επεμβάσεις του, όπως για παράδειγμα την εφαρμογή ηχοπετασμάτων.

Πηγή: 
http://www.kathimerini.gr/1009631/article/ygeia/ygeia-epikairothta/me-gnwstikh-aneparkeia-to-13-twn-ma8htwn-sth-8essalonikh-logw-toy-8oryvoy-apo-to-kykloforiako(accessed 14.2.19)


Eρευνα: Η χρήση κάνναβης από τους εφήβους αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης




Η χρήση κάνναβης κατά την εφηβεία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης μετά την ενηλικίωση, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι μία στις 14 περιπτώσεις κατάθλιψης σε άτομα κάτω των 35 ετών (το 7% αυτών των περιστατικών) θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν δεν είχαν κάνει χρήση κάνναβης σε μικρότερη ηλικία.

Ενώ μέχρι πρόσφατα η προσοχή των επιστημόνων είχε εστιαστεί στο ρόλο που παίζει η κάνναβη στην ψύχωση, πολύ λιγότερα πράγματα είναι γνωστά για το κατά πόσο η χρήση της αυξάνει την πιθανότητα πιο κοινών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη και το άγχος.

Οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια ΜακΓκιλ του Καναδά και Οξφόρδης της Βρετανίας, με επικεφαλής τους καθηγητές ψυχιατρικής Γκαμπριέλα Γκόμπι και Αντρέα Τσιπριάνι αντίστοιχα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής JAMA Psychiatry, ανέλυσαν στοιχεία 11 επιστημονικών ερευνών, που είχαν γίνει από το 1993 έως πρόσφατα και οι οποίες αφορούσαν συνολικά 23.317 ανθρώπους.

Η μετα-ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση κάνναβης από τους εφήβους αυξάνει σημαντικά (κατά 37%) τον κίνδυνο κατάθλιψης και αυτοκτονικής τάσης, αλλά όχι άγχους, όταν έχουν ενηλικιωθεί. Μολονότι ο κίνδυνος σε προσωπικό επίπεδο είναι σχετικά περιορισμένος, αν ληφθεί υπόψη η ολοένα αυξανόμενη χρήση κάνναβης (μαριχουάνας) διεθνώς, τότε το μέγεθος του προβλήματος γίνεται περισσότερο αισθητό και ανησυχητικό, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, πάνω από το 17 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 15 έως 34 ετών (το 14,1% αυτής της ηλικιακής ομάδας), έκαναν χρήση κάνναβης το 2018, μολονότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα της Ευρώπης.

«Αν και το μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων της κάνναβης μπορεί να ποικίλει ανάμεσα στους εφήβους, ούτε είναι δυνατό να προβλεφθεί ο ακριβής κίνδυνος για τον κάθε έφηβο, παρόλα αυτά η ευρεία χρήση της κάνναβης από τις νέες γενιές δημιουργεί ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας», δήλωσε ο Τσιπριάνι.

«Η συχνή χρήση κάνναβης στη διάρκεια της εφηβείας σχετίζεται με χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο, εθισμό, ψύχωση, νευροψυχολογικά προβλήματα, αυξημένο κίνδυνο τροχαίων, καθώς επίσης αναπνευστικά προβλήματα που σχετίζονται με το κάπνισμα», πρόσθεσε.

Το πιο δραστικό συστατικό της κάνναβης, η τετραϋδροκανναβινόλη (THC), ευθύνεται για τις περισσότερες επιπτώσεις στον ψυχισμό, ενώ έχει και εθιστικές ιδιότητες. Πιστεύεται ότι η κάνναβη μπορεί να αλλάξει τη φυσιολογική νευροανάπτυξη του εφηβικού εγκεφάλου.


ΠΗΓΗ:

Friday, 8 February 2019

Τοξικές συμπεριφορές; Εμπιστευτείτε τα σπλάχνα σας!




Ο όρος τοξικότητα δεν είναι τυχαίος ούτε μεταφορικός. Δεν είναι μεταφορικός επειδή κάθε δυσάρεστο συναίσθημα επιδρά και μεταβάλλει την βιοχημεία του σώματος. Δυστυχώς το υπάρχον ιατρικό μοντέλο που κυριαρχεί είναι κατακερματισμένο σε ειδικότητες χωρίς να λαμβάνει συνήθως υπόψη όχι μόνο το όλον του σώματος αλλά και η σύνδεσή του με το συναίσθημα, λες και το σώμα είναι μηχανή από εξαρτήματα.

Υπάρχουν σχέσεις που μπορούν να μας αρρωστήσουν. Μιας και μιλάμε για το σώμα, το σώμα δίνει άμεσα μήνυμα όταν έρχεται σε επαφή με κάτι επικίνδυνο. Κι όπως το στομάχι αντιδρά στην κακή τροφή ή το δηλητήριο, έτσι κι οι τοξικές συμπεριφορές βιώνονται στα σπλάχνα, αλλά καθώς η συνήθεια και η μάθηση παρεμβαίνουν, δεν παρατηρούμε αυτές τις ενοχλήσεις στο σώμα. Ώσπου να καταλήξουν σε ασθένειες. Και πάλι σπάνια θα συνδεθεί μία κακή σχέση με την ασθένεια στο νου των ανθρώπων...

Είναι πολύ πιθανόν κι εμείς να έχουμε συμπεριφορές τοξικές προς τους άλλους συμπεριφορές που προέρχονται από μάθηση, αλλά κι από φόβο και ανασφάλεια. Όπως και νά'χει οι "τοξικές" συμπεριφορές είναι συνήθως αυτόματες-χωρίς να υπάρχει πρόθεση, δηλ. συνειδητότητα- αφού τις περισσότερες φορές έχουν εγγραφεί ως οικεία σχήματα λόγω μάθησης ή τραυματικής εμπειρίας στις πρώτες σχέσεις με τους γονείς. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι όσο πιο ώριμος είναι ένας ψυχισμός τόσο λιγότερο τοξική συμπεριφορά εκφράζει.

Ας δούμε όμως μερικές τοξικές συμπεριφορές που είναι αρκετά συχνές και μάλιστα αναπαράγονται από τα μήντια κυρίως μέσα από τα τηλεοπτικά σήριαλ. Αν και ο κυριότερος φορέας μετάδοσης ή παραγωγής τους παραμένει η οικογένεια από την οποία προερχόμαστε.

-Μία τέτοια συμπεριφορά που προέρχεται από ανασφάλεια είναι η ανάγκη της άσκησης ελέγχου πάνω στον άλλο, αλλά κι απέναντι στο κάθετί. Ζηλεύει υπερβολικά, θέλει να μαθαίνει τα πάντα, να διεισδύει σε κάθε ιδιωτικό χώρο, να ασκεί εξουσία. Εκτός από το ότι είναι αδύνατο να συμβεί κάποιος να ελέγξει τα πάντα καταστρέφει και τις σχέσεις του. Φυσικά και δεν είμαστε φτερά στον άνεμο και ορίζουμε τη ζωή μας, γνωρίζοντας ωστόσο ότι το αύριο στην πολυπλοκότητά του παραμένει στην σφαίρα του αγνώστου.

-Κάποιοι τύποι επιμένουν για το δίκιο που έχουν λες και θα ήταν συμφορά γιαυτούς μία αλλαγή στάσης. Είναι αυτοί που δεν ακουν τον συνομιλητή τους, που μέσα τους κρύβεται ο σπόρος του φανατισμού που τυφλώνει και κωφαίνει. Αυτοί που θέλουν να έχουν πάντα δίκιο. Παρανοϊδές άγχος μήπως ο άλλος εισέλθει μέσα, διεισδύσει στο μυαλό μας και μας το αλλάξει. Δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της συ-ζήτησης (=μαζί ψάχνουμε). Κάκιστοι συνομιλητές και εξαιρετικά βαρετοί αφού στερούν την ευκαιρία της κοινής περιπέτειας μέσω του διαλόγου.

-Αυτός που ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο. Που ρίχνει την ευθύνη στον άλλον μην αντιλαμβανόμενος την πολυπλοκότητα του συστήματος που λέγεται σχέση και το δικό του μερίδιο ευθύνης αλλά και του πλαισίου.Δεν καταλαβαίνουν ότι μία σχέση την κάνουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι κι ότι και οι δύο έχουν κοινή ευθύνη για το πώς πάει αυτή η σχέση και την συνδιαμορφώνουν εφόσον παραμένουν μαζί.


-Το συνεχές παράπονο κι η γκρίνια... Στηρίζεται στην προσωπική ιστορία του ανθρώπου, ιδιαίτερα μάλιστα φαίνεται να σχετίζεται με το πρώτο στάδιο ζωής και την σχέση με την μητέρα. Σε όποιον κι αν απευθύνεται όταν ασκείται γίνεται μία σαδιστική πράξη. Σαδιστική πράξη των αδυνάτων ή αυτών που θεωρούν τους εαυτούς τους αδύνατους σε σχέση με τον άλλο.

-Αυτός που στολίζει με χαρακτηρισμούς και κρίνει τον άλλον την ώρα της συζήτησης. Π.χ. Τον αποκαλεί "τεμπέλη", "κακό", "ανώριμο" κλπ. Είναι μετά οι ίδιοι που χαρακτηρίζουν τον σύντροφο ή το παιδί τους αδιάφορο (η αδιαφορία γίνεται ασπίδα προστασίας) και παραπονιούνται ότι δεν τους ακούει ο άλλος όταν μιλούν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι έχουν συμβάλλει τα μάλα στην κώφωση του συντρόφου. Αντίθετα, μπορεί κανείς να στοχεύσει στο πώς ο ίδιος αισθάνεται κι όχι να στολίζει τον άλλο με διάφορα κοσμητικά επίθετα.

-Ο ανασφαλής που ζητά συνεχή επιβεβαίωση. Ψυχοφθόρο για τον άλλον αλλά και για τον ίδιο και πολύ κουραστικό.

-Η συνεχής καχυποψία. Κατά βάση απαισιόδοξος αυτός ο τύπος, δεν αφήνεται στην σχέση. Περισσότερο βλέπει τον άλλον ως εν δυνάμει εχθρό παρά εν δυνάμει φίλο.

-Ο τύπος που κάνει και μοιράζεται μόνο αρνητικές σκέψεις. Ο ίδιος έχει περισσότερο ή λιγότερο υποβόσκουσα κατάθλιψη και μάλλον δεν το έχει καταλάβει, αλλά κάνει τη ζωή δύσκολη και στους γύρω του.

-Στον αντίποδα του προηγούμενου, τοξική είναι και η απουσία ενσυναίσθησης, συμπόνιας όταν πράγματι χρειάζεται. Όταν απουσιάζει η ικανότητα να μπαίνει κάποιος στα παπούτσια του άλλου για να τον καταλάβει και συχνά χαρακτηρίζεται από ωμότητα και κυνισμό.

-Αυτός που το παίζει θύμα και λέει το πόσο θυσιάζεται για τους άλλους. Φυσικά τοξική συμπεριφορά καθώς προϋποθέτει ότι ο άλλος είνιαι θύτης. Και δεν υπάρχει θύμα και θύτης χωρίς την ύπαρξη, τουλάχιστον, ψυχολογικής βίας.

-Αυτός που διακατέχεται από ανηδονία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του την χαρά και την απόλαυση. Κινείται μόνο στην σφαίρα της υποχρέωσης και χαλάει και την χαρά του άλλου.

-Αυτός που δεν λέει με λόγια άμεσα αυτό που αισθάνεται ή επιθυμεί,αλλά περιμένει τον άλλον να το μαντέψει. Συνήθως ο άλλος όταν δεν καταφέρει να μαντέψει, κατηγορείται ότι πάσχει από έλλειψη κατανόησης ή γίνεται στόχος (συνήθως παθητικής) επιθετικότητας.

-Αυτός που αντί να συζητήσει αυτό που τον ενοχλεί "κρατάει μούτρα". Από τις πιο συχνές μορφές παθητικής επιθετικότητας που είναι απόλυτα προϊόν μάθησης και ταύτισης με κάποιο σημαντικό πρόσωπο από την γονεϊκή οικογένεια.

-Η υπερβολή στην συναισθηματική έκφραση. Μπορεί να είναι θυμός και απώλεια ελέγχου, ή ανησυχία που εκφράζεται με πανικό. Ο αγγλικός όρος "drama queen" είναι κατάλληλος για να χαρακτηρίσει αυτά τα άτομα συνήθως, καθώς αυτή η απόλυτη δραματικότητα, ή μάλλον αν μιλήσουμε κλινικά εκδραμάτιση, δεν μπορεί να την αντέξει κάποιος για πολύ.

Υπάρχουν σχέσεις και άνθρωποι που μας κάνουν και νοιώθουμε καλά. Το καταλαβαίνουμε από την παρατήρηση στα σπλάχνα μας. Η παρατήρηση στο σώμα μας μπορεί να είναι ο καλύτερος σύμμαχος για να καταλάβουμε μία ενόχληση που προέρχεται απ' έξω. Αν βρίσκεται κανείς σε τοξική σχέση, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να φύγει γρήγορα. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος η ενόχληση να μην προέρχεται πάντα από τον άλλο, αλλά ίσως από δικές μας ανασφάλειες και προβλήματα ψυχικά που τα καταλαβαίνει κανείς συνήθως από την εμπειρία, ιδιαίτερα όταν η ίδια μορφή σχέσης επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές. Πάντως σε κάθε περίπτωση η ενόχληση στα σπλάχνα είναι η καλύτερη ένδειξη και πρέπει ο καθένας να ερωτήσει τον εαυτό του τι είναι αυτό το οποίο τον ενοχλεί. Να διαχωρίσει αν είναι δικό του το πρόβλημα ή του άλλου. Ξέρω, δεν είναι πάντα εύκολο αλλά είναι μία αρχή.

ΠΗΓΗ:
http://psyhismos.blogspot.com/search/label/%CF%84%CE%BF%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AC(accessed 8.2.19)

Είναι απλώς εμμηνόπαυση… όχι σεξόπαυση!


Η ανθρώπινη ζωή δημιουργείται, αναπτύσσεται και προχωρά στο χρόνο, βιώνοντας τις σωματικές αλλαγές της εκάστοτε ηλικιακής ομάδας στην οποία βρίσκεται. Ο χρόνος είναι μία έννοια την οποία έχουμε μάθει να φοβόμαστε, βλέποντας σε αυτόν ένα αναπόφευκτο τέλος, που η δίψα για ζωή δεν είναι αρκετή για να το ανατρέψει. Κάθε ηλικιακό στάδιο όμως χαρακτηρίζεται από διαφορετική ομορφιά, εμπειρίες και ουσία. Στο άκουσμα της εμμηνόπαυσης πολλές γυναίκες σοκάρονται, καθώς ο όρος αυτός έχει συνδεθεί ανά τα χρόνια με την εμφάνιση του γήρατος και στερεότυπους ρόλους που θεωρούν την γυναικεία σεξουαλική έκφραση περιορισμένη και με την πάροδο του χρόνου μειούμενη. Αυτές οι στάσεις συνοδευόμενες από τις ορμονολογικές μεταβολές που υφίσταται το σώμα που εισέρχεται στη εμμηνόπαυση, δημιουργώντας αγωνία και ανασφάλεια στην γυναίκα της μέσης ηλικίας σε σχέση με την εικόνα της και την σεξουαλική της ζωή.

Η γυναίκα περνώντας το σκαλοπάτι της μέσης ηλικίας, δηλαδή από τα 50 και μετά, δεχόμενη τις μεγάλες ορμονικές μεταβολές που ζει, περνάει από διάφορα ψυχικά και σωματικά στάδια που μεταβάλλουν προοδευτικά την σεξουαλική της συμμετοχή και κυρίως την επιθυμία και τον οργασμό ως κορυφαία μέρη του σεξουαλικού της ρόλου. Οι ορμόνες και κυρίως η οιστραδιόλη σιγά – σιγά χάνεται, ο κόλπος της γίνεται πιο στεγνός και άκαμπτος και η επαφή της με τον ερωτικό της σύντροφο, δυσκολεύεται στη διείσδυση και τον οργασμό. Ο πόνος από τη μία και η δυσκολία να φτάσει στην κορύφωση από την άλλη, την αγχώνουν και την κάνουν να νιώθει ότι μειονεκτεί, ενώ παράλληλα βομβαρδίζεται από ψυχικά και ψυχοσωματικά φαινόμενα, όπως είναι η κατάθλιψη, η έντονη νευρικότητα, οι εξάψεις αλλά και ολλές άλλες σωματικές εκδηλώσεις που την ακολουθούν με υφέσεις και εξάρσεις.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι γυναίκες που περνούν στην εμμηνόπαυση είναι πιο ευάλωτες στις σεξουαλικές δυσλειτουργίες εφόσον οι ενδοκρινολογικές αλλαγές που βιώνουν επισκιάσουν την φύση τους, την εικόνα το σώματός τους και την αυτοεκτίμισή τους. Μάλιστα μια πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2017 στο Health Care for Women International, όπου συμμετείχαν 282 γυναίκες στην κλιμακτήριο, έδειξε πως το 79,4% εμφάνιζε κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία (30.5% μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, 30.5% πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, 27.3% δυσκολία επίτευξης οργασμού, 25.2% μειωμένη κολπική εφύγραση, 24.1% δυσκολία στην διέγερση, 9.9% δυσκολία σεξουαλικής ικανοποίησης). Όσο τα παράπονα για τα συμπτώματα αυξάνονται, τόσο πτωτική τάση έχουν οι σεξουαλικές λειτουργίες και η ικανοποίηση από την σεξουαλική δραστηριότητα.


Βασικό κομμάτι της ζωής της είναι η προσωπική της συναισθηματική ικανοποίηση, η συντροφική της αναγνώριση και ο βαθμός επικοινωνίας που έχει με τον σύντροφό της. Το κάθε μέρα της, εμπλουτίζεται με ανάγκες που προκύπτουν με σκοπό να της προσδώσουν αξία, αλλά και ερωτική επιβεβαίωση, αισθανόμενη δεδομένη στο σύντροφο, νέα όμως στα κοινωνικά δρώμενα της εποχής και επιθυμητή από άλλους άνδρες μεγαλύτερους και μικρότερους από αυτήν. Άλλωστε δεν είναι σήμερα η γιαγιά και η γερασμένη γυναίκα που υπηρετεί τις ανάγκες των παιδιών της, που πλέον στην εποχή μας δεν έχει εγγόνια, αφού τα παιδιά της παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να διατηρήσει την εικόνα της και τον εαυτό της, πιο νεανικό και ενδιαφέρον για το περιβάλλον της. Η μεγάλη αλλαγή της είναι ότι έχει έντονη κοινωνική παρουσία και δεν μαραζώνει μέσα στο σπίτι, περιμένοντας τους δικούς της ανθρώπους για να την επισκεφτούν και να γευτούν «την κατσαρόλα της» όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Παλεύει στα γυμναστήρια και μάχεται με τον χρόνο, που όντως είναι σκληρός μαζί της, σε σχέση με τον άνδρα που φαίνεται πιο εύκολα νεανικός από εκείνη.

Έτσι λοιπόν, αυτός ο «χειμώνας» που φέρνει η εμμηνόπαυση στη σεξουαλικότητα της γυναίκας δεν διαρκεί για πάντα. Κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια μετά την είσοδο στην εμμηνοπαυσιακή περίοδο, η σεξουαλική επιθυμία επανέρχεται και το σεξ μπορεί να «ανθίσει». Σαφώς όμως η ύπαρξη συντρόφου, η στήριξη και κατανόηση από μέρος του παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξομάλυνση αυτών των ψυχοσυναισθηματικών διακυμάνσεων. Για αυτό το λόγο, η σωστή ενημέρωση για το τι πραγματικά συμβαίνει στο σώμα και την ψυχολογία σε αυτή τη φάση θα βοηθήσει την κάθε γυναίκα να δεχθεί τις αλλαγές που υφίσταται και να απολαύσει μια εξίσου όμορφη χρονική περίοδο της ζωής της που μπορεί να της δώσει πολλές χαρές και απολαύσεις.

Η εμμηνόπαυση για την γυναίκα σηματοδοτεί πολλές αλήθειες και ψέματα. Κυνηγάει τον εαυτό της, συναντάει τον σύντροφό της, διαλύει τον γάμο της, δημιουργεί καινούργιες σχέσεις και βρίσκεται στο δρόμο της συνεχούς αναζήτησης, περνώντας τα χρόνια της μέσης ηλικίας με χαρές και λύπες, αλλά κυρίως με τον μήνυμα ότι δεν υπάρχει μαρασμός και παραίτηση και ούτε ασθένεια που θα την νικήσει εάν η ίδια ξέρει να πολεμήσει. Το σεξ μέσα σε όλα αυτά είναι η πιο δυνατή φωτογραφία του άλμπουμ που γράφει απέξω εμμηνόπαυση αλλά μέσα είναι γεμάτο από φωτογραφίες γοητείας, έλξης και νιότης που η γυναίκα εξακολουθεί να αισθάνεται και να διεκδικεί. Όσο για τον σύντροφό της, καλό θα κάνει να την δει προτού την δει κάποιος άλλος…

ΠΗΓΗ:

Thursday, 7 February 2019

The Surprising Smell That Makes You More Attractive




Incredibly, this smell was more attractive.



Unattached men have stronger body odour than men with partners, new research finds.

However, this could be to their advantage as it is linked to women finding them more attractive.


The stronger body odour indicates higher levels of testosterone in the body.

Women can pick up the signal from the body odour.

Along with being able to smell single men, women also found the faces of single men more attractive than those in a relationship.

For the study, 82 women rated the body odour and faces of men.

Men who had a partner got an average rating of 3 for their body odour.

Single men, though, scored an above-average 3.5 out of six.


The study’s authors write:


“Consistent with the hypothesis, single men’s BO [body odour] smelled stronger than partnered men’s BO and single men’s faces were rated as more masculine than partnered men’s faces.”


SOURCE:
https://www.spring.org.uk/2019/02/smell-attractive.php(accessed 7.2.19)

Θέλει κότσια το “μαζί” φίλε μου.

Σήμερα θα σου μιλήσω για τον χωρισμό. Όχι τον δικό μου φυσικά, αλλά για τον χωρισμό ως έννοια, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα στις καθημερινές, πλέον, σχέσεις των ανθρώπων. Βλέπεις, η καθημερινότητα αλλοτριώνει τους ανθρώπους, τους κάνει να ζουν με πρόγραμμα τη μονοτονία τους.


Κι όταν η καθημερινότητα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει σε μια σχέση, ο έpωτας πηδάει από το παράθυρο. Και τότε; Τι γίνεται;

Η εύκολη απάντηση σε αυτό είναι να σου βροντοφωνάξω «ΧΩΡΙΣΜΟΣ». Όμως να ξέρεις για εμένα τα εύκολα δεν είναι το φόρτε μου.

Εμένα μου αρέσει να εμμένω και να προσπαθώ, μου αρέσουν οι προκλήσεις και όταν θέλω κάτι πάρα πολύ παλεύω με νύχια και με δόντια να το κρατήσω. Εγώ θα μου πεις. Εσύ πάλι μας έδειξες από νωρίς τις διαθέσεις και τις προθέσεις σου… Αλλά ας επανέλθω στο θέμα μας. Άλλωστε σκοπός μου δεν είναι να σε κατηγορήσω για τις απόψεις σου. Σκοπός μου είναι να ακούσεις την μεριά μου.


Ξέρεις, ποτέ σε μία σχέση ο έpωτας δεν κρατάει για πάντα. Ποτέ. Λυπάμαι που στο λέω αλλά αν νομίζεις πως θα είσαι για πάντα ερωτευμένος με το έτερον σου ήμισυ πλανάσαι πλάνην οικτρά. Δεν είναι αμετάβλητο συναίσθημα ο έpωτας. Εξελίσσεται. Και μαζί με αυτόν εξελίσσεσαι κι εσύ αλλά και η σχέση σου. Μεγαλώνετε όλοι μαζί. Ίσως ωριμάζετε και, ίσως, καμιά φορά σαπίζετε.


Το θέμα είναι ότι πάντα ο έpωτας σε πηγαίνει μπροστά, ποτέ πίσω κι αυτό το αδοκίμαστο που σου αποκαλύπτει και που καλείσαι να γνωρίσεις και να αντιμετωπίσεις δεν είναι σίγουρο ότι θα το αντέξεις…

Αλλάζει μορφές ο έpωτας. Γίνεται αγάπη, φροντίδα, στοργή, πόνος. Καμιά φορά γίνεται και συνήθεια. Για την ακρίβεια όχι ο ίδιος, όταν φεύγει αφήνει στην θέση του την συνήθεια να του την κρατάει ζεστή γιατί ενίοτε του γυρνάνε τα μυαλά και επιστρέφει. Κι εκεί είναι που πρέπει να τον έχεις βοηθήσει κι εσύ να βρει τον δρόμο του για να γυρίσει πίσω. Να έχεις κάνει την σχέση σου να αξίζει, να έχεις ξοδέψει ώρες για αυτήν και όχι απλώς τον χρόνο σου και τον καιρό σου.

Για αυτό σου λέω. Ο χωρισμός είναι για τους φυγόπονους. Το δύσκολο είναι το να μένεις και όχι το να φεύγεις. Θέλει κότσια η σχέση φίλε μου! Πρέπει να παλεύεις με τον άνθρωπό σου όχι για το «χώρια» αλλά για το «μαζί», να τσακώνεστε όσο δεν παίρνει, να τρώτε τις σάρκες σας μεταξύ σας αλλά να ξέρετε πως το βράδυ μαζί θα κοιμηθείτε και μαζί θα ξυπνήσετε, να εκνευρίζεσαι, να κλείνεις τηλέφωνα και να εξαφανίζεσαι αλλά, ωστόσο, ο εγωισμός σου να μην κερδίζει. Να προχωράς όχι μπροστά από τον άλλον αλλά ούτε και πίσω του. Να προχωράτε πλάι – πλάι.

Γιατί το να χάσεις τον άλλον είναι πολύ πιο εύκολο από το να τον κρατάς δίπλα σου. Μάθε, λοιπόν, να παλεύεις για το εμείς και άσε το εγώ σου στην άκρη, στο κουτάκι του. Άλλωστε είπαμε, ο χωρισμός, δεν είναι για εμάς, είναι για τους λίγους και τους δειλούς.


ΠΗΓΗ:

Friday, 1 February 2019

New Findings Could Help Explain Why ADHD Is Often Overlooked In Girls




For every girl with ADHD, there are three boys with the same diagnosis. But among adults, the gender ratio is more like 1:1. That’s a big discrepancy. So what’s going on?

In 2017, Aja Louise Murray and colleagues investigated possible predictors of childhood vs. later (adolescent/adult-onset) ADHD, and they found hints that girls tend to develop ADHD at a later age than boys. Now a team that includes the same researchers has investigated this explicitly and in their paper in Developmental Science, they’ve confirmed it seems to be the case, which could partially explain the discrepancy in the ADHD gender ratio between children and adults.



The researchers analysed data on 1,571 children living in Zurich, Switzerland, whose teachers used a standard scale to assess symptoms of inattention and also of hyperactivity/impulsivity every year from age 7 (when the children started school) through to age 15. The two domains of ADHD were assessed separately, as previous work has found that they can develop at different rates.

When it came to inattention, most of the children (about 60 per cent of boys and girls) had low levels of symptoms between the ages 7 to 15. However, whereas the remaining 40 per cent of the boys had persistently high inattention levels during this period, among the girls there was more variation, and generally lower symptom levels: almost a third had moderate symptoms that declined with increasing age, while the others started out with relatively serious symptoms at age 7, which then declined, but still remained above average at age 15.

For hyperactivity/impulsivity, there were also some contrasting developmental profiles between the sexes. Again, the majority of children (81 per cent of the girls and 61 per cent of the boys) started out with low levels of symptoms, which decreased even further into late adolescence. There was also a group (13 per cent of boys and 10 percent of girls), who had mildly elevated symptoms in childhood, followed by a dip around age 11 to 13, but then a rapid increase. “This group could speculatively be characterised as ‘adolescence-triggered’,” the researchers write. Finally, there was also a group of children (24 per cent of boys, versus only 9 per cent of girls) who had high levels of symptoms all the way through the study period.

In other words, according to this data, more boys than girls show consistently high levels of hyperactivity/impulsivity – and inattention – symptoms from a young age, whereas proportionately more girls than boys develop high levels of these symptoms (which may lead to a diagnosis of ADHD) only after early adolescence.

Whatever the reasons for this difference, it could be relevant to the sex difference in diagnosis rates because current ADHD diagnostic criteria for children require symptoms to have begun before the age of 12. This could mean that a greater proportion of girls with ADHD, than boys, are being missed by clinicians. (Exactly why adolescence might be associated with a sudden rise in these symptoms in some children, and especially girls, is not known – it could be to do with hormones, and/or increased social and academic pressures, the researchers note.)

“More attention should be paid to early adolescence as a period of risk for hyperactivity/impulsivity symptom onset or worsening,” Murray and her colleagues write. And, they add: “It should be investigated whether removing the ‘onset before 12’ stipulation in diagnostic tests would help to identify more girls who would benefit from intervention.”


SOURCE:


Asking Patients To Draw Their Illness Can Be Surprisingly Revealing


“an adult’s perceptions of how the heart has been affected by damage and blockages following a heart attack” – from Broadbent et al 2018 / 2004


Asking patients to draw the parts of their body affected by illness (and similar drawing challenges) can provide insights into how they think about their illness, the seriousness of their condition, and how well they are likely to cope, among other things. For instance, when people who had experienced a heart attack were asked on repeated occasions to draw their heart, an increase in the size of their drawings over time correlated with more anxiety and a slower return to work.

This example and many others feature in a new paper in Health Psychology Review that’s charted the use of patient drawings in peer-reviewed research, finding that the approach has increased in popularity in recent years. From 1970 to 2002, the average number of papers involving patient drawings published per year was 0.5, whereas that increased to an average of 5.9 per year between 2003 and 2016. In all, Elizabeth Broadbent at the University of Auckland, and her colleagues found 101 relevant studies covering 27 categories of illness (most often cancer) and involving participants from 29 different countries, from Canada to Zimbabwe. “We can utilise patients’ drawings to improve our understanding of the illness experience and inform our clinical interventions,” they said.



Besides assessing drawing size, other approaches used in this field include identifying themes in drawings; looking for distortions or omissions; studying drawing styles, such as use of colour; and analysing facial expressions.

Other study examples that feature in the review include research with brain injury survivors in which those who drew greater damage on their brain also tended to experience a longer recovery time and a worse quality of life; research with kidney transplant patients in which those who drew their kidneys larger tended to have higher anxiety and lower feelings of control; research comparing the drawings of healthy and sick children, which found sick children’s drawings featured fewer human figures; and research with AIDS-affected children that showed their drawings featured more bed-ridden people and less beauty and more distress.

There has also been drawing-based research involving people diagnosed with mental health conditions – for instance, a paper published in the 1970s found that drawings by people with depression “had less colour … and more emptiness and amorphousness than other diagnostic groups.”

While the research in this area is fascinating, it has suffered from a lack of methodological consistency such that Broadbent and her team were unable to conduct a meta-analysis (an analysis of findings combined from multiple prior studies). For example, there was great variation from one study to another in terms of the drawing instructions given to participants. This methodological variation also makes it difficult to establish the reliability and validity of using drawings as a research tool.

However, Broadbent’s team are optimistic: they recommend future research use drawing instructions that are as explicit as possible, and they believe patient drawings can offer insights missed by traditional health psychology questionnaires, thus helping to improve and personalise health psychology interventions (that are intended to help patients better understand and cope with their illness and treatment). For a flavor of this approach, here is one of their suggestions:


“One way in which drawings could be used to personalise interventions is for the person delivering the intervention to discuss the patient’s drawing with the patient. Where misconceptions about pathophysiology are evident, these could be pointed out, and patients’ scans or x-rays, or medical test results could be discussed with the aim to correct misconceptions. Where emotions have been drawn, the drawing could be a good starting point for a discussion about how the patient has been emotionally affected by the illness.”

SOURCE: