Saturday, 30 June 2018

2 Personality Traits That Indicate High Intelligence





Two signs of a knowledgeable personality.



Introverts who have more stable personalities have higher levels of general knowledge, research finds.

These two personality factors, along with being open to experience, predict people’s general knowledge.


General knowledge — or as psychologists call it, crystallised intelligence — is one of two broad aspects of intelligence.

General knowledge is often linked to success in life because innate talent is not enough — application matters.

The other type is called ‘fluid intelligence’, and refers to abstract reasoning and the speed at which the brain works.

The conclusions come from a survey of 201 university students in the UK.


All were given tests of the five major aspects of personality: neuroticism, extraversion, openness to experience, agreeableness and conscientiousness.


They were also asked general knowledge questions such as:
Who discovered penicillin?
Who wrote Anna Karenina?
Which Beatle was shot in New York?

(The answers are: Alexander Fleming, Leo Tolstoy and John Lennon, respectively.)

The strongest predictor of people’s general knowledge was their cognitive ability.

In other words, people whose brains work faster absorb more knowledge over the years.

However, personality was also important in how much general knowledge people had picked up.

Having a stable personality (being non-neurotic) and being more introverted, were both linked to greater general knowledge.

Other studies have also consistently linked the personality trait of openness to experience to general knowledge.

People who are open to experience are more likely to be imaginative, sensitive to their feelings, intellectually curious and seekers of variety.


With increasing age, general knowledge becomes more important, the study’s authors write:


“…at more advanced stages of life, performance and achievement are best predicted by crystallized intelligence (gc), rather than the biologically-based, content-free, and so-called ‘‘culture-free’’ tests of fluid abilities (gf) (traditionally
regarded as the best measures of g).

It thus seems that the predictive power of gf tends to decline as individuals progress through the educational system, and as acquired information and learned skills play a greater role in determining job performance.”

SOURCE:

Wednesday, 27 June 2018

Πώς είναι το να ακούς φωνές;

Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πώς είναι το να ακούς «φωνές», ειδικά αν δεν έχεις ακούσει ποτέ φωνές ο ίδιος. Όμως, η εμπειρία του να ακούς φωνές δεν είναι τόσο ξένη όσο γενικά θεωρείται.

Καταρχάς, μπορεί να είναι το ίδιο με το να ακούς μία φωνή κανονικά με τα αυτιά σου, με τη διαφορά πως η «φωνή» δεν έχει φυσική αιτία – αλλά όπως και με τις κανονικές φωνές, υπάρχει ποικιλία και κάθε εμπειρία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να νομίζεις ότι δεν έχεις βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά είσαι σίγουρος/η; Ίσως κάποτε άκουσες κάποιον/α να φωνάζει το όνομά σου για να διαπιστώσεις τελικά πως δεν υπήρχε κανείς εκεί. Όντως, έρευνες δείχνουν ότι ειδικά για ανθρώπους που πενθούν, δεν αποτελεί ασυνήθιστη εμπειρία το να ακούν τη φωνή του προσώπου που πέθανε πρόσφατα.

Εκτός από το να ακούν φωνές με τα αυτιά τους, οι άνθρωποι ακούν επίσης φωνές σαν να είναι σκέψεις που εισβάλλουν στο μυαλό από κάπου αλλού, έξω από τον εαυτό τους. Αυτό δεν είναι το ίδιο με μία ξαφνική ιδέα, την οποία οι άνθρωποι συχνά αναγνωρίζουν ότι προέρχεται από τον εαυτό τους. Αντιθέτως, αυτές οι σκέψεις δεν είναι δικές τους και μοιάζουν σαν να έρχονται απ’ έξω από τη συνείδησή τους, όπως συμβαίνει με την τηλεπάθεια.

Ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό είναι η εμπειρία του να ανακαλείς ένα στίχο ή μια μελωδία, την οποία ανακαλύπτεις πως επαναλαμβάνεις μόνος/η σου ασυνείδητα και η οποία σου έρχεται στο νου ξανά και ξανά. Μπορεί ακόμη και να πιάσεις τον εαυτό σου να τη μουρμουρίζει. Δεν πήρες ποτέ την απόφαση να αρχίσεις να τη σκέφτεσαι και είναι δύσκολο να σταματήσεις να τη σκέφτεσαι. Η διαφορά ανάμεσα στη μελωδία και στη «φωνή-σκέψη», που παρουσιάζεται σαν λέξη στο μυαλό σου, είναι ότι η τελευταία ίσως συνεχίσει να σου μιλάει κατανοητά και ακόμη και να συζητά μαζί σου. Δεν είσαι εσύ υπεύθυνος/η γι’ αυτό και δεν έχεις ιδέα τι πρόκειται να πει η «φωνή» στη συνέχεια.

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να ακούς φωνές. Οι φωνές μπορεί να βιώνονται στο κεφάλι, έξω από αυτό ή ακόμα και στο σώμα. Μπορεί να είναι μία φωνή ή πολλές φωνές. Η φωνή μπορεί να μιλάει σε σένα ή για σένα.

Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να ακούς φωνές. Κάποιοι από αυτούς δεν περιγράφονται επαρκώς με τη φράση «ακούω φωνές» και ίσως μια μέρα θα έχουμε βρει μία καλύτερη περιγραφή – επειδή δεν είναι ποτέ το ίδιο για όλους. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, βιώνουν μη λεκτικές σκέψεις, εικόνες και οράματα, γεύσεις, οσμές και άγγιγμα. Όλα αυτά τα βιώματα δεν έχουν φυσική αιτία και όλα είναι αισθήσεις που δεν προκάλεσαν οι ίδιοι.

Οι φωνές μπορεί να είναι σαν τα όνειρα. Όλοι μας ονειρευόμαστε και βιώνουμε λέξεις, εικόνες, ακόμη και αισθήσεις. Όταν βαριόμαστε μπορούμε να ταξιδέψουμε με το νου μας και να δούμε ένα σύντομο όνειρο. Όταν ονειρευόμαστε, διάφορα παράξενα πράγματα μπορούν να μας συμβούν, αλλά εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι πραγματικά μας συμβαίνουν. Το να ακούς φωνές μπορεί να είναι κάπως έτσι: ένα όνειρο που βλέπεις ενώ είσαι ξύπνιος/α, αλλά που βιώνεται ως πραγματικό.

Για τους ανθρώπους που ακούνε φωνές, οι φωνές αυτές μπορεί να είναι παρούσες όλη την ημέρα και ως αποτέλεσμα να τους εμποδίζουν από το να κάνουν πράγματα στην καθημερινή ζωή τους. Οι φωνές μπορεί ακόμη και να τιμωρούν αυτόν/ήν που τις ακούει, αν δεν κάνει αυτό που θέλουν, για παράδειγμα, αν δεν φύγει από ένα πάρτι όταν του/της πουν ή αν μιλήσει σε άλλους για τις φωνές. Έτσι κάποιοι άνθρωποι που ακούνε φωνές σιωπούν και κατά συνέπεια απομονώνονται από τους άλλους ανθρώπους.

Μπορεί να υπάρχει μία ευχάριστη πλευρά στο να ακούς φωνές. Μερικές φορές η φαινομενική σοφία είναι πραγματική και οι φωνές, ή τουλάχιστον κάποιες από αυτές, ίσως να φαίνονται έξυπνες. Άνθρωποι που ακούν φωνές αναφέρουν ότι οι φωνές τους είπαν πράγματα που δεν ήξεραν ή που δε μπορούσαν να κατανοήσουν από μόνοι τους και ότι οι φωνές πραγματικά τους βοήθησαν. Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν αυτή την εμπειρία ένα δώρο, κάτι σαν πολύτιμη ενόραση ή ακόμη και εξω-αισθητηριακή αντίληψη, και έτσι οι ίδιοι τις εμπιστεύονται. Οι φωνές μπορεί να είναι έξυπνες, πνευματώδεις, αστείες και γλαφυρές.

Οι φωνές μπορούν από μόνες τους να αποτελούν μηχανισμό αντιμετώπισης. Αυτό που οι φωνές λένε αντιστοιχεί με την επίδραση που έχει ο κοινωνικός και συναισθηματικός κόσμος σ’ αυτόν που τις ακούει. Οι φωνές συχνά σχολιάζουν το πώς το άτομο που τις ακούει βιώνει τον κόσμο και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι φωνές μπορεί να αποτελούν έναν αμυντικό μηχανισμό ενάντια σε αφόρητα και απαγορευμένα συναισθήματα. Οι φωνές συχνά σχετίζονται με την ιστορία ζωής του ατόμου, όπως με ένα τραύμα πρόσφατο ή από την παιδική ηλικία, και τότε μιλούν για αδυναμία και αδικία. Αυτή είναι μία σύνθετη προσωπική εμπειρία και οι φωνές μπορεί να παίζουν ρόλο είτε καθοδηγητικό είτε επικριτικό.

Μπορείς να ελέγξεις τις φωνές; Τι κάνεις με τις φωνές που δεν είναι με το μέρος σου, που σε κακολογούν και σε προσβάλουν ή διακόπτουν τις σκέψεις σου ή σου δίνουν επιβλαβείς συμβουλές και σου λένε να κάνεις ανόητα πράγματα; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι ότι, παρόλο που η φωνή μπορεί να παρεμβαίνει στη συνείδησή σου, αυτό δε σημαίνει πως θα πρέπει να ακολουθείς τυφλά ό,τι λέει. Θα έσπευδες να διαπράξεις φόνο, αν κάποιος σου το ζητούσε; Όχι βέβαια.

Οι άνθρωποι που ακούν φωνές έχουν το ίδιο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση όπως οποιοσδήποτε άλλος και μπορείς να πεις στις φωνές ακριβώς αυτό. Αν κάποιες από τις φωνές είναι ευχάριστες και φιλικές, τότε μπορείς να συζητάς μαζί τους, αλλά όχι μ’ εκείνες που δε λειτουργούν έτσι. Μπορείς να πεις στις δυσάρεστες φωνές πως δεν τις βρίσκεις ούτε ευχάριστες ούτε χρήσιμες και ότι δεν έχεις λόγο να τις ανέχεσαι αν δεν αλλάξουν. Τι γίνεται με τις κακόβουλες φωνές, που μπορούν να προκαλέσουν οξύτατο ψυχικό πόνο και να σε διατάξουν να κάνεις πράγματα (όπως το να μένεις μέσα και να αποφεύγεις τους ανθρώπους); Μία λύση είναι να απομακρύνεις όσο περισσότερο μπορείς το στρες από τη ζωή σου. Το στρες όχι μόνο αυξάνει τις φωνές αλλά τις κάνει να λένε και πιο δυσάρεστα πράγματα. Δεύτερον, μην αγνοείς τις φωνές, επειδή τότε τείνουν να γίνονται πιο επιθετικές, όμως την ίδια στιγμή μην τις αφήνεις να ρυθμίζουν τη ζωή σου χωρίς την άδειά σου.

ΠΗΓΗ:

Αποφυγή πρόωρου θανάτου με τον ύπνο του σαββατοκυρίακου


Οι άνθρωποι που κοιμούνται λίγο κινδυνεύουν να πεθάνουν πρόωρα, εκτός και αν το Σαββατοκύριακο το ρίχνουν πραγματικά στον ύπνο, σύμφωνα με μια νέα σουηδική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη δείχνει ότι είναι δυνατό να αναπληρωθεί ο χαμένος ύπνος και αυτό αντισταθμίζει τους κινδύνους για την υγεία.

Οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον δρα Τόρμπγιερν 'Ακερστεντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα έρευνας ύπνου "Journal of Sleep Research", σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 38.000 ανθρώπους, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για διάστημα έως 13 ετών.

Διαπιστώθηκε ότι όσα άτομα κάτω των 65 ετών κοιμούνταν το πολύ πέντε ώρες το βράδυ και τις επτά μέρες τις εβδομάδες, είχαν κατά μέσο όρο 65% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν πρόωρα, σε σχέση με όσους κοιμούνταν έξι έως επτά ώρες καθημερινά.


Όμως, δεν υπήρχε αυξημένος κίνδυνος πρόωρου θανάτου για όσους κοιμούνταν έως πέντε ώρες τις καθημερινές, εάν το σαββατοκύριακο (Παρασκευή και Σάββατο βράδυ) κοιμούνταν πάνω από οκτώ ώρες.

Από την άλλη, ο πολύς καθημερινός ύπνος δεν φαίνεται να κάνει καλό. Όσοι κοιμούνταν περισσότερες από οκτώ ώρες και τα επτά βράδια της εβδομάδας, είχαν κατά μέσο όρο 25% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν πρόωρα, σε σχέση με όσους κοιμούνταν έξι ή επτά ώρες καθημερινά.

Η μελέτη επιβεβαίωσε, επίσης, αυτό που είναι ήδη γνωστό για την τρίτη ηλικία (μετά τα 65), ότι όσο γερνάει κανείς, τόσο κοιμάται λιγότερο και τα σαββατοκύριακα.

ΠΗΓΗ:

Sunday, 24 June 2018

The Colour That Stops You Sleeping Properly




The ‘melanopic display’ is able to reduce or increase the colour.



Cyan — the greenish-blue colour that smartphones and other devices emit — could stop people sleeping properly.

People exposed to screens which emit less cyan felt more sleepy and had higher levels of the ‘sleep hormone’ melatonin in their system, new research finds.


However, those exposed to more cyan felt more awake and had lower levels of melatonin in their system.

The researchers developed a new type of visual display for their tests.

The ‘melanopic display’ is able to reduce or increase the amount of cyan, while keeping colours true.

Here are some different types of cyan:




Professor Rob Lucas, study co-author, said:



“This outcome is exciting because it tells us that regulating exposure to cyan light can influence how sleepy we feel.

Our study also shows how we can use that knowledge to improve the design of visual displays.

We built our melanopic display by adapting a data projector, but we would expect that this design could be applied to any type of display.

Such displays could, for example, help phone obsessed teenagers to fall asleep, or support alertness in people who need to use a computer at night.”

For the study, people watched a movie either with or without cyan.

Both movies looked the same as the technology balances out the other colours.

Melatonin levels were tested from saliva samples and people were asked how sleepy they felt afterwards.


Dr Annette Allen, the study’s first author, said:


“The new display design could actually have a wider benefit, as it seems that this technology also improves image appearance.

Like adding salt to food, we aren’t necessarily aware that it’s been done though we appreciate the effect.

Exploiting metamerism to regulate the impact of a visual display on alertness and melatonin suppression independent of visual appearance”

SOURCE:

Ο ιός του έρπη παίζει ρόλο για την εκδήλωση Αλτσχάιμερ;






Οι ιοί του έρπη μπορεί να παίζουν ρόλο στην εκδήλωση της νόσου Αλτσχάιμερ. Η θεωρία αυτή είχε προταθεί εδώ και μερικά χρόνια και τώρα μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα ενισχύει τις υποψίες, αν και δεν μπορεί ακόμη να πει κανείς με βεβαιότητα ότι όντως ο έρπης μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει τη μέχρι στιγμής ανίατη νευροεκφυλιστική νόσο.

Οι επιστήμονες διευκρίνισαν ότι η νέα μελέτη δεν δείχνει ότι η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μεταδοτική. Επίσης, επεσήμαναν ότι, σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες, πέρα από τους ιούς, που μπορεί να εμπλέκονται στη νόσο Αλτσχάιμερ, την κυριότερη αιτία άνοιας παγκοσμίως.

Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Ορους Σινά της Ν. Υόρκης και του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή γενετικής Τζόελ Ντάντλεϊ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο νευρολογικό περιοδικό «Neuron» (Νευρών), μελέτησαν τους εγκεφάλους σχεδόν 1.000 πεθαμένων ανθρώπων και ανακάλυψαν αυξημένη παρουσία - έως διπλάσια - δύο ερπητοϊών (των HHV-6A και HHV-7) στα άτομα με νευροπαθολογία Αλτσχάιμερ, σε σχέση με όσους δεν είχαν Αλτσχάιμερ, όταν πέθαναν.

Το Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης των ΗΠΑ, που χρηματοδότησε την έρευνα, σε ανακοίνωσή του τόνισε την ανάγκη το θέμα να διερευνηθεί περαιτέρω, ώστε να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα κατά πόσον ο έρπης μπορεί να «πυροδοτήσει» το Αλτσχάιμερ ή να βοηθήσει στην εξάπλωσή του. Προς το παρόν, πάντως, τόνισε ότι «τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν πως οι ιοί προκαλούν την εμφάνιση ή την επιδείνωση της νόσου Αλτσχάιμερ».

Αυτό που φαίνεται να δείχνει η μελέτη είναι ότι ο ιός του έρπη αλληλεπιδρά τόσο με τα μοριακά «μονοπάτια» όσο και με τα γονίδια κινδύνου για Αλτσχάιμερ. «Η υπόθεση ότι οι ιοί παίζουν κάποιο ρόλο στη νόσο του εγκεφάλου δεν είναι καινούρια, αλλά για πρώτη φορά μια μελέτη παρέχει ισχυρές ενδείξεις περί αυτού» δήλωσε ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης Ρίτσαρντ Χόουντς.

Ηδη από τη δεκαετία του 1980 έχει προταθεί ότι τα μικρόβια και οι ιοί μπορεί να βάζουν το «χεράκι» τους στη διαδικασία νευροεκφύλισης του εγκεφάλου. Η νέα μελέτη δίνει «πόντους» σε αυτή τη θεωρία και γι αυτό θα αναζοωγονήσει τις σχετικές έρευνες πάνω στη σχέση έρπη - Αλτσχάιμερ.

Οι δύο ύποπτοι ερπητοϊοί HHV 6A και 7 είναι πολύ κοινοί και οι άνθρωποι εκτίθενται σε αυτούς από μικρή ηλικία, ενώ η μόλυνση συχνά δεν προκαλεί καθόλου συμπτώματα. Στην πορεία μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλίτιδα και άλλες χρόνιες παθήσεις.

Πάνω από έναν αιώνα μετά την ανακάλυψη του Αλτσχάιμερ, δεν υπάρχει ακόμη αποτελεσματική πρόληψη ή θεραπεία για τη νόσο, ούτε καν σαφής αιτιολογία της. Ορισμένοι επιστήμονες ελπίζουν ότι στο μέλλον μπορεί να ανακαλύψουν νέους διαγνωστικούς βιοδείκτες σχετικούς με τους ιούς του έρπη και τελικά νέες θεραπείες.

ΠΗΓΗ:

This Is Why You're More Likely to Cry on an Airplane, According to a Psychologist




Babies are infamous for wailing on planes. But adults are plenty guilty of shedding a tear or two in-flight, and there are a few reasons why.

For people who get anxious when there is a change in environment, just arriving at an airport can signal a perceived threat to the brain, Jodi De Luca, a Colorado-based psychologist who studies the impact of high altitudes on emotions. There’s a lot that goes into simply getting on a plane, including traveling to the airport, getting through security, depositing luggage and keeping track of time. That pressure — coupled with possible thoughts of never seeing loved ones again in the rare event of a crash — adds up, no matter how much a person tries to “intellectually process it” through logic, she says.

And a mix of psychological factors related to the plane’s altitude and a perceived loss of control can cause a person to break down emotionally once in the air, DeLuca says.

“We have little control over our environment while we are traveling by plane,” De Luca says. “Although we may not be consciously aware of our emotional vulnerability, our emotional brain is working overtime.”


Altitude levels and the air conditions of planes can also affect people’s emotional and physical states, much like the way cabin pressure and sounds can impact taste on flights. Air pressure in flight cabins is typically about 6,000 to 8,000 feet above sea level, and the change can affect people physiologically, leading to dehydration, according to the World Health Organization.

“When you’re dehydrated, it’s not just the body that’s lacking in resources,” De Luca says. “Everything is affected”—including behavior and the brain. “Some people have difficulty self-regulating their emotions.”

The prevalence of people who say they cry on airplanes is largely anecdotal. Writer Brett Martin, who says he’s not a crier when he’s on dry land, talked in a 2011 segment during This American Life about how he was driven to tears while watching the romantic comedy Sweet Home Alabama. Other movies that weren’t particularly known for being sad, including the dramedy Bend It Like Beckham and What a Girl Wants also made him cry.

For people who have trouble crying when they’re on solid ground, the change in emotions once in the air is sometimes welcome, and can be therapeutic. The writer Hayley MacMillen said in Allure that she embraces long sob sessions on lengthy flights because she’s in a neutral zone.

“There’s an anonymity and a stillness to air travel that can feel like a license to sit with your feelings and, well, feel them,” she writes.

But that hasn’t stopped some airplanes from trying to take advantage of the phenomenon. Last year, Virgin Atlantic marketed tongue-in-cheek “emotional health warnings” ahead of certain in-flight movies like Lion or Moonlight, warning passengers to keep tissues on hand or to press a call button if they needed comforting.

A 2017 survey of passengers commissioned by London’s Gatwick Airport found that 15% of men and 6% of women are more likely to cry while watching a film on a flight than if they were to watch that movie elsewhere.

Movies can be a particular trigger for people once a plane has taken off. The darkness of a flight cabin illuminated by the small screens playing whatever an airline has to offer can make a person realize they are truly alone until landing, De Luca says. Plus, the usual brain chemicals that would manage your reactions are slightly off kilter at a higher altitude, she says.

Those interested in keeping their faces tear-free on flights should try out challenging activities to keep their brains stimulated, she recommends. “Try Sudoku or a crossword puzzle while flying,” she says. “It will make you think more and cry less.”

SOURCE:

Wednesday, 20 June 2018

This Style of Entertainment Makes You Smarter





An unsettling feeling, like the absurdity of life, can engender the desired state.



Surreal books and films could make you smarter, research finds.

Stories by Franz Kafka or films by master of the absurd David Lynch could boost learning.


Even an unsettling feeling, like the absurdity of life, can engender the desired state.

The reason is that surreal or nonsensical things put our mind into overdrive looking for meaning.

When people are more motivated to search for meaning, they learn better, the psychologists found.

Dr Travis Proulx, the study’s first author, explained:



“The idea is that when you’re exposed to a meaning threat –– something that fundamentally does not make sense –– your brain is going to respond by looking for some other kind of structure within your environment.

And, it turns out, that structure can be completely unrelated to the meaning threat.”

For the study, people read a Franz Kafka’s short story called ‘The Country Doctor’ — which involves a nonsensical series of events.


A version of the story was rewritten to make more sense and read by a control group.

Afterwards, both groups were given an unconscious learning task that involved spotting strings of letters.

Dr Proulx said:


“People who read the nonsensical story checked off more letter strings –– clearly they were motivated to find structure.

But what’s more important is that they were actually more accurate than those who read the more normal version of the story.

They really did learn the pattern better than the other participants did.”

In a second study, people were made to feel their own lives didn’t make sense.

This was done by pointing out the contradictory decisions they had made.

Dr Proulx said:


“You get the same pattern of effects whether you’re reading Kafka or experiencing a breakdown in your sense of identity.

People feel uncomfortable when their expected associations are violated, and that creates an unconscious desire to make sense of their surroundings.

That feeling of discomfort may come from a surreal story, or from contemplating their own contradictory behaviors, but either way, people want to get rid of it.

So they’re motivated to learn new patterns.”

The study only tested unconscious learning, it doesn’t tell us whether you would be able to use this trick intentionally.


Dr Proulx said:


“It’s important to note that sitting down with a Kafka story before exam time probably wouldn’t boost your performance on a test.

What is critical here is that our participants were not expecting to encounter this bizarre story.

If you expect that you’ll encounter something strange or out of the ordinary, you won’t experience the same sense of alienation.

You may be disturbed by it, but you won’t show the same learning ability.

The key to our study is that our participants were surprised by the series of unexpected events, and they had no way to make sense of them.

Hence, they strived to make sense of something else.”

SOURCE:

Our brains rapidly and automatically process opinions we agree with as if they are facts


In a post-truth world of alternative facts, there is understandable interest in the psychology behind why people are generally so wedded to their opinions and why it is so difficult to change minds.

We already know a lot about the deliberate mental processes that people engage in to protect their world view, from seeking out confirmatory evidence (the “confirmation bias“) to questioning the methods used to marshal contradictory evidence (the scientific impotence excuse).

Now a team led by Anat Maril at the Hebrew University of Jerusalem report in Social Psychological and Personality Science that they have found evidence of rapid and involuntarily mental processes that kick-in whenever we encounter opinions we agree with, similar to the processes previously described for how we respond to basic facts.

The researchers write that “their demonstration of such a knee-jerk acceptance of opinions may help explain people’s remarkable ability to remain entrenched in their convictions”.



The background to this involves something you’ve probably heard of, the Stroop Effect – how we’re slower to name the ink colour of colour-denoting words when the word meaning doesn’t match the ink, like RED written in blue ink. The Stroop Effect occurs because our brains rapidly and involuntarily process the colour meaning of the word, which interferes with our processing of the ink colour.

A while back, psychologists showed there’s a similar phenomenon for facts (they called it the “Epistemic Stroop Effect”) – we’re quicker to verify that factual, than non-factual, statements are spelled correctly, suggesting that our rapid discernment of factual accuracy interacts with our judgment about spelling (even though the factual accuracy of the statements is irrelevant to the spelling task).

Now, across four studies, Maril and her team have found that something similar occurs for opinions. They composed 88 opinion statements, written in Hebrew, that covered politics, personal tastes and social issues, such as “The internet has made people more isolated” or “The internet has made people more sociable”. They presented dozens of Israeli participants with versions of these statements that were grammatical or not (e.g. the gender or use of singular/plural were incorrect) and the participants’ task was to indicate as rapidly as possible whether the grammar was correct. Later, the participants were shown all the statements again and asked to indicate whether they agreed with them.

The key finding was that participants were quicker to identify statements as grammatically correct when they agreed with the opinion expressed in the statement, compared with when they disagreed (there was no difference for time taken to identify ungrammatical statements as ungrammatical). This was the case even though their agreement with the opinion expressed in the statements was irrelevant to the grammatical task at hand. “The results demonstrate that agreement with a stated opinion can have a rapid and involuntary effect on its cognitive processing,” the researchers said, which is similar to the epistemic Stroop Effect observed for facts.

In their final study, the researchers created a variation of the task that required participants to indicate whether statements (e.g. “coriander is tasty” or “coriander is disgusting”) indicated something positive or negative. For statements that they agreed with, participants were faster to answer “yes”, whether they were identifying that the statement was positive or identifying that it was negative. The researchers said this confirms that we have a rapid, involuntary cognitive bias is for answering in the affirmative to semantic questions about opinion statements that we agree with (ruling out effects of fluency or unfamiliarity that might have confounded the results for judging the grammar of statements in the earlier studies).

“The current findings suggest that despite adults’ understanding of the notion of subjectivity, they may react to opinion-incongruent statements as if they were factually incorrect,” the researchers said, adding, “The distinction between factual truths and opinions held to be true is pivotal for rational discourse. However this distinction may apparently be somewhat murky within human psychology.”

More generally they said their paradigm provided “an addition to the social psychologists’ tool kit” that could be used as a new way to explore implicitly held opinions (providing an alternative to the implicit association test, for example). Further research could also explore whether the effect described here is moderated by factors like stress or peer pressure, or individual characteristics like one’s political leanings.

SOURCE:

Friday, 15 June 2018

Ενας θυμωμένος γιος...

Η οικονομική κρίση ξανάφερε την οικογένεια και τα μέλη της κάτω από την ίδια στέγη, αφού η οικονομική συμπίεση των νέων ανθρώπων δεν επιτρέπει την απογαλάκτιση και το άνοιγμα των φτερών που κουρνιάζουν μέσα στο γονεϊκό περιβάλλον. Μάλιστα όσα περισσότερα έχει ο γονιός, τόσα ίσως και παραπάνω ζητάει πολλές φορές το παιδί που βολεύεται σε αυτή την αμφίδρομη σχέση με βασικό δρώμενο την περεταίρω καθήλωση του στο οικογενειακό περιβάλλον και την αδυναμία του να αποκτήσει μαχητικότητα, διεκδικώντας το δικό του ξεπέταγμα και το άνοιγμα του τρόπου ζωής που θα έπρεπε να έχει αναζητήσει μετά τα 25 του χρόνια. Εκεί οριοθετήθηκε η πραγματική ανεξαρτησία ειδικά του άνδρα που ουσιαστικά, μετά το στρατό δεν επέστρεφε στην οικογένειά του. Όσο και αν η μάνα αλλά και ο πατέρας ένιωθαν τον αποχωρισμό, η πραγματικότητα οδηγούσε τον νέο άνθρωπο στο δικό του ταξίδι και στην προσπάθεια να τα καταφέρει από μόνος του. Εάν παρέμενε στο σπίτι, οι γονείς αύξαναν τις παροχές από το γάλα το ζεστό που ερχόταν στο κρεβάτι κυρίως του γιού που ξύπναγε μετά τις δώδεκα, κουρασμένος, μέχρι τα χρήματα που έπεφταν για να μην του λείψει κάτι ή ακόμη καλύτερα για να νιώθει πιο άνετα και χαλαρά στην εφησυχασμένη ζωή του. Φυσικά μετά τα 30-35, ο νέος άρχισε να πνίγεται από την γονεϊκή υπερπροστασία και οι τσακωμοί ήταν το καθημερινό πήγαινε-έλα του παιδιού που δεν μεγάλωνε και του γονιού που καταλάβαινε τον φαύλο κύκλο που έμπαινε μέσα, ενώ όλη η οικογένεια ζούσε μια νοσηρή κατάσταση.

Το σήμερα ξαναφέρνει το χθες. Ο νέος δεν φεύγει, γιατί δεν μπορεί και ο γονιός δεν του ανοίγει την πόρτα γιατί δεν θέλει. Ποια είναι όμως τα όρια μίας ενίσχυσης του παιδιού μας, μπροστά στο δικό του αύριο; Άρα πότε ο γονιός αποδεσμεύεται εν μέρει από αυτούς τους ρόλους και το παιδί παίρνει τη ζωή στα χέρια του; Το σενάριο μάλιστα γίνεται πιο τραγικό όταν ο γονιός δεχτεί πίσω το χωρισμένο παιδί του, πιθανά και με το εγγόνι του, κάνοντάς τον να φορτώνεται και τα στόματα που πρέπει να θρέψει και τις ψυχικές φορτίσεις που κουβαλάει ο χωρισμένος γιος ή κόρηκαι το παιδί που έχει γεννηθεί μέσα από αυτόν τον διαλυμένο γάμο. Πάντα οι γονείς στη χώρα αυτή που ζούμε κουβαλάνε τα λάθη των παιδιών τους, αλλά και τα παιδιά πληρώνουν τις κακές πολιτικές της οικογένειας και φυσικά και της ίδιας της πολιτείας που τους απέλπισε και τους καθήλωσε στο έδαφος όταν η απογείωση ξεκινούσε με το πέρας των σπουδών. Για αυτό και ο γονιός, κουβαλώντας το σύνδρομο του μυρμηγκιού, στο να μαζεύει στερώντας και από τον εαυτό του υλικά αγαθά αλλά και κτίζοντας σπίτια και φτιάχνοντας προίκες (σήμερα περισσότερο για το αγόρι…), παγιδεύεται σε μια συνεχή ανακύκλωση της αγωνίας του, τι θα γίνει το παιδί του όταν αυτός πεθάνει και πως θα ζήσει αν ο ίδιος δεν του εξασφαλίσει το μέλλον του και τη συνέχειά του. Αυτή η εικόνα παίζει σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια που μάλιστα αν υπάρχει ένας ισχυρός, δημιουργικός γονιός, η πλάτη του φορτώνεται παραπάνω όλα αυτά που οφείλει να δώσει στο παιδί του. Και ίσως το πιο τραγικό απ όλα είναι ότι όσα παραπάνω του δώσει, τόσα λιγότερα φαίνονται στο παιδί του και πιθανά στον τάφο του πατέρα του να του θυμίζει ότι θα έπρεπε να του έχει αφήσει περισσότερα. Ας αφήσουμε δε το θέατρο του παραλόγου που οι κληρονόμοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις μετρούν και ξαναμετρούν πόσα πήρε ο άλλος και δεν πήρε αυτός. Αλήθεια, ο γονιός χρωστάει στο παιδί του χρήματα, ακίνητα, οικόπεδα και ό,τι άλλο κατάφερε να φτιάξει και σε πολλές περιπτώσεις μην απολαμβάνοντας τίποτα ο ίδιος από όλα αυτά που απέκτησε;

Είμαι βέβαιος ότι θα αναρωτιέστε που το πάει το άρθρο μου; Είμαι ακόμη πιο σίγουρος ότι θα απορείτε σαν να κατηγορώ έναν πατέρα που θέλει να βοηθήσει το παιδί του προσφέροντάς του τη δυνατότητα μιας πιο εύκολης και πιο εύπορης, «στρωμένης» ζωής. Προτού αναφερθώ παρακάτω σε αυτό το θέμα που κλήθηκα να πάρω θέση μεταξύ πατέρα και γιού, θυμάμαι τον 65χρονο πολύ εύπορο και επιτυχημένο άνδρα που με επισκέφτηκε για τον εαυτό του, αλλά εγώ τον ρώτησα και για το γιό του, που ήταν φοιτητής σε μια πόλη της χώρας μας. Μεταξύ των άλλων, τον ρώτησα πόσα χρήματα του στέλνει κάθε μήνα και μου απάντησε πολύ φυσικά «Περίπου 5.000 ευρώ». Αισθάνθηκα ότι η καρέκλα μου κουνήθηκε ή εγώ κουνήθηκα πάνω στην καρέκλα, σκεπτόμενος και το περίπου και τις 5.000 ευρώ, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε ποσό συγκεκριμένο που λάμβανε αυτός ο «περίλαμπρος» φοιτητής. Όταν του είπα ότι είναι πάρα πολλά τα χρήματα, έκπληκτος μου αντιγύρισε και με ελαφρό θυμό το σχόλιό του «μα εγώ έχω πάρα πολλά χρήματα, που κάθονται στην τράπεζα, ο γιός μου δεν δικαιούται μια καλύτερη ζωή που μπορώ να του προσφέρω;» Ήμουν εντελώς οριοθετημένος αρνητικά απέναντί του, λέγοντάς του ότι τα δικά του χρήματα δεν θα κάνουν το γιό του πιο δυνατό και δημιουργικό και αν αύριο τελειώσουν, αυτό το παιδί θα πρέπει να μάθει να ζει με 600-800 ευρώ μηνιαίως. Άλλαξε τη συζήτηση ενοχλημένος και μου είπε με αυστηρό ύφος ότι δεν ήρθε για αυτό στο γραφείο μου. Ήξερα ότι συνέχεια στα λόγια αυτά δεν υπάρχει…

Χαρακτηριστική όμως, είναι και η περίπτωση τουπατέρα που με επισκέφτηκε συνοδευόμενος από τονγιό του. Ο γιός 35 χρονών, είχε παντρευτεί, εργαζόταν και έμενε σε ένα σπίτι το οποίο ο πατέρας τους πλήρωνε το ενοίκιο που ήταν 500 ευρώ. Ο 75χρονος πατέρας, έχοντας ένα χρηματικό ποσό το οποίο κρατούσε, ήταν το έρισμα της σχέσης με το παιδί του. Μάλιστα, ο γιος διαμαρτυρόταν για την οικονομική κατάσταση που βρισκόταν ο γάμος του, δεδομένου ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει πρόσφατα ένα κοριτσάκι που βρισκόταν στον όγδοο μήνα της ζωής του. Η γυναίκα του δεν δούλευε, αλλά και ο ίδιος από αυτά που κατάλαβα, πιο πολύ στηριζόταν στο βιβλιάριο της τραπέζης του πατέρα του, παρά στη δική του προσπάθεια να βελτιώσει την οικονομική του πορεία. Ιδιωτικός υπάλληλος που δεν έδειχνε φιλοδοξία και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Το σενάριο της οικονομικής βοήθειας του πατέρα περιείχε και τα πρόσωπα της μάνας, αλλά και της γυναίκας του, που «εν χορώ» σαν αρχαία τραγωδία, κατηγορούσαν τον πατέρα ότι κρατάει τα χρήματα του, για προσωπική του ικανοποίηση και απόλαυση και δεν τα δίνει όπως πρέπει στον μονάκριβο γιό του! Η οικογένεια αυτή δεν είχε άλλο παιδί και έτσι ο νιόπαντρος γιος ένιωθε πως ό,τι υπήρχε στην οικογένειά του είναι δικό του και του ανήκει!

Η στάση μου ως γιατρός ήταν πικρή προς το γιο και σαφώς υποστηρικτική προς τον πατέρα. Ο γονιός γεννάει, μεγαλώνει το παιδί, το σπουδάζει και το παραδίδει στην κοινωνία με ένα πολύ απλό σκεπτικό: Ότι ο ίδιος όταν φύγει από την ζωή να μπορεί το παιδί του να ζήσει και να πάρει ότι έχει η οικογένειά του ως φυσική συνέχεια της κληρονομιάς. Κανένας γονιός δεν χρωστάει στο παιδί του. Το παιδί πρέπει να το ξέρει αυτό. Άρα ο θυμός του γιού είναι το έλλειμμα της αυτοπεποίθησής του.

Θα κλείσω με μία φράση ενός νέου ανάλογου με αυτόν που περιέγραψα, που ο θυμός για τον πατέρα του έβγαινε έξω από τα παράθυρα του γραφείου μου, λέγοντας μου χαρακτηριστικά μπροστά στη γυναίκα του: «Να πάει να δανειστεί, να μην με γένναγε, πρέπει να μου δώσει, γιατί εγώ δεν έχω και γιατί εκείνος οφείλει να με στηρίξει σαν πατέρας». Άραγε τι να λεγα σε αυτόν τον αχάριστο νέο που αντί να βλέπει τα χέρια του και τα πόδια του πως θα τα χρησιμοποιήσει μαζί με το μυαλό του, μάλλον έβλεπε τον «κακό» γονιό του…

Θάνος Ε. Ασκητής

ΠΗΓΗ:

Η κατάθλιψη είναι πιο σοβαρή στους ηλικιωμένους από ό,τι στους νέους





Η σοβαρή κατάθλιψη, γνωστή και ως μείζων καταθλιπτική διαταραχή, είναι πιο έντονη στους ηλικιωμένους, σε σχέση με τους νεότερους ανθρώπους, σύμφωνα με μια νέα ολλανδική επιστημονική έρευνα.

Στα άτομα άνω των 70 ετών η κατάθλιψη έχει χειρότερη πρόγνωση σε σχέση με τα άτομα 18 έως 29 ετών.

Οι ηλικιωμένοι με κατάθλιψη είναι πιθανότερο να νιώθουν μοναξιά, να μην έχουν κοινωνική υποστήριξη, να έχουν άλλες χρόνιες ασθένειες, να παθαίνουν περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια και να χρησιμοποιούν πιο πολλά αντικαταθλιπτικά.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ροξάν Σάακς του Ιατρικού Κέντρου του Ελεύθερου Πανεπιστημίου (VU) του Άμστερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής «The Lancet Psychiatry», μελέτησαν και συνέκριναν στοιχεία για 1.042 ανθρώπους ηλικίας 18 έως 88 ετών που έπασχαν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.

Η μελέτη παρακολούθησε επί δύο έτη πώς εξελίχθηκε η κατάθλιψη στις διάφορες ηλικιακές ομάδες. Διαπιστώθηκε ότι η κατάθλιψη χειροτερεύει όσο περνάει ο χρόνος, με συνέπεια να είναι πιο επώδυνη για τους ηλικιωμένους.

Οι άνω των 70 ετών ασθενείς είχαν διπλάσια έως τριπλάσια πιθανότητα, σε σχέση με τους ασθενείς 18-29 ετών, να συνεχίσουν να έχουν διάγνωση σοβαρής κατάθλιψης και χρόνια συμπτώματα μετά την παρέλευση μιας διετίας.

Επίσης, χρειάζονται περισσότερο χρόνο εωσότου επιτευχθεί ύφεση των συμπτωμάτων τους, ενώ εμφανίζουν μικρότερη βελτίωση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους σε σχέση με τους νέους.

Σχεδόν ένας στους πέντε ενήλικες αναμένεται ότι θα έχει κάποιο επεισόδιο σοβαρής κατάθλιψης κάποια στιγμή στη ζωή του και η εξέλιξή του συνήθως είναι χειρότερη στους μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους σε σχέση με τους νεότερους.

«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι υπάρχει μια αυξανόμενη ανάγκη για θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής με τρόπο προσαρμοσμένο στην ηλικία των ασθενών. Σήμερα οι γηραιότεροι συχνά αντιμετωπίζονται με παρόμοιο τρόπο με τους νεότερους ασθενείς. Όμως πιστεύουμε ότι οι ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν ανάγκη από μια διαφορετική θεραπεία, επειδή η σοβαρή κατάθλιψη σε αυτή τη φάση της ζωής φαίνεται να είναι πολύ πιο επίμονη από ό,τι σε άλλες φάσεις», δήλωσε η δρ Σάακς.

Ένας παράγων που δυσκολεύει την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους είναι η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών τους, που μειώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων.

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 12 June 2018

The Fascinating Sign Of A Healthy Relationship




How to predict if a relationship will end in marriage.



When looking back, couples destined to marry accurately remember the ups and downs of their relationship, research reveals.

Happy couples have no reason to try and hide any problems from themselves to make it feel like they are moving forwards.


On the other hand, people with poor relationships have distorted memories that bear little relation to the truth.

Misremembering the past may be a way of papering over the cracks in a failing relationship.

Professor Brian G. Ogolsky, the study’s first author, explained:


“People like to feel that they’re making progress as a couple.

If they’re not — if, in fact, the relationship is in trouble — they may have distorted recollections that help them feel like they’re moving forward because they need a psychological justification to stay in the relationship.”

The results come from a nine-month study involving 232 heterosexual couples who had dated for around two years.


All rated their chances of eventually getting married every month, for 8 months.


Three groups of couples emerged: those whose relationships were getting worse, those who were staying the same and those who were improving.

Professor Ogolsky said that those whose relationships were improving had remarkably accurate memories:


“Couples who had deepened their commitment remembered their relationship history almost perfectly.

The graphs for this group were really interesting because the plot of the end-of-study recollection could be placed right on top of the one we had graphed from the monthly check-ins.”

Those who had maintained their relationships without really moving forward, fooled themselves a little to get the feeling of progress, said Professor Ogolsky:



“They had given themselves some room to grow and remembered the recent past as better than they had reported it being.

If they saw maintenance as stagnation, that’s a way of addressing that cognitive gap.

It helps them feel that their relationship is developing in some way — that they’re making progress.”

Lastly, those whose relationships were on-off, or just off, were mostly in denial, Professor Ogolsky said:


“If we looked at their history as they reported it to us over the nine-month period, we could see that their chances of marriage were plummeting.

Yet their recollection was that things had been going okay.

Of course, they hadn’t seen the graph so they didn’t know their trajectory looks this dire, but it’s fair to say they were in denial about the state of their relationship.”

SOURCE:

“Growth mindset” theory doesn’t translate directly from kids to adults – telling an adult they are a “hard worker” can backfire



The way parents and teachers praise children is known to influence not only their future performance, but how they feel about the malleability of intelligence. If a child has done well, focusing positive comments on their efforts, actions and strategies (saying, for example, “good job” or “you must have tried really hard”) is preferable to saying “you’re so smart”, in part because process-centred praise is thought to encourage kids to interpret setbacks as opportunities to grow, rather than as threats to their self-concept. In contrast, a kid who’s led to believe she succeeds because she’s “intelligent” may not attempt a difficult challenge, in case she fails.

Now – and somewhat remarkably, given all the praise and growth mindset research conducted on children – a new study, led by Rachael Reavis at Earlham College, Indiana, US, published the Journal of Genetic Psychology, claims to be the first to test the effects of different types of praise on how adults feel after failure.



The researchers recruited 156 adults via Amazon’s Mechanical Turk website. After completing a set of six easy visual pattern problems, which they were given up to two minutes to solve, they were all informed: “You did better than the majority of adults!” But then the feedback varied.

About a third were told that, based on the pattern of their results, they had been classified as “in the high intelligence group” (person-focused ability feedback); about a third were told they had been classified as “the kind of person who works hard” (person-focused effort feedback – they were a “hard worker”) and about a third were told they had been classified as “working hard on these questions” (process-focused effort feedback – they had worked hard).

All participants were then given a set of 12 difficult problems (which timed out after 3.5 minutes), and no matter how well they did, all were told that their performance was “worse than most adults”. The researchers were interested in how the earlier feedback would affect the participants’ performance and enjoyment on the tasks, and especially how they would interpret their apparent failure at the final set of difficult problems.

Based partly on previous findings involving children, the researchers expected that being told you’re a “hard worker” would be the most beneficial kind of praise or feedback, as it implies that the person typically puts in a lot of effort. (And while this form of praise is person-centred, it focuses on behaviour, rather than on intrinsic ability.)

In fact, the type of feedback participants received after the easy task did not affect their performance on the difficult problems, relative to their performance on the first. Meanwhile, it was the “hard worker” group who said they enjoyed the difficult set of problems the least (the other two groups did not differ from each other on this); they also believed they had been less successful on the tasks than those in the other groups.

Finally, when the participants indicated, on a scale of 0 to 10, to what extent they attributed their poor performance at the final task to lack of effort or to lack of intelligence (as well as to eight other factors that were included to obscure the true purpose of the study), there were no group differences for effort, but as expected, those in the “worked hard” group were significantly less likely to attribute their failure to their level of intelligence than those in the “high intelligence group”. However, against expectations, the “hard worker” group actually blamed their low intelligence just as much as the “high intelligence” participants.

As the researchers note, “Few of the results demonstrated with children were replicated.”

Why might this be?

It’s possible that adults believe that telling someone they’re a hard worker is something positive to say when you can’t plausibly say that they’re smart or gifted. When I think back to my own childhood, there were awards at school for “good work” and also for “hard work”, and, among the kids, a “good work” award was seen as being the bigger achievement. In contrast, at my children’s primary school, in the light of the findings on process-focused praise, rewards are focused entirely on effort. However, it’s also standard for a child who typically puts in a lot of effort to be called a “hard worker”.

For children today, this may perhaps still be beneficial. For adults, who grew up in a different time, “being told one is a ‘hard worker’ may elicit feelings of inadequacy, which undermine positive perceptions of the task,” the researchers write. “Future work should investigate how both children and adults interpret these types of praise.”

SOURCE:

Friday, 8 June 2018

Λανθασμένες αντιλήψεις γύρω από το Σεξ




Μερικές λανθασμένες αντιλήψεις γύρω από το σεξ μπορεί να είναι:

Το σεξ είναι επιτυχές μόνο αν οι σύντροφοι φτάνουν ταυτόχρονα σε οργασμό
Σε μια ερωτική σχέση το ένα άτομο γνωρίζει από ένστικτο τι αρέσει στο άλλο
Κάθε άνδρας οφείλει να ξέρει πώς να ευχαριστήσει μια γυναίκα
Είναι κακό να έχεις φαντασιώσεις κατά τη διάρκεια της ερωτικής διαδικασίας
Ο άνδρας πάντοτε θέλει και πάντοτε είναι έτοιμος για σεξ
Αν ο άνδρας αποκτήσει στύση, είναι βλαβερό γι’ αυτόν να μην φτάσει σε οργασμό
Ο αυνανισμός είναι βλαβερός και εμποδίζει την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων
Αν ένας άνδρας χάσει τη στύση του, σημαίνει ότι δε βρίσκει ελκυστική τη σύντροφό του

ΠΗΓΗ:


These Personality Types Have The Happiest Marriages




Some personality types are reliably more happy after getting married.



Introverted women are more satisfied with life for longer after marriage, research finds.

However, men who are introverted gain the least in the long-term from being married, with extraverted men gaining the most from marriage.


Introverted men were actually less happy, on average, after getting married than men who had never married.

These personality trends are a fascinating kink in the orthodox view of marriage’s effect on happiness.

Normally, people feel happier for a period before and after getting married, but this fades away after a couple of years — they may even feel worse than before marriage.

But earlier studies didn’t take into account personality.


Along with the findings for extraversion, the study also discovered that conscientious women were more satisfied with life after marriage than those who were less conscientious.


Conscientious people are disciplined, dutiful and good at planning ahead.

The study’s authors write:


“Such a result might be explained by the tendency for conscientious individuals to place more value on relationship goals and therefore conscientious individuals may strive harder to ensure success.

This result is consistent with conscientious individuals being more satisfied with their relationships.”

Why this should not also be true for conscientious men is not clear, although it could be down to men and women having different relationship goals.

The results come from a German survey that followed 2,015 people over eight years.

In this time, 468 got married for the first time and stayed that way until the end of the study.

Tracking their happiness, the researchers found that it followed the usual trend.

People got happier as they were about to get married, but then this faded away in the year or two after the big day.


The drop in happiness was sharper for men, particularly for introverted men, the authors write:


“Whilst all men experience a pre-marital increase in their life satisfaction, men that are extraverted seem to experience longer-term benefits to their life satisfaction during marriage.

Introverted men, however, experience significant drops in their life satisfaction that result in them being approximately 0.20 SD [standard deviations] lower in life satisfaction than those who never marry.”

SOURCE: