Sunday, 27 August 2017

Παιδική Ενούρηση




Η ενούρηση αποτελεί μια από τις συχνότερες διαταραχές της παιδικής ηλικίας που, αν και δεν θεωρείται από τις βαρύτερες, απασχολεί πολύ τα παιδιά ή τις οικογένειές τους και προβληματίζει τους γονείς.

Με βάση την κατηγοριοποίηση κατά το DSM- IV4, ως ενούρηση χαρακτηρίζεται η ακούσια απώλεια ούρων σε ένα παιδί ηλικίας 5 ετών ή μεγαλύτερο, συχνότητας 2 φορές την εβδομάδα και διάρκειας τουλάχιστον 3 μηνών. Ως νυχτερινή ενούρηση χαρακτηρίζεται η ακούσια απώλεια ούρων μόνο κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου. (International Children Continence Society) χωρίς εμφανή οργανική αιτία.

Η ενούρηση χαρακτηρίζεται οργανική όταν οφείλεται σε οργανικά αίτια όπως, π.χ. ο σακχαρώδης διαβήτης, η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος ή η επιληπτική διαταραχή και λειτουργική όταν δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια οργανική διαταραχή. Ακόμη διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν αναφερόμαστε σε παιδιά που δεν έχουν ποτέ κατακτήσει τον έλεγχο των σφιγκτήρων, και σε δευτεροπαθή, όταν αναφερόμαστε σε παιδιά τα οποία ενώ είχαν επιτύχει έλεγχο για τουλάχιστον 1 έτος ξανάρχισαν να βρέχονται.

Το 80% των περιπτώσεων πρόκειται για πρωτοπαθή ενούρηση. H ικανότητα του παιδιού να ελέγχει τους σφιγκτήρες του οργανώνεται σταδιακά, από το τέλος του πρώτου έτους και θεωρούμε ότι έχει κατακτηθεί οριστικά, μόνο εφόσον έχει γίνει αυτόματη, δηλαδή γύρω στα τρία με τέσσερα χρόνια.

Aυτή η πορεία εξαρτάται από τη νευρολογική ωρίμαση του παιδιού, αλλά και από τα μηνύματα που παίρνει από το περιβάλλον του. H νυχτερινή ενούρηση, έχει χαρακτηριστεί ως το πιο συχνό και χρόνιο πρόβλημα των παιδιών αλλά και των γονιών τους. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα που αφορά το 10-15% των παιδιών με μια σαφή υπεροχή των αγοριών (2 προς 1) σε σχέση με τα κορίτσια.

Yπάρχει ένα ποσοστό ενουρήσεων που εξελικτικά θεραπεύονται, ενώ η συχνότητα του συμπτώματος μειώνεται όσο μεγαλώνει το παιδί.

Πιθανά σωματικά - οργανικά αίτια:

i. Μικρό μέγεθος της ουροδόχου κύστης
ii. Γενετικοί παράγοντες – κληρονομικότητα. Αν ο ένας γονιός παρουσίασε, κατά την παιδική του ηλικία, νυχτερινή ενούρηση το ποσοστό εμφάνισης για το παιδί είναι 45%. Το ποσοστό αυξάνεται στο 75% αν και οι δύο γονείς του παιδιού υπήρξαν ενουρητικοί
iii. Λοίμωξη της ουροδόχου κύστης και των νεφρών. • Μειωμένη έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης
iv. Σακχαρώδης Διαβήτης
v. Υπερθυρεοειδισμός
vi. Βαρύς ύπνος: Ο εγκέφαλος αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στα μηνύματα που του δίνει η ουροδόχος κύστη. Έτσι, η κύστη αδειάζει χωρίς να το συνειδητοποιήσει ο εγκέφαλος
vii. Η χαμηλή ευαισθησία του σφικτήρα
viii. Κατανάλωση τροφών που περιέχουν υψηλά επίπεδα χρωστικών και γλυκαντικών ουσιών
ix. Δυσκοιλιότητα

Πιθανά ψυχογενή αίτια:

i. Αισθήματα ζήλιας απέναντι σε μικρότερο αδελφό/ή
ii. Ανασφάλεια, αγχώδεις εκδηλώσεις (υπερβολικές σχολικές απαιτήσεις)
iii. Ψυχοσυναισθηματική ανωριμότητα
iv. Προβλήματα επικοινωνίας και καυγάδες ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας
v. Κοινωνική απομόνωση (για τα μεγαλύτερα παιδιά)
vi. Φοβίες (ζώα, φαντάσματα, κεραυνοί, θάνατος)
vii. Προσπάθεια διεκδίκησης της προσοχής σας

Yπάρχουν ενδείξεις ότι η πρωτοπαθής ενούρηση οφείλεται σε βιολογικούς – γενετικούς παράγοντες. Όσον αφορά τη δευτεροπαθή ενούρηση, εμφανίζεται συχνά γύρω στα πέντε με οχτώ χρόνια έπειτα από κάποιο γεγονός, όπως, για παράδειγμα, ο ερχομός καινούριου παιδιού στην οικογένεια, η επιστροφή στο σχολείο, ένα ταξίδι κι ο αποχωρισμός από τους γονείς του, τα προβλήματα στη σχέση μεταξύ των γονιών, η συγκρουσιακή ατμόσφαιρα κ.λπ. H ενούρηση διακρίνεται στους εξής τύπους: αποκλειστικά νυχτερινή ενούρηση, αποκλειστικά ημερήσια ενούρηση, νυχτερινή και ημερήσια ενούρηση.

Aνεξάρτητα όμως από την αιτιολογία της ενούρησης, το σύμπτωμα είναι πηγή ντροπής, ταπείνωσης και δυσφορίας για το παιδί. Nιώθει ανίσχυρο, αβοήθητο και ανίκανο να το ελέγξει. Η παιδική, περιοδική ενούρηση μέχρι την ηλικία των 5 ετών είναι κάτι που δεν θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα τους γονείς. Βέβαια, κρίνεται σκόπιμο να απευθυνθείτε στον παιδίατρο του παιδιού σας εάν συνεχίζει η κατάσταση να επιμένει. Είναι φυσιολογικό η δυσλειτουργία αυτή στην καθημερινότητα της οικογένειας να επηρεάζει αρνητικά τους γονείς, οι οποίοι συχνά μπορεί να εκνευριστούν, να θυμώσουν με το παιδί, να το αγχώσουν πως δεν προσπαθεί αρκετά, να του προκαλέσουν ενοχές για την «ακατάλληλη συμπεριφορά του και την αδυναμία του να μάθει».

Aυτή είναι η λάθος αντιμετώπιση των γονιών, αφού δημιουργεί στο παιδί αίσθημα ανεπάρκειας, ντροπής, κατωτερότητας ενδυναμώνοντας σχέσεις επίκρισης και σύγκρουσης, ενώ αποδυναμώνει το αίσθημα στήριξης, ασφάλειας και αποδοχής από τους γονείς στα παιδιά.

Τι μπορούν οι γονείς να κάνουν:

i. Η εκμάθηση των κανόνων υγιεινής και καθαριότητας στην τουαλέτα είναι καλό να γίνεται με υπομονή
ii. Φροντίστε, το παιδί αρκετές ώρες πριν την βραδινή κατάκλιση, να μην καταναλώνει υγρά και τροφές που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε καφεΐνη και υγρά
iii. Πριν την νυχτερινή κατάκλιση βεβαιωθείτε πως το παιδί έχει ουρήσει
iv. Είναι καλό να αφήνετε ένα φως αναμμένο όλη τη νύχτα, έτσι ώστε αν το παιδί χρειαστεί, να μπορεί εύκολα να πάει στην τουαλέτα
v. Σεβαστείτε τον προσωπικό ρυθμό του παιδιού σας. Μην το πιέζετε να ουρήσει με ρυθμούς που εξυπηρετούν τους ενήλικες
vi. Είναι καλό να σηκώνετε το παιδί κάθε 2- 3 ώρες, έτσι ώστε να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα. Ακόμη είναι σκόπιμο να καταγράφετε τις συνήθειές του τη νύχτα, ώστε να προλαβαίνετε να το σηκώνετε έγκαιρα για να πάει στην τουαλέτα
vii. Όταν συμβούν νυχτερινά ατυχήματα μην το μαλώσετε γιατί θα το κάνετε να νοιώσει ενοχές και μειονεκτικά για το συμβάν της ενούρησης
viii. Είναι σκόπιμο να επιβραβεύετε τις «στεγνές νύχτες», όπως και να τις καταγράφετε μαζί με το παιδί για να βλέπει την πρόοδο που έχει κάνει και να αποκτά αυτοπεποίθηση
ix. Αγοράστε μια συσκευή αφύπνισης, «αισθητήρας υγρασίας» έτσι ώστε το παιδί να ξυπνά στις πρώτες σταγόνες και να ολοκληρώνει την ούρησή του στην τουαλέτα

Η παιδική ενούρηση είναι μια δυσλειτουργία που υπονομεύει την αυτοεκτίμηση των παιδιών, τα καθιστά ανήμπορα και τα απομονώνει από τους φίλους, τους συνομηλίκους τους, την οικογένεια. Είναι καλό, οι γονείς, να σταθείτε δίπλα στο παιδί σας με υπομονή και κατανόηση.

O ειδικός θα αξιολογήσει το χρόνο που εμφανίστηκε η ενούρηση, αν, για παράδειγμα, το παιδί δεν ήταν ποτέ στεγνό ή ένα διάστημα ήταν στεγνό και ύστερα από κάποιο γεγονός άρχισε πάλι να βρέχεται το βράδυ, πόσο καιρό συμβαίνει αυτό, με τι ρυθμό, ποια στάση κρατά η οικογένεια προς το σύμπτωμα, ποιες είναι οι αντιδράσεις του παιδιού, τι είδους τακτικές αντιμετώπισης έχουν ήδη εφαρμοστεί κ.ά.

Aν αποδειχθεί ότι η ενούρηση έχει οργανική αιτιολογία (π.χ. διαβήτης, επιληψία, ανωμαλίες ουροποιητικού κ.λπ.), αντιμετωπίζεται καταρχήν το οργανικό πρόβλημα. H ενημέρωση του παιδιού σχετικά με το θέμα της ενούρησης ίσως κριθεί από τον ειδικό απαραίτητη, προκειμένου να απενοχοποιηθεί το παιδί αλλά και να απομυθοποιηθεί το σύμπτωμα. Έτσι το παιδί θα πάψει να νιώθει θύμα αυτής της κατάστασης.

ΠΗΓΗ:

http://www.kathimerini.gr/914029/gallery/ygeia/paidi/paidikh-enoyrhsh(accessed 27.8.17)


The concept of schizophrenia is coming to an end – here’s why



The concept of schizophrenia is dying. Harried for decades by psychology, it now appears to have been fatally wounded by psychiatry, the very profession that once sustained it. Its passing will not be mourned.

Today, having a diagnosis of schizophrenia is associated with a life-expectancy reduction of nearly two decades. By some criteria, only one in seven people recover. Despite heralded advances in treatments, staggeringly, the proportion of people who recover hasn’t increased over time. Something is profoundly wrong.

Part of the problem turns out to be the concept of schizophrenia itself.

Arguments that schizophrenia is a distinct disease have been “fatally undermined”. Just as we now have the concept of autism spectrum disorder, psychosis (typically characterised by distressing hallucinations, delusions, and confused thoughts) is also argued to exist along a continuum and in degrees. Schizophrenia is the severe end of a spectrum or continuum of experiences.

Jim van Os, a professor of psychiatry at Maastricht University, has argued that we cannot shift to this new way of thinking without changing our language. As such, he proposes the term schizophrenia “should be abolished”. In its place, he suggests the concept of a psychosis spectrum disorder.

Another problem is that schizophrenia is portrayed as a “hopeless chronic brain disease”. As a result, some people given this diagnosis, and some parents, have been told cancer would have been preferable, as it would be easier to cure. Yet this view of schizophrenia is only possible by excluding people who do have positive outcomes. For example, some who recover are effectively told that “it mustn’t have been schizophrenia after all”.

Schizophrenia, when understood as a discrete, hopeless and deteriorating brain disease, argues van Os, “does not exist”.
Breaking down breakdowns

Schizophrenia may instead turn out to be many different things. The eminent psychiatrist Sir Robin Murray describes how::


I expect to see the end of the concept of schizophrenia soon … the syndrome is already beginning to breakdown, for example, into those cases caused by copy number [genetic] variations, drug abuse, social adversity, etc. Presumably this process will accelerate, and the term schizophrenia will be confined to history, like “dropsy”.

Research is now exploring the different ways people may end up with many of the experiences deemed characteristic of schizophrenia: hallucinations, delusions, disorganised thinking and behaviour, apathy and flat emotion.

Indeed, one past error has been to mistake a path for the path or, more commonly, to mistake a back road for a motorway. For example, based on their work on the parasite Toxoplasma gondii, which is transmitted to humans via cats, researchers E. Fuller Torrey and Robert Yolken have argued that “the most important etiological agent [cause of schizophrenia] may turn out to be a contagious cat”. It will not.Toxoplasma gondii – likely a cause of ‘schizophrenia’, unlikely the most important. Kateryna Kon/Shutterstock

Evidence does suggest that exposure to Toxoplasma gondii when youngcan increase the odds of someone being diagnosed with schizophrenia. However, the size of this effect involves less than a twofold increase in the odds of someone being diagnosed with schizophrenia. This is, at best, comparable to other risk factors, and probably much lower.

For example, suffering childhood adversity, using cannabis, and having childhood viral infections of the central nervous system, all increase the odds of someone being diagnosed with a psychotic disorder (such as schizophrenia) by around two to threefold. More nuanced analyses reveal much higher numbers.

Compared with non-cannabis users, the daily use of high-potency, skunk-like cannabis is associated with a fivefold increase in the odds of someone developing psychosis. Compared with someone who has not suffered trauma, those who have suffered five different types of trauma (including sexual and physical abuse) see their odds of developing psychosis increase more than fiftyfold.Smoking skunk every day increases your odds of developing a psychotic disorder fivefold. Pe3k/Shutterstock

Other routes to “schizophrenia” are also being identified. Around 1% of cases appear to stem from the deletion of a small stretch of DNA on chromosome 22, referred to as 22q11.2 deletion syndrome. It is also possible that a low single digit percentage of people with a schizophrenia diagnosis may have their experiences grounded in inflammation of the brain caused by autoimmune disorders, such as anti-NMDA receptor encephalitis, although this remains controversial.

All the factors above could lead to similar experiences, which we in our infancy have put into a bucket called schizophrenia. One person’s experiences may result from a brain disorder with a strong genetic basis, potentially driven by an exaggeration of the normal process of pruning connections between brain cells that happens during adolescence. Another person’s experiences may be due to a complex post-traumatic reaction. Such internal and external factors could also work in combination.

Either way, it turns out that the two extreme camps in the schizophrenia wars – those who view it as a genetically-based neurodevelopmental disorder and those who view it as a response to psychosocial factors, such as adversity – both had parts of the puzzle. The idea that schizophrenia was a single thing, reached by a single route, contributed to this conflict.
Implications for treatment

Many medical conditions, such as diabetes and hypertension, can be reached by multiple routes that nevertheless impact the same biological pathways and respond to the same treatment. Schizophrenia could be like this. Indeed, it has been argued that the many different causes of schizophrenia discussed above may all have a common final effect: increased levels of dopamine.

If so, the debate about breaking schizophrenia down by factors that lead to it would be somewhat academic, as it would not guide treatment. However, there is emerging evidence that different routes to experiences currently deemed indicative of schizophrenia may need different treatments.

Preliminary evidence suggests that people with a history of childhood trauma who are diagnosed with schizophrenia are less likely to be helped by antipsychotic drugs. However, more research into this is needed and, of course, anyone taking antipsychotics should not stop taking them without medical advice. It has also been suggested that if some cases of schizophrenia are actually a form of autoimmune encephalitis, then the most effective treatment could be immunotherapy (such as corticosteroids) and plasma exchange (washing of the blood).Not everyone diagnosed with schizophrenia is helped by antipsychotic drugs. sylv1rob1/Shutterstock

Yet the emerging picture here is unclear. Some new interventions, such as the family-therapy based Open Dialogue approach, show promise for a wide range of people with schizophrenia diagnoses. Both general interventions and specific ones, tailored to someone’s personal route to the experiences associated with schizophrenia, may be needed. This makes it critical to test for and ask people about all potentially relevant causes. This includes childhood abuse, which is still not being routinely asked about and identified.

The potential for different treatments to work for different people further explains the schizophrenia wars. The psychiatrist, patient or family who see dramatic beneficial effects of antipsychotic drugsnaturally evangelically advocate for this approach. The psychiatrist, patient or family who see drugs not working, but alternative approaches appearing to help, laud these. Each group sees the other as denying an approach that they have experienced to work. Such passionate advocacy is to be applauded, up to the point where people are denied an approach that may work for them.
What comes next?

None of this is to say the concept of schizophrenia has no use. Many psychiatrists still see it as a useful clinical syndrome that helps define a group of people with clear health needs. Here it is viewed as defining a biology that is not yet understood but which shares a common and substantial genetic basis across many patients.

Some people who receive a diagnosis of schizophrenia will find it helpful. It can help them access treatment. It can enhance support from family and friends. It can give a name to the problems they have. It can indicate they are experiencing an illness and not a personal failing. Of course, many do not find this diagnosis helpful. We need to retain the benefits and discard the negatives of the term schizophrenia, as we move into a post-schizophrenia era.

What this will look like is unclear. Japan recently renamed schizophrenia as “integration disorder”. We have seen the idea of a new “psychosis spectrum disorder”. However, historically, the classification of diseases in psychiatry has been argued to be the outcome of a struggle in which “the most famous and articulate professor won”. The future must be based on evidence and a conversation which includes the perspectives of people who suffer – and cope well with – these experiences.

Whatever emerges from the ashes of schizophrenia, it must provide better ways to help those struggling with very real experiences.


SOURCE:
https://theconversation.com/the-concept-of-schizophrenia-is-coming-to-an-end-heres-why-82775(accessed 27.8.17)

Insomnia Linked To What You Are Probably Doing Right Now





It almost doubled the amount of times that people awoke during the night.



The blue light emitted by screens damages the length and quality of sleep, new research finds.

Screens that emit redder light, though, do not damage sleep in the same way.

Professor Abraham Haim, one of the study’s authors, said:


“The light emitted by most screens — computers, smartphones, and tablets — is blue light that damages the body’s cycles and our sleep.

The solution must be the use of the existing filters that prevent the emission of this light.”

Screens are particularly damaging to sleep if used at bedtime.

The screens suppress the secretion of melatonin, the hormone that helps control the body’s sleep-wake cycle.

One of the ways blue light damages sleep, the researchers found, was by interrupting how they body regulates its temperature.


Professor Haim said:



“Naturally, when the body moves into sleep it begins to reduce its temperature, reaching the lowest point at around 4:00 a.m.

When the body returns to its normal temperature, we wake up.

After exposure to red light, the body continued to behave naturally, but exposure to blue light led the body to maintain its normal temperature throughout the night — further evidence of damage to our natural biological clock.”

Blue light compared to red light almost doubled the amount of times that people awoke during the night.

Professor Haim said:



“Exposure to screens during the day in general, and at night in particular, is an integral part of our technologically advanced world and will only become more intense in the future.

However, our study shows that it is not the screens themselves that damage our biological clock, and therefore our sleep, but the short-wave blue light that they emit.

Fortunately various applications are available that filter the problematic blue light on the spectrum and replace it with weak red light, thereby reducing the damage to the suppression of melatonin.”

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2017/08/insomnia-right-now.php(accessed 27.8.17)


Wednesday, 23 August 2017

Why people believe in conspiracy theories – and how to change their minds




Professor of Science Communication and Chemistry, University of Hull
Disclosure statement

Mark Lorch does not work for, consult, own shares in or receive funding from any company or organisation that would benefit from this article, and has disclosed no relevant affiliations beyond the academic appointment above.


University of Hull provides funding as a member of The Conversation UK.

The Conversation UK receives funding from Hefce, Hefcw, SAGE, SFC, RCUK, The Nuffield Foundation, The Ogden Trust, The Royal Society, The Wellcome Trust, Esmée Fairbairn Foundation and The Alliance for Useful Evidence, as well as sixty five university members.






I’m sitting on a train when a group of football fans streams on. Fresh from the game – their team has clearly won – they occupy the empty seats around me. One picks up a discarded newspaper and chuckles derisively as she reads about the latest “alternative facts” peddled by Donald Trump.

The others soon chip in with their thoughts on the US president’s fondness for conspiracy theories. The chatter quickly turns to other conspiracies and I enjoy eavesdropping while the group brutally mock flat Earthers, chemtrails memes and Gwyneth Paltrow’s latest idea.

Then there’s a lull in the conversation, and someone takes it as an opportunity to pipe in with: “That stuff might be nonsense, but don’t try and tell me you can trust everything the mainstream feeds us! Take the moon landings, they were obviously faked and not even very well. I read this blog the other day that pointed out there aren’t even stars in any of the pictures!”

To my amazement the group joins in with other “evidence” supporting the moon landing hoax: inconsistent shadows in photographs, a fluttering flag when there’s no atmosphere on the moon, how Neil Armstrong was filmed walking on to the surface when no-one was there to hold the camera.

A minute ago they seemed like rational people capable of assessing evidence and coming to a logical conclusion. But now things are taking a turn down crackpot alley. So I take a deep breath and decide to chip in.

“Actually all that can be explained quite easily … ”

They turn to me aghast that a stranger would dare to butt into their conversation. I continue undeterred, hitting them with a barrage of facts and rational explanations.

“The flag didn’t flutter in the wind, it just moved as Buzz Aldrin planted it! Photos were taken during lunar daytime – and obviously you can’t see the stars during the day. The weird shadows are because of the very wide-angle lenses they used which distort the photos. And nobody took the footage of Neil descending the ladder. There was a camera mounted on the outside of the lunar module which filmed him making his giant leap. If that isn’t enough then the final clinching proof comes from the Lunar Reconnaissance Orbiter’s photos of the landing sites where you can clearly see the tracks that the astronauts made as they wandered around the surface.

"Nailed it!” I think to myself.

But it appears my listeners are far from convinced. They turn on me, producing more and more ridiculous claims. Stanley Kubrick filmed the lot, key personnel have died in mysterious ways, and so on …

The train pulls up in a station, it isn’t my stop but I take the opportunity to make an exit anyway. As I sheepishly mind the gap I wonder why my facts failed so badly to change their minds.

The simple answer is that facts and rational arguments really aren’t very good at altering people’s beliefs. That’s because our rational brains are fitted with not-so-evolved evolutionary hard wiring. One of the reasons why conspiracy theories spring up with such regularity is due to our desire to impose structure on the world and incredible ability to recognise patterns. Indeed, a recent study showed a correlation between an individual’s need for structure and tendency to believe in a conspiracy theory.

Take this sequence for example:

0 0 1 1 0 0 1 0 0 1 0 0 1 1

Can you see a pattern? Quite possibly – and you aren’t alone. A quick twitter poll (replicating a much more rigourous study) suggested that 56% of people agree with you – even though the sequence was generated by me flipping a coin.



It seems our need for structure and our pattern recognition skill can be rather overactive, causing a tendency to spot patterns – like constellations, clouds that looks like dogs and vaccines causing autism – where in fact there are none.
Can you see what I see?

The ability to see patterns was probably a useful survival trait for our ancestors – better to mistakenly spot signs of a predator than to overlook a real big hungry cat. But plonk the same tendency in our information rich world and we see nonexistent links between cause and effect – conspiracy theories – all over the place.
Peer pressure

Another reason we are so keen to believe in conspiracy theories is that we are social animals and our status in that society is much more important (from an evolutionary standpoint) than being right. Consequently we constantly compare our actions and beliefs to those of our peers, and then alter them to fit in. This means that if our social group believes something, we are more likely to follow the herd.

This effect of social influence on behaviour was nicely demonstrated back in 1961 by the street corner experiment, conducted by the US social psychologist Stanley Milgram (better known for his work on obedience to authority figures) and colleagues. The experiment was simple (and fun) enough for you to replicate. Just pick a busy street corner and stare at the sky for 60 seconds.

Most likely very few folks will stop and check what you are looking at – in this situation Milgram found that about 4% of the passersby joined in. Now get some friends to join you with your lofty observations. As the group grows, more and more strangers will stop and stare aloft. By the time the group has grown to 15 sky gazers, about 40% of the by-passers will have stopped and craned their necks along with you. You have almost certainly seen the same effect in action at markets where you find yourself drawn to the stand with the crowd around it.

The principle applies just as powerfully to ideas. If more people believe a piece of information, then we are more likely to accept it as true. And so if, via our social group, we are overly exposed to a particular idea then it becomes embedded in our world view. In short social proof is a much more effective persuasion technique than purely evidence-based proof, which is of course why this sort of proof is so popular in advertising (“80% of mums agree”).

Social proof is just one of a host of logical fallacies that also cause us to overlook evidence. A related issue is the ever-present confirmation bias, that tendency for folks to seek out and believe the data that supports their views while discounting the stuff that doesn’t. We all suffer from this. Just think back to the last time you heard a debate on the radio or television. How convincing did you find the argument that ran counter to your view compared to the one that agreed with it?

The chances are that, whatever the rationality of either side, you largely dismissed the opposition arguments while applauding those who agreed with you. Confirmation bias also manifests as a tendency to select information from sources that already agree with our views (which probably comes from the social group that we relate too). Hence your political beliefs probably dictate your preferred news outlets.The difference.

Of course there is a belief system that recognises logical fallacies such as confirmation bias and tries to iron them out. Science, through repetition of observations, turns anecdote into data, reduces confirmation bias and accepts that theories can be updated in the face of evidence. That means that it is open to correcting its core texts. Nevertheless, confirmation bias plagues us all. Star physicist Richard Feynman famously described an example of it that cropped up in one of the most rigorous areas of sciences, particle physics.


“Millikan measured the charge on an electron by an experiment with falling oil drops and got an answer which we now know not to be quite right. It’s a little bit off, because he had the incorrect value for the viscosity of air. It’s interesting to look at the history of measurements of the charge of the electron, after Millikan. If you plot them as a function of time, you find that one is a little bigger than Millikan’s, and the next one’s a little bit bigger than that, and the next one’s a little bit bigger than that, until finally they settle down to a number which is higher.”

“Why didn’t they discover that the new number was higher right away? It’s a thing that scientists are ashamed of – this history – because it’s apparent that people did things like this: When they got a number that was too high above Millikan’s, they thought something must be wrong and they would look for and find a reason why something might be wrong. When they got a number closer to Millikan’s value they didn’t look so hard.”
Myth-busting mishaps

You might be tempted to take a lead from popular media by tackling misconceptions and conspiracy theories via the myth-busting approach. Naming the myth alongside the reality seems like a good way to compare the fact and falsehoods side by side so that the truth will emerge. But once again this turns out to be a bad approach, it appears to elicit something that has come to be known as the backfire effect, whereby the myth ends up becoming more memorable than the fact.

One of the most striking examples of this was seen in a study evaluating a “Myths and Facts” flyer about flu vaccines. Immediately after reading the flyer, participants accurately remembered the facts as facts and the myths as myths. But just 30 minutes later this had been completely turned on its head, with the myths being much more likely to be remembered as “facts”.

The thinking is that merely mentioning the myths actually helps to reinforce them. And then as time passes you forget the context in which you heard the myth – in this case during a debunking – and are left with just the memory of the myth itself.

To make matters worse, presenting corrective information to a group with firmly held beliefs can actually strengthen their view, despite the new information undermining it. New evidence creates inconsistencies in our beliefs and an associated emotional discomfort. But instead of modifying our belief we tend to invoke self-justification and even stronger dislike of opposing theories, which can make us more entrenched in our views. This has become known as the as the “boomerang effect” – and it is a huge problem when trying to nudge people towards better behaviours.

For example, studies have shown that public information messages aimed at reducing smoking, alcohol and drug consumption all had the reverse effect.
Make friends

So if you can’t rely on the facts how do you get people to bin their conspiracy theories or other irrational ideas?

Scientific literacy will probably help in the long run. By this I don’t mean a familiarity with scientific facts, figures and techniques. Instead what is needed is literacy in the scientific method, such as analytical thinking. And indeed studies show that dismissing conspiracy theories is associated with more analytic thinking. Most people will never do science, but we do come across it and use it on a daily basis and so citizens need the skillsto critically assess scientific claims.

Of course, altering a nation’s curriculum isn’t going to help with my argument on the train. For a more immediate approach, it’s important to realise that being part of a tribe helps enormously. Before starting to preach the message, find some common ground.

Meanwhile, to avoid the backfire effect, ignore the myths. Don’t even mention or acknowledge them. Just make the key points: vaccines are safe and reduce the chances of getting flu by between 50% and 60%, full stop. Don’t mention the misconceptions, as they tend to be better remembered.

Also, don’t get the opponents gander up by challenging their worldview. Instead offer explanations that chime with their preexisting beliefs. For example, conservative climate-change deniers are much more likely to shift their views if they are also presented with the pro-environment business opportunities.

One more suggestion. Use stories to make your point. People engage with narratives much more strongly than with argumentative or descriptive dialogues. Stories link cause and effect making the conclusions that you want to present seem almost inevitable.

All of this is not to say that the facts and a scientific consensus aren’t important. They are critically so. But an an awareness of the flaws in our thinking allows you to present your point in a far more convincing fashion.

It is vital that we challenge dogma, but instead of linking unconnected dots and coming up with a conspiracy theory we need to demand the evidence from decision makers. Ask for the data that might support a belief and hunt for the information that tests it. Part of that process means recognising our own biased instincts, limitations and logical fallacies.

So how might my conversation on the train have gone if I’d heeded my own advice… Let’s go back to that moment when I observed that things were taking a turn down crackpot alley. This time, I take a deep breath and chip in with.

“Hey, great result at the game. Pity I couldn’t get a ticket.”

Soon we’re deep in conversation as we discuss the team’s chances this season. After a few minutes’ chatter I turn to the lunar landing conspiracy theorist “Hey, I was just thinking about that thing you said about the moon landings. Wasn’t the sun visible in some of the photos?”

He nods.

“Which means it was daytime on the moon, so just like here on Earth would you expect to see any stars?”

“Huh, I guess so, hadn’t thought of that. Maybe that blog didn’t have it all right.”

SOURCE:
https://theconversation.com/why-people-believe-in-conspiracy-theories-and-how-to-change-their-minds-82514?utm_content=buffer54c4e&utm_medium=social&utm_source=twitter.com&utm_campaign=buffer(accessed 23.8.17)


Tuesday, 22 August 2017

Can Anything Be Performance Art?







From Joseph Beuys cozying up with coyotes to Amalia Ulman pulling a Kardashian-grade Instagram takeover, “performance art” seems to only be limited by what its audience is willing to designate as such. Outside the conventional art world, the mantle of performance has been taken up by the famous (Solange’s much heralded Guggenheim takeover) and the infamous (the lawyer of alt-right misinformation king and Infowars founder Alex Jones attempting to offload his client’s on-air hate speech as an elaborate performance piece).

So how can you separate out the genuine from the inauthentic, and why does performance continue to straddle these boundaries? Is it the synchrony between our increasingly accelerated lifestyles and the ephemeral, reactive nature of performance art? Is it because the medium is particularly well-suited to the protest movements, urgency, and ambiguity framing our global politics? And how have new media and post-internet aesthetics redefined the look, feel, and political potential of performance art in the 21st century?

Answering these myriad questions means tracing the history of performance. Beginning with the so-called “performative turn” of the 1960s, which built up the medium’s (literal) street cred as a boundary-defying movement that would radically redefine the future of art in the second half of the 20th century, we track the evolution of performance and speculate on the reasons behind its impact today.


The Grandparents of Modern Performance










It’s safe to say that after the ’60s, performance art was never the same. Trumpeting political freedom and economic opportunity, post-war America emerged as the world’s major hub for all things avant-garde. Europe’s budding art stars—from Eva Hesse to Claes Oldenburg—poured into New York City to take part in this cultural explosion. Meanwhile, the bohemian rock-n-roll flair ushered in by the likes of the Velvet Underground fused with the experimental performances of Pop Art darlings like Andy Warhol and his Exploding Plastic Inevitable events to create an unprecedented public hunger for happenings that washed over the streets of New York.

Most importantly, the “performative turn” of the ’60s emerged from a distinct moment of political and cultural upheaval across America. From the emergent civil rights movement and race riots that ripped through its cities, to the blossoming of sociology with Jane Jacobs’s Death and Life of Great American Cities (1961), to seismic political events like the assassination of John F. Kennedy in 1963, America in the 1960s exposed the hypocrisy and weakness in the government’s handling of both global and domestic affairs.

SOURCE:
https://www.artsy.net/article/artsy-editorial-performance-art(accessed 22.8.17)

What is it like to experience mental health problems?




We’ve rounded up some of the research we’ve covered over the years that’s explored what it’s like to live with mental health problems, from obsessive compulsive disorder to hearing voices. Psychologists call these kind of studies “qualitative research”, where the aim is not to put a score against particular symptoms, but to discover the first-hand perspective and experience of the people who take part, based on their own words. Such studies are often distressing to read, but their insights make a vital contribution to our understanding of the human condition.

Depression feels like a kind of emptiness


A recurring theme from interviews with seven people diagnosed with depression was their sense of depletion and emptiness, both bodily and in thinking about the past and future. “It’s like something’s gone inside me and swept my happiness away,” said one participant. “I feel like sometimes my life is on hold,” said another. Isolation was another key theme, as captured by this man’s description: “You get into a state I think mentally where, you’re just like out on an island … You can see from that island another shore and all these people are there, but there’s no way that you can get across [ ] or there is no way that you want to get across.” Writing in 2014, the researchers Jonathan Smith and John Rhodes said it was clear that all the interviewees had in common that they felt alone, empty and that they had no future.


Selective mutism does not feel like a choice
People with selective mutism can’t speak in certain situations even though there is nothing physically wrong with their vocal chords and they don’t have brain damage. Four people diagnosed with the condition were interviewed via Skype’s instant messenger interface. Their descriptions challenged the traditional idea that selective mutism is a choice. “It isn’t me,” said one participant. “I know who I am and I’m not shy or quiet, maybe that makes it harder. When I’m with my parents I can be myself but around everyone else it’s like it [selective mutism] takes over. I can get the words in my head but something won’t let me say them and the harder I try the more of a failure I feel like when I can’t.” The interviewees also revealed how the condition became self-fulfilling as people came to expect them to stay silent. And they talked about the extreme loneliness they experienced. “It’s like that scene from Scrooge where he looks through the window and he can see people having fun being together,” said one interviewee. “I’ll always be stuck outside looking in.”


To be a refugee with psychosis is to feel there is no future
The first-hand experience of refugees with symptoms of psychosis was documented for the first time in a heart-wrenching study published this year. Based on interviews with seven African refugees or asylum seekers, the researchers identified six main themes: bleak agitated immobility; trauma-related voices and visions (mostly the sounds or sights of lost relatives or attackers from the past); fear and mistrust; a sense of a broken self; the pain of losing everything; and the attraction of death. The last theme was captured by the words of 26-year-old Sando: “The worst part,” he said, “is I keep harming myself, … and you know knocking my head to the wall, kinda too much stuff in there, you know, I just want to open my head and finish with this.”


Some people have a love-hate relationship with their OCD
Based on their hour-long interviews with nine people diagnosed with obsessive-compulsive disorder, the researchers Helen Murphy and Ramesh Perera-Delcourt identified three main themes: “wanting to be normal and fit in”; “failing at life”; and “loving and hating OCD.” The first two themes were often related to the painful situations provoked by the interviewees’ compulsions. One man who house-shared described how he had to scrub the entire bathroom with powerful cleaning product for an hour every day before he could use it. But at the same time, the interviewees explained how they actually feared losing the crutch that the condition provides. “I wish I could do that [stop checking], I wish I could stop,” one man said, adding: “Well, not totally.”


Being labelled as “schizophrenic” feels hugely stigmatising but also unlocks much-needed treatment
In a 2014 study, seven patients diagnosed with schizophrenia described their dilemma: they needed the diagnosis to access treatment, but had also feared and avoided the label because of the stigma associated with it. The interviewees said they tried to hide their diagnosis from people, and they noted how mental health professionals used alternative words like “psychosis” as if aware of the stigma of schizophrenia. “People are always afraid of saying that word to me,” said said one woman, “… because it is a dirty word.” The interviewees also described the chasm between their clinician’s view of the illness as biological (a “chemical imbalance”) and the perspectives of other people in their lives. “My mother … all she said was ‘I told you, it’s because you’re psychic …,” said another interviewee. The researchers said more needs to be done to overcome delays in treatment caused by ill people’s fearful avoidance of a diagnosis.


For many people who self-harm, seeing their own blood makes them feel calm
Among 64 people who self-harm, recruited from a mass screening of 1,100 new psychology students, just over half said that the sight of their own blood was important to them. The most common explanation the students gave was that seeing their blood made them feel calm. Other explanations were that it “makes me feel real” and shows that “I did it right/deep enough”. Those students who highlighted the importance of seeing their blood tended to cut themselves more often than those who didn’t (a median of 30 times compared with 4 times) and they were more likely to say they self-harmed as a way of regulating their own emotions. Another study from 2013 asked self-harming teenagers to carry a digital device for two weeks, in which to record their motives for self-harming as they occurred. Just over half the sample reported self-harming to achieve a particular sensation, the most common being “satisfaction”, followed by “stimulation” and “pain”.


Anorexia starts out feeling like a solution but then takes over
“Anorexia became a friend,” said Natalie, one of 14 people recovering from anorexia who were interviewed as part of a study published in 2011. “When I was alone … I knew that at least I had A.” Eventually though, for Natalie and the others, anorexia became overpowering, almost like a separate entity which they had to fight against for control of their own mind. As Jon, another interviewee, put it: “It’s like there are two people in my head: the part that knows what needs to be done and the part of me that is trying to lead me astray. Ana [his nickname for anorexia] is the part that is leading me astray and dominates me.”


For some people, mirrors are addictive and imprisoning
A diagnosis of Body Dysmorphic Disorder is made when someone has a disabling and distressing preoccupation with what they see as their perceived physical flaw or flaws. In upsetting interviews that were published this year, 11 people diagnosed with the condition described their complicated, troubling relationship with mirrors. One woman said she’d once stared into a mirror for 11 hours straight, searching for a perspective where she felt good enough about herself to be able to go out. Another interviewee, Jane, described mirrors as “f*cking bastards” and mirror gazing as a “form of self-harm”. The interviewees also described what they perceived as the ugliness of the person staring back at them. “I look like a monster,” said Hannah. Jenny said she is “truly hideous” and “repulsive”. Lucy said: “Everyone else, everyone is beautiful. I just feel that I am that one ugly person.”


People’s experiences of hearing voices vary hugely
Last year, researchers analysed seven previous studies that had explored people’s first-hand experiences of hearing voices. Taken together, the most striking finding was that to hear voices that aren’t there is not a homogenous condition. While most people described attributing an identity to the voices, they differed in whether they saw the voices as separate from their own thoughts or not, and in whether they felt in control of the voices. Those who subscribed to a biomedical account, believing that their voices were caused by a chemical imbalance in the brain, tended to feel less in control of their voices. Similarly, heard voices could interfere with social relationships, for example by making critical comments about friends or family. But voices could also play a beneficial role by reducing loneliness. “I have not got many friends … so the only thing I can stay very close to are the voices and I do stay very close to them,” said one interviewee.


Positive change is a gradual process that is realised suddenly
As well as asking people about their experiences of mental illness, psychologists also research what the process of recovery feels like. In 2007, researchers interviewed 18 women and 9 men diagnosed with conditions like depression and anxiety about their experiences of positive change during Cognitive Behavioural Therapy. “It was gradual but the realisation was sudden,” one interviewee said. Many of the participants could remember the exact moment: “I could actually hear it,” one said. Other themes in the clients’ descriptions of how change happened were: motivation and readiness (“I was desperate to get back to my old self”); tools and strategies (“It’s the changes in behaviour that I learned”); learning (“I would take a lot of stuff home to read about assertiveness”); interaction with the therapist (“…they don’t judge your character or think they know you”); changes to self-perception (“I am a strong person mentally”); and the relief of talking (“Let me get everything out, let me relieve myself of everything”).


SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2015/10/09/what-is-it-like-to-experience-mental-health-problems/(accessed 22.8.17)

Friday, 18 August 2017

Παιδοφιλία, μια σεξουαλική διαταραχή που σοκάρει




Οι σεξουαλικές διαταραχές αποτελούνται από σεξουαλικές δυσλειτουργίες και παραφιλίες, όπου οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες χαρακτηρίζονται από μια κυρίαρχη διαταραχή στη σεξουαλική επιθυμία και στις ψυχο-φυσιολογικές αλλαγές του ατόμου που χαρακτηρίζουν τον κύκλο σεξουαλικής διέγερσης και προκαλούν έντονη ψυχική δυσφορία και προσωπική δυσκολία.
Σεξουαλικές παραφιλίες

Οι παραφιλίες πάλι, χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενες, έντονες σεξουαλικές ορμές, φαντασιώσεις ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν ασυνήθιστα αντικείμενα, δραστηριότητες ή καταστάσεις πολλές φορές αποκλίνουσες από το μέσο όρο μιας κοινωνίας και φαίνεται να προκαλούν μια σημαντική δυσφορία ή πρόβλημα στην κοινωνική, επαγγελματική ή διαπροσωπική ζωή του ατόμου.

Η σχέση μεταξύ σεξουαλικών διαταραχών και εγκληματικής συμπεριφοράς έχει συζητηθεί ευρέως, ειδικά όταν πρόκειται για τις παραφιλίες. Ως εκ τούτου, ορισμένες παραφιλίες και παραφιλικές φαντασιώσεις μπορεί να αφορούν παράνομες πράξεις. Υποθέτοντας ότι ένα άτομο που διαπράττει ένα σεξουαλικό έγκλημα έχει διαγνωστεί ως παραφιλικό, είναι δυνατόν αυτή η διάγνωση πολλές φορές να αντανακλά μια λανθασμένη ιδέα ότι η διαταραχή από μόνη της είναι αρκετή για να συμμετάσχει σε μια εγκληματική συμπεριφορά.
Συσχέτιση σεξουαλικών και εγκληματικών συμπεριφορών

Οι σεξουαλικές λοιπόν διαταραχές φαίνεται να έχουν μεγάλη συσχέτιση με τις εγκληματικές συμπεριφορές, όπως ότι αφορά βιασμούς ή θύματα από σεξουαλικές παρενοχλήσεις, με κύριο επίκεντρο τη συμπεριφορά του θύτη παρά του θύματος, αφού σε πολλές υποθέσεις βρέθηκε να υπάρχει ιστορικό ψυχικής ασθένειας ενώ διαπιστώθηκε ότι η παρουσία της ψυχικής διαταραχής σχετίζεται με εμπρησμούς, ανθρωποκτονίες, απόπειρες ή απειλές βλάβης τρίτων καθώς επίσης και με αρκετά σεξουαλικά εγκλήματα.

Οι πιο συχνές ψυχικές διαταραχές που σχετίζονται με σεξουαλικά αδικήματα ήταν διαταραχές της ανάπτυξης, διαταραχές της νοητικής λειτουργίας και παραφιλίες.

Οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στη συμπεριφορά των ανδρών κι ελάχιστες στην παραβατικότητα των γυναικών. Παρόλα αυτά οι γυναίκες που κατηγορούνται για σεξουαλικά εγκλήματα δείχνουν ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης κι όχι ψυχιατρικής ασθένειας ή σεξουαλικής διαταραχής, οι ίδιες δηλαδή υπήρξαν θύματα σε νεαρές ηλικίες. Η αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας είναι γνωστή σε προφίλ πολλών εγκληματιών στους άνδρες και βγαίνει μαζί με την ψυχοπάθεια κοινή σε πολλούς παιδόφιλους ή άλλους σεξουαλικούς παραβάτες καθώς η νομική διάσταση παραμένει κυρίαρχη. Οι παραφιλίες σε αυτούς τους ανθρώπους είναι μια διαταραχή σε συννοσυρότητα, δηλαδή συνδέται με την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.
Διάγνωση παραφιλικής διαταραχής

Για να διαγνωστεί κάποιος με μια παραφιλική διαταραχή που συνδέει μια εγκληματική συμπεριφορά όπως η παιδεραστία για παράδειγμα που διαβάζουμε ή ακούμε συχνά στις ειδήσεις, θα πρέπει να πληρoί το εξής κριτήριο (DSM-5):

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια σεξουαλική επιθυμία ή συμπεριφορά που περιλαμβάνει την ψυχολογική δυσφορία ενός άλλου ατόμου, τραυματισμό ή θάνατο, ή έχουν επιθυμία για σεξουαλικές συμπεριφορές που περιλαμβάνουν απροθυμία του άλλου προσώπου ή όσων αδυνατούν να δώσουν μια νομική συγκατάθεση.

Ακριβώς το παραπάνω κριτήριο κατατάσσει την παραφιλική σεξουαλική διαταραχή σε κλινική διάσταση και τη διαφοροποιεί από τις παραφιλίες γενικότερα που μπορεί ο όρος πολλές φορές να αφορά άτυπες ή αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις που δεν προκαλούν δυσφορία στο ίδιο το άτομο ή σε τρίτους.

Όταν αναφερόμαστε στη παιδοφιλική διαταραχή εννοούμε πως υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη σκέψη, φαντασίωση και ενέργεια πολλές φορές ψυχαναγκαστικού τύπου κι όχι απλά μια σεξουαλική επιθυμία ή ορμή του ατόμου για ένα ανήλικο, όπου εμφανίζεται για διάστημα 6 μηνών και αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις όπου ένα παιδί έχει κακοποιηθεί από έναν ενήλικα.

Επίσης, αυτό μπορεί να σημαίνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει αυνανιστεί με σεξουαλικές φαντασιώσεις ανηλίκων ή να παρακολουθεί σχετικό πορνογραφικό υλικό το οποίο είναι ένας σημαντικός δείκτης μια παιδοφιλικής συμπεριφοράς και διαταραχής. Αξίζει να τονισθεί πώς η παιδοφιλία δεν είναι σεξουαλικός προσανατολισμός αλλά μια σεξουαλική προτίμηση και διαταραχή που βάζει σε κίνδυνο ανήλικους και εφήβους συνήθως 13 ετών και κάτω από άτομο τουλάχιστον 5 έτη μεγαλύτερο.

Κοινωνικά είναι σημαντικό να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισής της και προστασίας των ανηλίκων μέσα από ψυχολογικές παρεμβάσεις και προγράμματα.

ΠΗΓΗ:
https://www.e-psychology.gr/relations-sexual-disorders/2638-paidofilia.html(accessed 18.8.17)


Punishment vs. Negative Reinforcement + 9 More Pairs of Psych Terms You’re Getting Confused


There are a lot of pairs of terms in psychology that sound as if they refer to the same thing, and can therefore be used interchangeably, when in fact they refer to different concepts that are distinct in important ways. As Emory University professor Scott Lilienfeld and his colleagues point out in their new open-access paper in Frontiers in Education, even experienced psychologists and science communicators sometimes confuse these pairs of terms, which inevitably impedes their understanding of the underlying concepts.

Their new paper outlines 50 “frequently confused term pairs in psychology” from across different fields of psychology and related subjects. “Our list … should hopefully be a modest contribution toward enhancing psychological literacy and critical thinking in psychology more broadly,” they write.

Below we’ve highlighted 10 of the pairs of psychology terms that Lilienfeld and his co-authors believe you might be getting confused (check the full paper for the other 40):



“Negative Reinforcement” versus “Punishment”
A few years ago ABC news reported “British Soccer Players Get Negative Reinforcement“. The story was about the players who’d played badly being made to drive around in an old, uncool car. But this wasn’t negative reinforcement, it was a punishment: an unpleasant experience intended to deter future bad play. Negative reinforcement, by contrast, is a reward in the form of the removal of a previously unpleasant stimulus or experience, thus increasing the likelihood of the behaviour that preceded it.

“Envy” versus “Jealousy”
A lot of us use these terms interchangeably not realising that envy is specifically about the dynamics between two people whereas jealousy involves three or more. A leading researcher in this area is psychologist Richard Smith. He explains at Psychology Today: “Envy occurs when we lack a desired attribute enjoyed by another” whereas “Jealousy occurs when something we already possess (usually a special relationship) is threatened by a third person”.

“Antisocial” versus “Asocial”
Both sound very similar if we’re not paying attention. The clue of course is that the prefix “anti” means against, where as the prefix “a” means without. In psychology, anti-social is often used in the context of antisocial personality disorder, which describes a person who behaves against others, engaging “in reckless, irresponsible, and at times illegal behaviours” (to quote Lilenfeld et al). By contrast, an asocial person is “shy or disinterested in interpersonal contact”. Lilienfeld and his coauthors give the example of a Huffington Post article that conflated this distinction, stating: “the idea that introverts are antisocial or don’t want the company of others is completely false”.

“Obsession” versus “Compulsion”
Easy to confuse, but in terms of Obsessive Compulsive Disorder, obsessions are anxiety-generating repetitive thoughts, urges or images (e.g. “I feel dirty”, “I’ve been contaminated”), whereas compulsions are the behaviours or mental acts that the person performs to try to reduce their anxiety (e.g. hand washing).

“Psychopathy” vs. “Sociopathy”
You might have heard an unpleasant character described as a sociopath and wondered if that’s the same or different from a psychopath. At least in the context of clinical and forensic psychology, Lilienfeld et al explain that a psychopathic personality is defined by a specific mix of features including superficial charm and callousness. Sociopathy on the other hand is not a formal or technical term, and it’s used to mean different things by different people, for example as a synonym for psychopath or to describe someone with a long history of criminal behaviour.

“Serial killer” versus “Mass murderer”
While we’re on the subject of criminal characters, Lilienfeld et al also highlight an important distinction in forensic psychology between types of murderer: Serial killers (e.g. Peter Sutcliffe AKA the Yorkshire Ripper) kill “multiple people in a string of incidents that are separated by ‘cooling off’ periods,” while mass murderers (e.g. Thomas Hamilton, the perpetrator of the mass shooting at a Dunblane school) massacre “a large number of people in a single incident”. For completeness, Lilienfeld’s team add that spree killers form another group: like serial killers, they kill multiple people in separate incidents, but unlike serial killers their “homicidal episodes are not separated by clear-cut cooling-off periods”.

“Mediator” versus “Moderator”
From types of killer to statistical nuance. As Lilienfeld at al explain, “A mediator is a variable, C, that intervenes between two correlated variables A and B, and that accounts at least in part … or entirely … for their statistical association.” Mediators speak to the why of an association. For example, a 2011 study found that listening to prosocial songs like Michael Jackson’s Heal the World was associated with lower aggression and that this seemed to be partly mediated by the effect of the song on listeners’ mood rather than on their thoughts. A moderator, by contrast, “is a variable, C, that statistically affects the direction, magnitude, or both, of the relation between variables A and B”. Lilienfeld et al give the example of the association between negative life events and severity of illness, which is stronger for uncontrollable events (e.g. death of a spouse) than more controllable ones (e.g. divorce). “Moderators tend to address ‘when’, ‘for whom’, and ‘under which’ questions,” Lilienfeld explain.

“Prevalence” versus “Incidence”
What proportion of the population have a mental health diagnosis? The answer would tell you the prevalence of mental health problems. How many people are newly diagnosed with mental health problems in a given year (or other time period)? The answer to that question would tell you the incidence. “More technically,” explain Lilienfeld et al, “prevalence equals incidence multiplied by duration.”

“Coma” versus “Persistent Vegetative State”
Lilienfeld’s team place this one in their miscellaneous category. Coma and persistent vegetative state (PVS) are closely related, they explain, “but should be distinguished”. I covered misconceptions about these states and other disorders of consciousness at length in my 2014 book Great Myths of the Brain. While coma and PVS are both caused by brain damage and are associated with a lack of conscious awareness, there are important differences in the two states: Coma patients’ brains show no sign of a sleep wake cycle because of damage to the reticular system; in contrast PVS patients’ brains have an intact reticular system and show signs of a sleep wake cycle. Indeed, a PVS patient will usually have their eyes open during the wake part of the cycle (which can be confusing for loved ones and give false hope) and their eyes closed during the sleep phase. Also, coma patients are totally unresponsive whereas PVS patients often move and make sounds, and they may respond to noises and momentarily track moving targets with their eyes. Coma patients who survive but don’t wake up may progress to a PVS. If it is believed that a PVS patient has some rudimentary awareness, their diagnosis is changed to “minimally conscious state”.

“Relapse” versus “Recurrence”
To grasp the distinction between relapse and recurrence, it helps also to realise the difference between “remission” from a psychological disorder (a full improvement that has lasted at least four months after treatment) and “recovery” (full improvement that’s lasted more than a year). According to Lilienfeld and his colleagues, relapse is when a condition returns after the start of remission but before recovery. Recurrence, by contrast, is when the condition returns after recovery.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/08/08/punishment-vs-negative-reinforcement-9-more-pairs-of-psych-terms-youre-getting-confused/(accessed 18.8.17)

Friday, 4 August 2017

Γιατί επιλέγω λάθος συντρόφους;






Ερωτευτήκατε… Αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Αυτός είναι ο έρωτας της ζωής σας. Σκέφτεστε ότι δεν είναι σαν τους άλλους, ότι δε θα κάνετε τα ίδια λάθη, ότι αυτή τη φορά είναι διαφορετικά…
Κι όμως, μετά από λίγο καιρό, κι εκείνος/η είναι σαν τους/τις άλλους/ες και εσείς έχετε κάνει τα ίδια λάθη…. Και μένετε πάλι μόνοι, γεμάτοι πικρία και απογοήτευση, με το ίδιο πάλι ερώτημα:
Τι λάθος κάνω; Γιατί επιλέγω τα λάθος άτομα;

Γιατί ο έρωτας τελικά δεν είναι και τόσο τυφλός. Για την ακρίβεια, δεν είναι καθόλου τυφλός.

Όταν επιλέγουμε να σχετιστούμε με έναν άνθρωπο, πέρα από την εμφάνισή του και τα στοιχεία της προσωπικότητάς του που συνειδητά μας αρέσουν, κάνουμε μια παράλληλη επιλογή και σε ένα ασυνείδητο επίπεδο.

Συγκεκριμένα, διαλέγουμε άτομα, που θα μας επιτρέψουν να αναπαράγουμε τα συναισθηματικά μοτίβα, τα οποία ζήσαμε και στην οικογένεια καταγωγής μας, με τους πρώτους μας συντρόφους, τους γονείς μας. Βέβαια, κάνουμε αυτή την επιλογή με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά, με την προσδοκία ότι αυτή η σχέση θα πάει καλά και ότι θα πάρουμε την αγάπη που έχουμε ανάγκη. Αυτό όμως που τελικά γίνεται, είναι ότι οι σύντροφοι που επιλέγουμε, επιβεβαιώνουν και τα τραύματα που ζήσαμε στη σχέση με τους γονείς μας.

Φυσικά, όλα αυτά γίνονται χωρίς τη δική μας επίγνωση. Σε συνειδητό επίπεδο μάλιστα αυτό που επιδιώκουμε είναι να διαλέξουμε ανθρώπους χωρίς τα αρνητικά χαρακτηριστικά των γονιών μας.

Για παράδειγμα, μια γυναίκα που έχει μεγαλώσει με έναν πατέρα απόμακρο και μη διαθέσιμο, μπορεί να επιλέξει για σύντροφό της έναν άντρα που είναι πολύ ανοιχτός, διαχυτικός και κοινωνικός. Η επιλογή αυτή γίνεται με την ελπίδα ότι αυτός ο σύντροφος θα της δίνει την προσοχή του, σε αντίθεση με ό, τι έκανε ο πατέρας της. Όμως, στην πορεία αποδεικνύεται πως αυτός ο πολύ κοινωνικός και διαχυτικός σύντροφος αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να δεσμευτεί και να δημιουργήσει στενή σχέση. Έτσι, αν και μοιάζει πολύ διαφορετικός από τον πατέρα της, αποδεικνύεται κι εκείνος μη διαθέσιμος.

Ή αντίστοιχα, ένας άντρας που έχει μεγαλώσει με μια ελεγκτική και απορριπτική μητέρα, επιλέγει μια γυναίκα πολύ γλυκιά και φροντιστική, με την προσδοκία να ζήσει σε μια τρυφερή και γεμάτη αποδοχή σχέση. Όταν όμως εκείνος χρειάζεται απόσταση, φαίνεται πως η φροντίδα της γίνεται ένα μέσο πίεσης κι εκείνη γίνεται το ίδιο απορριπτική με τη μητέρα του.

Βλέπουμε λοιπόν πως μπορεί τελικά να κάνουμε επιλογές πολύ διαφορετικές από αυτές που νομίζουμε ότι κάνουμε και που θέλουμε συνειδητά να κάνουμε. Και κάπως έτσι, καταλήγουμε σε αδιέξοδα στις σχέσεις και αναρωτιόμαστε τι κάνουμε λάθος. Η απάντηση όμως εδώ είναι ότι δεν κάνουμε κανένα λάθος. Αντίθετα, επιλέγουμε με μαθηματική ακρίβεια τον κατάλληλο άνθρωπο, ο οποίος ταιριάζει με το μοντέλο με το οποίο έχουμε μάθει να σχετιζόμαστε.
Τι μπορώ να κάνω για να σταματήσω να διαλέγω συνέχεια ακατάλληλους συντρόφους;

Αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει στο να επιλέξουμε άτομα με τα οποία να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια πιο ικανοποιητική σχέση είναι να καταρχήν μέσα από τη δουλειά με τον εαυτό μας, να συνειδητοποιήσουμε με ποιον τρόπο σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε να φωτίσουμε και τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε τους συντρόφους μας και στη συνέχεια να ξεχωρίσουμε τι αφορά το παρελθόν μας και να διαμορφώσουμε πιο συνειδητές επιλογές.

ΠΗΓΗ:
https://www.e-psychology.gr/relations-sexual-disorders/2669(accessed 4.8.17)

Thursday, 3 August 2017

Πες μου ένα παραμύθι...: η αξία της αφήγησης στην Εποχή της εικόνας





…Δεν ξέρω κανένα παραμύθι. Κανένα από τα χαμένα αγόρια δεν ξέρει παραμύθια, είπε ο Πήτερ.
Τι φρικτό !, είπε η Γουέντι.
Ξέρεις γιατί τα χελιδόνια χτίζουν τις φωλιές τους στις μαρκίζες των σπιτιών;… Για να ακούνε τα παραμύθια.
J.M. Barrie, Πίτερ Παν ή το παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει.
Η εποχή της εικόνας

Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Στην εποχή των γρήγορων ταχυτήτων στο ίντερνετ, των γρήγορων browsers, της σάρωσης της πληροφορίας. Σε ό, τι αφορά την επικοινωνία, όλα γίνονται πανεύκολα, με το πάτημα ενός κουμπιού, με το άγγιγμα της touch screen του tablet ή του κινητού τηλεφώνου. Μέσα στον εικονικό αυτό κόσμο, στην εικονική πραγματικότητα επικρατεί η παντελής απουσία των αισθήσεων, καθώς όλα περικλείονται αλλά και περιορίζονται ταυτόχρονα, μπροστά σε μία οθόνη.

Ολο και συχνότερα, συναντούμε νεαρούς ενήλικες που παρουσιάζουν κοινές συμπτωματολογίες: κλείνονται στο σπίτι, περνούν την ημέρα σερφάροντας στο ίντερνετ, δημιουργούν μια παράλληλη εικονική ζωή ή ζουν μέσα στο δωμάτιο/φωλιά μέσα στο οποίο αναλώνεται όλη η καθημερινότητα της ζωής τους.

Πρόκειται για νέες παθολογίες ή για νέες συμπτωματολογίες;

Η συστημική προσέγγιση αναφέρει ότι η παθολογία συνδέεται με τις σχέσεις και αποκτά νόημα αν τη δούμε μέσα στα συστήματα των σχέσεων, με τα οποία το άτομο έρχεται σε επαφή.

Σίγουρα υπάρχουν συμπεριφορές των νέων που μας φαίνονται προβληματικές, σαν να αναπληρώνουν κάτι που δεν έχουν. Για πολλούς νέους, οι κοινωνικοί δεσμοί χαλαρώνουν, οι τρόποι του σχετίζεσθαι που έχουν δημιουργήσει είναι διαφορετικοί και ορισμένες φορές, αντιτίθενται σε εκείνους που πραγματοποιήθηκαν από τους σημερινούς ενήλικες όταν ήταν εκείνοι νέοι.

Τα νέα αναδυόμενα κοινωνικά φαινόμενα και τα νέα συμπτώματα αναπτύσσονται μέσα σε έναν εικονικό κόσμο, τον κόσμο του ίντερνετ, των βιντεοπαιχνιδιών, με τη χρήση ενός εργαλείου όπως το facebook.

Ο εθισμός στο Διαδίκτυο, αν και δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως ως κλινική οντότητα, αποτελεί μια προβληματική κατάσταση με αρνητικές συνέπειες στην ατομική, οικογενειακή και εργασιακή πραγματικότητα του χρήστη, η οποία χρήζει αντιμετώπισης.

Μελέτες έχουν καταδείξει ότι η κοινωνικοποίηση είναι ένας από τους πόλους έλξης πίσω από την εθιστική δύναμη του διαδικτύου. Οι δυνατότητες για κοινωνικoποίηση που παρέχει το Διαδίκτυο, ευθύνονται για την υπερβολική ώρα που αφιερώνουν τα άτομα για επαφές σε πραγματικό χρόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, Chat, διαδικτυακών παιχνιδιών. Τα άτομα που συμμετέχουν, στοχεύουν στην ανταλλαγή πληροφοριών, στη συναισθηματική υποστήριξη ή απλά σε μια συζήτηση με άτομα με παρόμοια ενδιαφέροντα.

Ετσι, η σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης εγγράφεται στο κοινωνικό πεδίο ως μία διαδικασία από-συμβολοποιήσεων και τέλους των παραδοσιακών μύθων και των μεγάλων αφηγήσεων, ρήξης του κοινωνικού ιστού και διαρκούς αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του και τους Αλλους. Η κοινωνία μέσα στην κρίση της δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις όπου θα μπορούσε να βρει έκφραση το κάλεσμα στον Άλλο, η συνάντηση με την ετερότητα, η απόδοση νοήματος στην διυποκειμενική αλυσίδα, στο δίκτυο των σημαντικών Αλλων, η ανακάλυψη των ιχνών μιας προσωπικής και διαγενεακής ιστορίας και του νοήματος που αποκτούν μέσα στην ιστορία.
Η Ψυχική διάσταση της εξάρτησης από ένα αντικείμενο

H εξάρτηση από ένα αντικείμενο (internet, τζόγος), έχει την ψυχική διάσταση που ανάγεται στην καταπράυνση μιας οδυνηρής εσωτερικής έντασης που πηγάζει από την αστάθεια του ψυχισμού του ατόμου, στην αναζήτηση ευχαρίστησης, για την αντιμετώπιση του αισθήματος ανίας, πλήξης, ανικανοποίητου που κυριαρχεί μέσα του, στην αναζήτηση έντονων αισθήσεων, για την αποφυγή του συναισθηματικού κενού που πηγάζει από την απουσία εσωτερικών αντικειμένων.

Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο σημαντικό να μας ακούν ; Γιατί είναι τόσο σημαντικό να διηγούμαστε ιστορίες;

Στο έργο του J.M. Barrie «Πίτερ Παν», η ικανότητα της Γουέντι να αφηγείται παραμύθια αποτελεί τόσο μεγάλο πειρασμό για τον Πίτερ, που πείθεται να την πάρει μαζί του. Ετσι, η Γουέντι γίνεται το πρώτο κορίτσι που επιτρέπεται να πετάξει στη Χώρα του Ποτέ- Ποτέ, με διαβατήριο τα δεκάδες παραμύθια που θα αφηγηθεί στα «χαμένα» παιδιά… Ετσι, τα «χαμένα» παιδιά αποκτούν μία «μητέρα» που τους λέει ιστορίες. Στο τέλος του βιβλίου, επιστρέφουν όλα από τη χώρα του Ποτέ εκτός από ένα, τον Πίτερ Παν. Η αφήγηση της Γουέντι δεν είναι ικανή να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το πένθος της δικής του εγκατάλειψης από τη μητέρα του και να βρει ένα νόημα στη ζωή του. Γι’ αυτό και επιλέγει να μείνει μόνος, χαμένος στη χώρα του Ποτέ.

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η σχέση μας με τα παραμύθια αποτελεί λειτουργία διαχρονική, διατρέχει όλη μας τη ζωή και την ιστορία μας, είναι συνυφασμένη με τη φύση μας και την ύπαρξη του κόσμου. Οι ιστορίες, μας κρατούν συντροφιά. Συντροφιά πολύτιμη, υποστηρικτική, παρηγορητική. Μέσα από τα παραμύθια αλλά και τις προσωπικές αφηγήσεις των παλαιότερων γενεών προς τις νεώτερες, βρίσκουμε τρόπους να ξεπερνάμε τα εμπόδια, να ανακαλύπτουμε εναλλακτικές λύσεις, να προσεγγίζουμε διαφορετικούς τρόπους να υπάρχουμε. Η αφήγηση αναπτύσσει τη θετική σκέψη, τις ανθρώπινες αξίες, τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, το νόημα της ίδιας της ζωής.

Σε όλους τους πολιτισμούς, υπάρχει ο βασικός μύθος που απαντάται στις ανθρώπινες αφηγήσεις ανά τους αιώνες, η ιστορία του ήρωα που βαίνει προς την ολοκλήρωσή του, ξεπερνώντας δύσκολα εμπόδια. Είναι οι κοινές ιδέες των μύθων που προέρχονται από το κοινό πεδίο, την ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα.

Οι ιστορίες μας βοηθούν στη μετάβαση από το ένα στάδιο της ζωής μας στο άλλο. Δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα «Τι είναι πραγματικά ο κόσμος ;», «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».

Ο μύθος, το παραμύθι, μπορούν να οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόηση και στην αντιμετώπιση καταστάσεων όχι με έναν ορθολογικό τρόπο, αλλά μέσα από τα σύμβολα και την ασφάλεια που αυτά παρέχουν. Οι μύθοι συνδέουν την φαντασία με την πραγματικότητα. Κάθε φορά που λέγεται μία ιστορία, τόσο ο αφηγητής όσο και ο ακροατής σαλπάρουν για ένα ταξίδι εσωτερικής και εξωτερικής διερεύνησης. Η επιθυμία να αφηγηθούμε την ιστορία μας, αλλά και η δυνατότητα να προχωρήσουμε μέσα από αυτήν, είναι σημαντικά βήματα προς την ωρίμανση. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο μεγαλώνουμε αλλά και αποκαλύπτουμε τον αληθινό μας εαυτό.

Η εικόνα μπλοκάρει, αδρανοποιεί τη φαντασία. Η αφήγηση φτιάχνει εικόνες, αφήνει να αναδυθούν συναισθήματα. Η μορφή και η δομή των παραμυθιών υποβάλλουν στο άτομο εικόνες με τις οποίες μπορεί να δομήσει τις ονειροπολήσεις του και να προσανατολιστεί καλύτερα στη ζωή του. Η ταύτιση και η κατανόηση είναι άμεσες. Το παραμύθι κινείται στο χώρο του φανταστικού όπου όλα επιτρέπονται, η δικαιοσύνη πάντα νικάει και στο τέλος οι καλοί δικαιώνονται. Το παιδί δομεί, έτσι, την εμπιστοσύνη του στη ζωή και στους ανθρώπους και βλέπει θετικά τον εαυτό του. Ταυτίζεται με τους ήρωες, καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του, βάζει σε τάξη το εσωτερικό του χάος.

Το παραμύθι δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αναγνωρίσει τα δικά του συναισθήματα και να βιώσει καταστάσεις που λειτουργούν λυτρωτικά για τον ίδιο. Η προσωποποίηση των συμβολικών στοιχείων μπορεί να μας δώσει έρωτα, χορό, θυμό , αντιδράσεις , γέλιο, κλάμα. Η αφήγηση γίνεται έργο, πράξεις, διάλογος.


Ο μύθος είναι ένα πολύ δυνατό μέσο αυτογνωσίας από μόνο του.

Διηγούμαστε στην προσπάθειά μας να βρούμε νόημα στη ζωή μας. Το να κατανοήσει κανείς με σιγουριά το νόημα που έχει ή θα έπρεπε να έχει η ζωή του, σημαίνει ότι έχει πετύχει την ψυχολογική ωριμότητα. Σε κάθε ηλικία επιδιώκουμε και πρέπει να είμαστε ικανοί να βρούμε μέρος του νοήματος, ανάλογα με το πώς έχουν αναπτυχθεί η νόηση και η κατανόησή μας.

Για να βρει κανείς βαθύτερο νόημα πρέπει να γίνει ικανός να υπερβεί τα στενά όρια της εγωκεντρικής ύπαρξης και να πιστέψει πως η συμβολή του στη ζωή θα είναι σημαντική, αν όχι τώρα, τουλάχιστον στο μέλλον. Αυτό το αίσθημα είναι αναγκαίο για να αισθάνεται κανείς ικανοποιημένος με τον εαυτό του και με ό, τι κάνει. Τα θετικά συναισθήματα μας δίνουν τη δύναμη να αναπτύξουμε τη λογική μας. Μονάχα η ελπίδα για το μέλλον, μπορεί να μας στηρίζει στις αντιξοότητες που αναπόφευκτα θα συναντήσουμε.

Αν οι άνθρωποι ανατρέφονταν, έτσι, ώστε η ζωή να έχει νόημα γι’ αυτούς, τότε δεν θα χρειάζονταν ειδική βοήθεια. Ετσι, οι άνθρωποι φτάνουν στην απόγνωση, λόγω της ανικανότητάς τους να αναπτύξουν και να διατηρήσουν ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Φτάνουν σε απόγνωση, ως αποτέλεσμα της αναμέτρησής τους με σκληρά δεδομένα της ανθρώπινης μοίρας, με τα δεδομένα της ζωής. Σύμφωνα με τον Ir.Yalom, τέσσερις βασικές έγνοιες του ανθρώπου, συνδέονται με την ψυχοθεραπεία : «ο θάνατος, η απομόνωση, το νόημα της ζωής και η ελευθερία.»

Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία, είναι από μόνη της μία αφήγηση: η αφήγηση του θεραπευόμενου στον θεραπευτή, όπου υπάρχει πάντα ένας αφηγητής και ένας ακροατής. Ο θεραπευόμενος εξιστορεί το δικό του μύθο, τη δική του ψυχική πραγματικότητα, ξανά και ξανά, μέχρις ότου βρεθεί το νόημα πίσω από τις λέξεις, που καθοδηγεί την πορεία των επιλογών του, μέσα στη ζωή. Η ψυχοθεραπεία γίνεται η διαδικασία βαθμιαίας αποκάλυψης όπου ο θεραπευτής επιχειρεί να γνωρίσει τον ασθενή όσο πληρέστερα γίνεται. Αποτελεί μία βαθιά και περιεκτική εξερεύνηση της πορείας και του νοήματος της ζωής του ανθρώπου, καθώς ασχολείται με τα παράδοξα της ύπαρξης, με την αμφιθυμία ως κινητήριος δύναμη του ψυχισμού.

Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να ξαναπροσεγγίσουμε την αξία του να μιλάμε, να αφηγούμαστε αλλά και να αφήνουμε να μας αφηγηθούν τις καθημερινές τους ιστορίες, οι φίλοι, οι αγαπημένοι μας, τα παιδιά μας, οι μαθητές μας. Η αξία της αφήγησης είναι που καθιστά την ψυχοθεραπεία « δώρο», όπως αφηγείται ο IrvinYalom. Η ενσυναίσθηση, η υποστήριξη, η συμμετοχή του θεραπευόμενου στη ψυχοθεραπευτική διαδικασία, η αποδοχή ότι εν τέλει σε αυτό το μακρύ ταξίδι προς την αυτογνωσία, θεραπευτής και θεραπευόμενος είναι συνταξιδιώτες και συνοδοιπόροι, η σημαντικότητα του ασθενή για τον θεραπευτή του, είναι οι παράγοντες τελικά που επουλώνουν το τραύμα και δίνουν τη δυνατότητα βίωσης επανορθωτικής εμπειρίας που οδηγεί στην ίαση και θεραπεία.

Ο ψυχοθεραπευτικός τόπος και χρόνος, γίνεται αυτός ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότηταπου περιγράφει ο J.M.Barrie. Ο ενδιάμεσος χώρος που δημιουργείται μέσα στο πλαίσιο των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών, όπου η δημιουργία και η αφήγηση μίας ιστορίας από τη φαντασία αλλά και την ψυχική πραγματικότητα συνάμα του ασθενούς, βρίσκει τη θέση της στο ψυχικό του παρόν και μέλλον._



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Λουλές Β. « Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί. Παραμύθια για πάντα». (ντοκιμαντέρ)
2. Μάτσα Κ. «Ψυχοθεραπεία και Τέχνη στην Απεξάρτηση», 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Τέχνη και Ψυχιατρική», 20-23 Μαίου 2010
3. Mάτσα Κ. «Φαντασία κα οδύνη της ψυχής», 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Τέχνη και Ψυχιατρική», 20-23 Μαίου 2010
4. Παπαδογεωργοπούλου Α. «Παιδιά-«πτυσσόμενα τηλεσκόπια»… όταν ανακάλυψαν το μαγικό χαλί της Παιγνιοθεραπείας» Εκδ. Κοντύλι, Αθήνα 2010
5. Σφακιανάκης Εμ., Σιώμος Κ., Φλώρος Γ. «Εθισμός στο Διαδίκτυο και άλλες Διαδικτυακές Συμπεριφορές Υψηλού Κινδύνου», Εκδ. Λιβάνη, 2012
6. Tσουκαλά Κ. «Lacan και Vygotsky. Η λέξη, το κενό και η διαλογική συνθήκη», Τμήμα Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου 18 ΑΝΩ, Ψ.Ν.Α.-ΔΑΦΝΙ
7. Φιλίππου Δ.-Καραντάνα Π. (2010) Ιστορίες για να ονειρεύεσαι… Παιχνίδια για να μεγαλώνεις… Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
8.Χρόνη Δ., Χουρμούζογλου Μ. «Αποκλειστικά Διαδικτυακές σχέσεις. Παρουσίαση Κλινικής Περίπτωσης. Μία ψυχοδυναμική ανάγνωση» Τμήμα Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου 18 ΑΝΩ Ψ.Ν.Α.-ΔΑΦΝΙ, 2013



ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Bargh J., Mc Kenna K., Fitzsimions Gr., “Can you see the real me ? Activation and Expression of the “True self” on the Internet” Journal of Social Issues Vol.58, No. 1 2002, pp.33-48
2. BarrieJ.M. «Πίτερ Παν ή το παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει», εκδ. ΑΓΡΑ, 1987
3. Bettelheim Br., The Uses of Enchantment, 1976
4. Jennings S., Cattanach A., Meldrum B., Mitchell S., Chesner A. «The Handbook of Dramatherapy», Routlegde, 1994
5 Johnson L. “Creative therapies in the treatment of addictions : the art of transforming shame”, , The Arts in Psychotherapy, Vol.17, pp.299-308
6. Mc Cown J., FischerD., Page R., Homant M.«Internet Relationships : People Who Meet People”, , Cyber Psychology & Behavior, vol. 4, No 5, 2001
7. Mc Kenna K., Grenn A., Gleason M. “Relationship Formation on the Internet : What’s the Big Attraction ? ”, , Journal of Social Issues, Vol. 58, No. 1, 2002, pp.9-31
8. MastropaoloL. « Νέες παθολογίες της εφηβείας ή νέα αναδυόμενα κοινωνικά φαινόμενα ; Το hikikomori είναι αποκλειστικά ιαπωνικό;», Περιοδ. Συστημική σκέψη και Ψυχοθεραπεία, Τεύχος 3, 2014
9. WinnicottD. (1980) Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
10. YalomE., «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», εκδ. ΑΓΡΑ, 2004
11. YalomE., «Η Μάνα και το νόημα της Ζωής», εκδ. ΑΓΡΑ, 2007



ΠΗΓΗ:
https://www.e-psychology.gr/diafora-themata-psychologias/2576-aksia-tis-afigisis.html(accessed 3.8.17)