Γράφει η Ίντα Ελιάου
Τα θύματα είτε νέων είτε παλιότερων μορφών κακοποίησης βιώνουν ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων μέσα στο οποίο εγκλωβίζονται. Τα συναισθήματα αυτά διαρκώς θεριεύουν, διογκώνονται, κυριεύουν το άτομο και το εκβιάζουν σε ατέρμονη σιγή. Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου, το παρακάτω άρθρο θα επικεντρωθεί στο συναισθηματικό συνονθύλευμα που φράζει το στόμα των ενήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης συγκεκριμένα, κατά την παιδική τους ηλικία. Γιατί λοιπόν, είναι τόσο δύσκολο να κοιτάξει κανείς αυτό που του συνέβη κατάματα, πόσο μάλλον να μιλήσει γι ‘αυτό;
Ντροπή:
Η ντροπή αποτελεί το μεγαλύτερο θέμα στην κακοποίηση. Μάλιστα, και μόνο η συζήτηση για ντροπή, φέρνει πολύ ντροπή, γι’ αυτό και αποφεύγεται (Raine, 1998). Η ντροπή είναι ο ανυπέρβλητος φόβος του να αποκαλυφθεί ποιος πραγματικά είναι κανείς. Διεισδύει στο άτομο από κάτι εξωτερικό όπως σημαντικοί άλλοι, κυρίως στην παιδική ηλικία και στη συνέχεια εσωτερικεύεται (Raine, 1998). Εσωτερικεύεται και γίνεται τοξική όπου τα πάντα γύρω από το άτομο και όλοι ερμηνεύονται ως ντροπιαστικά. Δεν χρειάζεται πλέον το περιβάλλον για να νιώσει το άτομο ντροπή διότι η ντροπή είναι συνεχώς μέσα του (Gilbert, 1998).
Η σεξουαλική κακοποίηση συγκεκριμένα, είναι κάτι τόσο ντροπιαστικό για το θύμα διότι συνδέεται πάρα πολύ άμεσα με το σώμα του ατόμου και τη σεξουαλικότητά του σε σύγκριση με μια ληστεία ή ένα ξυλοδαρμό. Με έναν τρόπο τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κουβαλάνε μέσα τους την ντροπή που ανήκει στον θύτη τους (Raine, 1998). Και έτσι μέσα από το πρίσμα της, αισθάνονται πως η κακοποίηση που υπέστησαν μπορεί να διαστρεβλώσει τον τρόπο που τους αντιλαμβάνονται οι άλλοι όπως και την ίδια την σεξουαλικότητά τους (Fontes, 2007).
Δυστυχώς, η ντροπή αυτή που καβαλά το άτομο δεν εξαφανίζεται με το πέρας της παιδικής ηλικίας παρά κρατάτε μέσα του, εκκολάπτεται και εμφανίζεται μέσα από ποικίλες συμπεριφορές που υιοθετεί το άτομο και χρησιμοποιεί ακόμα και στην ενήλικη ζωή του (Heffner, 2002).
Αδυναμία, ανισχυρότητα:
Άλλα συναισθήματα που σφραγίζουν το στόμα των θυμάτων είναι αυτά της αβοηθησίας, αδυναμίας και του πόνου. Τα παιδιά - θύματα, δεν υποφέρουν μονάχα από την σεξουαλική κακοποίηση αλλά από όλο το περιβάλλον στο οποίο ζουν, που συνήθως είναι κρύο, σκληρό, ελεγκτικό, γεμάτο φόβο, άγχος και παραμέληση (Fontes, 2007). Έτσι το παιδί βρίσκεται διαρκώς να είναι αβοήθητο: δεν μπορεί να μιλήσει ή όταν μιλάει για αυτό που περνάει δεν ακούγεται. Είναι αδύναμο: δεν μπορεί να κάνει τίποτα και είναι στο έλεος των ενηλίκων (Bogorad, 1998). Και βρίσκεται σε τρομακτικό πόνο: αιμορραγεί εσωτερικά και τίποτα δε του φέρει ανακούφιση.
Ο αβάσταχτος αυτός πόνος συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή όπου η έλλειψη προσωπικών ορίων, στο οποίο το αβοήθητο, χωρίς δικαιώματα παιδί είχε μάθει, επιτρέπει και στον ενήλικα να δέχεται συμπεριφορές που άλλα άτομα ποτέ δεν θα δεχόταν. Έτσι, θυματοποιείται (Grauerholz, 2000), γίνεται ευάλωτο ή αντιθέτως υπερελεγκτικό και χειριστικό (Heffner, 2002), χαρακτηριστικά έντονα και στη θεραπεία όπου το άτομο αρχίζει υποσυνείδητα να λειτουργεί ελεγκτικά ‘σπάζοντας’ διαρκώς το θεραπευτικό πλαίσιο. Π.χ. δεν πληρώνει, καθυστερεί, απουσιάζει κ.α.
Θυμός:
Ο θυμός είναι μια πολύ δυνατή δύναμη, κλειδωμένη μέσα στο άτομο, η οποία μπορεί να προκαλέσει τρομερή καταστροφή στον εαυτό (Negrao et al., 2005), και όταν εξωτερικεύεται και είναι εκτός ελέγχου μπορεί επίσης να προκαλέσει βία. Αυτή ακριβώς η έντασή του, είναι που τρομάζει τόσο καθώς βιώνεται εσωτερικά ως κάτι το πολύ καταστροφικό παρόλο που μπορεί να είναι επίσης πηγή παρακίνησης για αλλαγές (De Zulueta, 2006).
Ο θυμός είναι ένα δευτερογενές συναίσθημα που σημαίνει πως πάντα υπάρχει ένα άλλο συναίσθημα που κρύβεται από κάτω, το συναίσθημα του πόνου (De Zulueta, 2006). Αυτοί που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης, πονάνε. Μπορεί να φαίνονται ήρεμοι και συγκαταβατικοί μα μέσα τους είναι γεμάτοι θυμό, οργή, εχθρικότητα που τους ταλανίζει. Θυμό για πολλούς ανθρώπους (De Zulueta, 2006): Τον θύτη, τον άλλο γονέα ή συγγενή, την κοινωνία, το σχολείο, την εκκλησία. Φυσικά αυτός ο θυμός μπορεί να μην αναγνωρίζεται και να μεταφέρεται σε άλλες σχέσεις π.χ. θεραπευτική ή να ξεχειλίζει και εμφανίζεται με διάφορες μορφές- π.χ. ψυχοσωματικά, φοβίες-. Τα στρώματα καταπιεσμένου θυμού που συσσωρεύονται με το πέρασμα του χρόνου οδηγούν στην οργή που δεν επιτρέπει στο άτομο να έχει αντιδράσεις ανάλογες των περιστάσεων μα ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα (Bogorad, 1998).
Αμφιθυμία:
Μία άλλη μεγάλη συνέπεια της σεξουαλικής κακοποίησης είναι ότι αφήνει το θύμα να αισθάνεται μπερδεμένο, ακροβατώντας ανάμεσα σε μια πληθώρα διαφορετικών και πολλές φορές αντιφατικών συναισθημάτων, η οποία ενισχύεται εάν ο θύτης ήταν αγαπημένο πρόσωπο (Heffner, 2002). Αυτή η αμφιθυμία μπερδεύει και διαστρεβλώνει το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον του ατόμου (Bogorad, 1998). Γιατί συμβαίνει αυτό ιδιαίτερα στη σεξουαλική κακοποίηση;
Τα σώματα των παιδιών αντιδρούν στη σεξουαλική διέγερση και βιώνουν ακόμα και απόλαυση παρόλο που αυτό μπορεί παράλληλα να τους προκαλεί αηδία. Παιδιά που ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει κανένας εφησυχασμός ή φροντίδα είναι πεινασμένα για προσοχή. Έτσι ενώ σε καμία περίπτωση δεν προσκαλούν ή ξεκινούν την κακοποίηση, μπορεί να αντλούν ευχαρίστηση από την σεξουαλική προσοχή που δέχονται, αν και ακολουθούν αισθήματα αηδίας, ταπείνωσης (Fontes, 2007; Bogorad, 1998; De Zulueta, 2006). Ακριβώς λοιπόν σε αυτήν την αμφιθυμία έγκειται η χρόνια και παράλογη ψευδαίσθηση που έχουν πως οι ίδιοι ως παιδιά ήταν υπαίτιοι για την κακοποίησή τους (Fontes, 2007; Bogorad, 1998). Και αυτό συνεχίζεται και στη ενήλικη ζωή όπου η σεξουαλική ευχαρίστηση, ακόμα και το φλερτ, ξυπνά αίσθημα ντροπής, ενοχής και μίσους. Έτσι οι σεξουαλικές σχέσεις στιγματίζονται από επιθυμία αλλά και αηδία, και ενοχή (Bogorad, 1998). Αυτό όλο ενισχύεται όταν ο ίδιος ο θύτης ισχυριζόταν πως το θύμα 'συνεργαζόταν' μαζί του ή ότι το ήθελε ή ότι του άρεσε (Fontes, 2007).
Φόβος και Προδοσία:
Όσο πιο κοντινό είναι το άτομο που κακοποιεί τόσο πιο μεγάλη είναι η προδοσία της εμπιστοσύνης, που στιγματίζει το άτομο το οποίο πολλές φορές από μόνο του, βάζει ασυναίσθητα τρικλοποδιά στις σχέσεις του ή προτιμά κακοποιητικές σχέσεις καθώς τότε τουλάχιστον ξέρει τι να περιμένει (Bogorad, 1998; Heffner, 2002).
Τα άτομα αυτά έχουν προδοθεί από τους πιο κοντινούς ανθρώπους τους. Επιπλέον, βαθιά προδοσία είναι και το ότι ενώ ο άλλος γονέας ή συγγενής μπορούσε να έχει βοηθήσει επέλεξε να μην κάνει τίποτα (Bogorad, 1998). Το παιδί τότε δεν είχε που να στραφεί, έμεινε μόνο, μπερδεμένο και αβοήθητο πολύ συχνά κατηγορώντας τον εαυτό του που δεν μιλά, δε ζητά βοήθεια ή ακόμα και για αυτό που του συμβαίνει. Έτσι, και ως ενήλικας δυσκολεύεται να εμπιστευτεί και να επενδύσει σε σχέσεις, φυσικά το ίδιο ισχύει και για τη θεραπευτική, καθώς περιμένει να ξαναπροδοθεί και να ξαναπληγωθεί (Bogorad, 1998).
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο επίκεντρο της κάθε θεραπευτικής προσέγγισης θα πρέπει να είναι η θεραπευτική σχέση, με απώτερο στόχο την δημιουργία και ενίσχυση εμπιστοσύνης. Η θεραπευτική σχέση πρέπει να αποτελεί το εφαλτήριο για την έκφραση και εξερεύνηση επώδυνων συναισθημάτων που μεταβιβάζονται στο θεραπευτή αλλά και στη σχέση μας. H εξερεύνηση των διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, η ξεκάθαρη και σταθερή οριοθέτηση των συνεδριών, η παροχή ενός ασφαλούς και έμπιστου θεραπευτικού περιβάλλοντος γεμάτο αποδοχή, σεβασμό και συναισθηματική επικύρωση, αποτελούν τη βάση της θεραπείας, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του θεραπευόμενου στο θεραπευτή ώστε να επιτευχθεί η συναισθηματική επεξεργασία.
Το τελευταίο πράγμα λοιπόν που θέλει κανείς όταν παλεύει ενάντια όλων αυτών των συναισθημάτων όπως αναφέρει ο Heffner (2002), είναι να μιλήσει. Το παράδοξο όμως είναι, λέει, πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί κανείς από το βάρος αυτό που κουβαλά. Η διαδικασία της θεραπευτικής επεξεργασίας ενός τέτοιου τραύματος όπως αναφέρει η Felicity De Zulueta, (2006) είναι μεγάλη, χρονοβόρα, περίπλοκη και δύσκολη διαδικασία καθώς προϋποθέτει να έρθει το άτομο με όλες τις απώλειες που βίωσε. Μονάχα μέσα από την επεξεργασία του πένθους για όλες αυτές τις απώλειες ο πόνος μπορεί να μετριαστεί.
Καλή θεραπευτική πρακτική:
Η ανάγκη για θεραπευτική βοήθεια ατόμων που έχουν υπάρχει θύματα παλιών ή νέων μορφών κακοποίησης, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία είναι τεράστια. Το γεγονός αυτό από μόνο του αυξάνει δραματικά τη διαφορά που μπορούν οι θεραπευτές να κάνουν στη ζωή αυτών των ατόμων. Αυξάνει τη δική μας ευθύνη. Για καλύτερη και πιο ασφαλή πρακτική θα πρέπει:
- Έμφαση θα πρέπει να παρέχετε στην δημιουργία, εγκατάσταση και εξέλιξη της σχέσης μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου ανεξάρτητα από την μορφή της θεραπευτικής παρέμβασης που δίνεται κάθε φορά.
Έρευνες αναδεικνύουν τη σημασία της εγκατάστασης ασφαλών ορίων για όλους τους πελάτες, μα ιδιαίτερα για αυτούς που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, που φαίνεται να είναι μονίμως καχύποπτοι και ανασφαλείς, μπερδεμένοι όσων αφορά τα προσωπικά τους όρια, τα όρια των άλλων (McGloin & Widom, 2001; Fontes, 2007; Finkelhor & Browne, 1986). Εγκαθιστώντας και διατηρώντας ξεκάθαρα όρια, βοηθά τα άτομα να δουν τη συστηματικότητα και την προβλεψιμότητα των συνεδριών. Αισθάνονται πως έχουν κάποιον έλεγχο στην κατάσταση και επομένως, αισθάνονται λίγο πιο ασφαλείς αφού η εμπιστοσύνη παίρνει πολύ καιρό να εδραιωθεί (Bagley & Ramsay, 1986).
Έρευνες έχουν επιβεβαιώσει πως η συνεχής εξερεύνηση και προώθηση της θεραπευτικής σχέσης αποτελεί βασικό συστατικό που καθορίζει την κάθε θεραπευτική πορεία ανεξαρτήτως θεραπευτικής προσέγγισης ή εθνικής ομοιογένειας μεταξύ θεραπευτή και θεραπευμένου (Goldfried & Davila, 2005; McWilliams, 2004; Luborsky et al. 2002; Ahn & Wampold, 2001; Wampold et al., 1997; Ricker, Nystul & Waldo, 1999; Worden, 2003). Οι Messer & Warren (1995), συγκεκριμένα υποστηρίζουν πως η θεραπευτική σχέση αποτελεί από μόνη της εργαλείο για αλλαγή ανεξάρτητα από τη χρήση μεταβιβαστικών ερμηνειών. Άλλωστε, σύμφωνα με τους Grant & Crawley (2001) και Kahn (1997), η λογική κατανόηση και επεξεργασία της μεταβίβασης από μόνη της, δεν είναι αρκετή. Αλλαγή επιτυγχάνεται μονάχα μετά από πολύ καιρό διερεύνησης της μεταβίβασης μέσα στην ίδια τη θεραπευτική σχέση που διευκολύνει τη βιωματική κατανόηση της κατάστασης.
- Έμφαση θα πρέπει επίσης να δίνεται στην προσωπική υποστήριξη του ιδίου του θεραπευτή: (Pearlman & Stamm, 1995; Figley, 2002; Norcross, 2000).
Σημαντική είναι η διασφάλιση της ψυχικής φροντίδας του ίδιου του θεραπευτή που συχνά έρχεται αντιμέτωπος με τον δευτερογενή τραυματισμό και την επαγγελματική εξουθένωση (De Zulueta, 2006; Wastell, 2005). Απαραίτητη λοιπόν είναι η ύπαρξη σταθερών και συχνών συναντήσεων με έναν επόπτη έμπειρου και με εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στο τραύμα, ο οποίος επιβλέπει τη δουλειά, συμβουλεύει, καθοδηγεί, προτείνει, παρέχει ή παρακινεί για περισσότερη μόρφωση και πληροφόρηση. Κυρίως όμως βοηθά στην αποφόρτιση του θεραπευτή καθώς μαζί συζητούν δυσκολίες, ηθικά διλήμματα, διαπραγματεύονται συναισθηματικά μπλοκαρίσματα (μεταβίβαση, αντιμεταβίβαση, προβλητική ταύτιση).
Ο θεραπευτής επιπλέον, οφείλει να φροντίζει και να εμπλουτίζει συνεχώς την επαγγελματική του εκπαίδευση με παρακολούθηση συνεδρίων, σεμιναρίων, συζητήσεων, προσωπικού διαβάσματος. Τέλος, λόγω της βαρύτητας και τοξικότητας της θεραπευτικής διαδικασίας θα πρέπει να ισορροπεί τη ζωή του ώστε να απολαμβάνει τακτικά διαστήματα ξεκούρασης, να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν, να συναναστρέφεται με φίλους και να έχει υποστηρικτικές σχέσεις ενώ είναι σημαντικό να είναι ανοιχτό πάντα το ενδεχόμενο προσωπικής θεραπείας. Όλα τα παραπάνω υπόκεινται στη σημασία διασφάλισης της ψυχικής φροντίδας του ίδιου του θεραπευτή καθώς η θεραπευτική εργασία με τραύμα πολλές φορές αναβιώνει προσωπικά τραύματα του ίδιου του θεραπευτή ενώ συχνά είναι τα φαινόμενα του δευτερογενή τραυματισμού και της επαγγελματικής εξουθένωσης, (De Zulueta, 2006; Wastell, 2005; Pearlman, & Stamm, 1995; Figley, 2002; Norcross, 2000).
ΠΗΓΗ:
Απόσπασμα από: Ελιάου, Ι. (2014). Η θεραπευτική κατανόηση και επεξεργασία της σιγής που σφραγίζει το στόμα του θύματος, σελ. 259-267, στο Γιωτάκος, Ο., Τσιλιάκου Μ., Τσίτσικα, Α. & Τσουβέλας, Γ. (2014). Νέες μορφές κακοποίησης παιδιού & εφήβου. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ.