Showing posts with label σχιζοφρένεια. Show all posts
Showing posts with label σχιζοφρένεια. Show all posts

Friday, 2 February 2018

Για την κατάργηση του όρου Σχιζοφρένεια


Πρόσφατα λάβαμε το παρακάτω mail από τον Brian Koehler, εξέχοντα Αμερικανό ερευνητή θεμάτων όπως η επίδραση του υπερβολικού στρες, της κοινωνικής απομόνωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού στον εγκέφαλο, η απαρτίωση νευροπεπιστημονικών μελετών και ψυχοκοινωνικών μοντέλων και άλλων συναφών θεμάτων. Ο Brian Koehler διδάσκει στα Πανεπιστήμια CUNY, NYU και Columbia και είναι εκ των εκδοτών του επιστημονικού περιοδικού “Psychosis: Psychological, Social and Integrative Approaches.” Προωθούμε μαιλ του μιας και αποτελεί μια σημαντική αφορμή να κρατήσουμε ανοικτό το διάλογο σχετικά με το θέμα των διαγνώσεων και των ταξινομητικών κατηγοριών στην ψυχική υγεία.

Πιο συγκεκριμένα στο κείμενο που ακολουθεί μας καλεί να συμπαρασταθούμε σε ένα ψήφισμα που απευθύνεται στην Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για την κατάργηση του όρου “σχιζοφρένεια”. Αν και, ΄συμφωνα με τη γνώμη πολλών από εμάς, οι σημαντικές αλλαγές δεν έρχονται με ψηφίσματα (αν και οι τελικές διαγνωστικές κατηγορίες του DSM είναι προϊόν ψηφοφορίας) εντούτοις είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης στάσης που όλο και πιο ευρέως κριτικάρει το κυρίαρχο αναγωγιστικό βιολογικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας. Όλο και πιο ανοικτά υποστηρίζεται ότι δε βοηθάει καθόλου να βλέπει κανείς τα ζητήματα της ψυχικής υγείας ως ασθένειες με βιολογικές αιτίες. Όπως αναφέρει και η Δρ. Λούσυ Τζόνστον “υπάρχουν πλέον συντριπτικά στοιχεία ότι οι άνθρωποι καταρρέουν ψυχικά ως αποτέλεσμα ενός περίπλοκου μείγματος κοινωνικών και ψυχολογικών συνθηκών όπως το πένθος και η απώλεια, η φτώχεια και οι διακρίσεις, το τραύμα και η κακοποίηση». Στην ιστοσελίδα μας φιλοξενούμε αρκετά σχετικά κείμενα. Μπορεί κανείς επιπλέον να ανατρέξει και στα παρακάτω:

Σύμφωνα με τους Marius Romme και Sandra Escher (2016) για να λυθεί το πρόβλημα της σχιζοφρένειας και να δώσουμε σε αυτούς τους ανθρώπους μια ευκαιρία να αναρρώσουν, ο μόνος τρόπος είναι να εστιάσουμε στα συμπτώματα και όχι στην αρρώστια. Υπάρχουν πέντε λόγοι για τους οποίους αυτό είναι πιο αποτελεσματικό.
Σε αντίθεση με πολλές άλλες ασθένειες, όπως ο διαβήτης, η σχιζοφρένεια είναι μια μη αποδεδειγμένη έννοια, χωρίς σαφή σχέση με τα συμπτώματα.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας βασίζεται σε μια κατασκευή συμπτωμάτων και όχι στο υπόβαθρό τους. Τα συμπτώματα έχουν το υπόβαθρό τους στα συναισθηματικά προβλήματα του ατόμου, ακόμα και όταν έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια.
Η έννοια της σχιζοφρένειας έχει σοβαρές συνέπειες τόσο στη ζωή των ανθρώπων που έχουν τη διάγνωση όσο και στις οικογένειές τους. Οδηγεί στην παραδοχή ότι οι άνθρωποι αυτοί θα βιώσουν μια ισόβια νόσο και δε θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν καλά στην κοινωνία μας.
Τα ενοχλήματα των ασθενών που έχουν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια αποτελούν κοινές ανθρώπινες διαφοροποιήσεις και όχι αποτέλεσμα μιας ασθένειας.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας είναι επιβλαβής, επειδή δε δίνεται στους ανθρώπους η ευκαιρία να αναρρώσουν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχιατρική εστιάζει στην ασθένεια και όχι στα ενοχλήματα και στα βιώματά τους και δεν τα συσχετίζει με την ιστορία της ζωής των ανθρώπων.


APA Drop the Stigmatizing Term "Schizophrenia"


Ο όρος “σχιζοφρένεια” έχει γίνει συνώνυμος της επικινδυνότητας κι αυτό παρά το γεγονός ότι ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων που διαγιγνώσκονται με τη συγκεκριμένη διάγνωση ασκεί βία προς τρίτους. Αντίθετα η βία και η επιθετικότητα φαίνεται να συχετίζονται περισσότερο με παράγοντες όπως το άρρεν φύλο, η νεαρή ηλικία, η κατάχρηση ουσιών, η έλλειψη στέγης, η έκθεση σε βία, το αίσθημα αδυναμίας, το στίγμα κτλ Ο όρος επίσης έχει συσχετισθεί με το ανίατο. Επικινδυνότητα και απουσία ανάρρωσης μοιάζουν να είναι έμφυτες στη συγκεκριμένη διάγνωση. Ο όρος συμπεριλαμβάνει μια πάρα πολύ ετερογενή ομάδα ανθρώπων με πολύ διαφορετικά συμπτώματα, αιτιολογία, πορεία και πρόγνωση. Είναι ένας όρος στατικός, τραυματικός και στιγματιστικός για τους ανθρώπους στους οποίους δίνεται. Αφαιρεί την ελπίδα και την ικανότητα αυτενέργειας αφού στους ανθρώπους λέγεται ότι έχουν μια γενετική ασθένεια του εγκεφάλου. Όμως η ηλπίδα, η συνεχιζόμενη κοινωνική υποστήριξη και η υποστήριξη από ομότιμους, μαζί με τη δυνατότητα αυτενέργειας είναι απαραίτητες για να διευκολυνθεί η ανάρρωση. Τα αποτελέσματα από εννέα έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και και μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας επισημαίνουν τη δυνατότητα ουσιαστικής ανάρρωσης. Οι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες ανάρρωσης όταν τους προσφέρεται ουσιαστική φροντίδα που είναι αποδεκτή από τους ίδιους. Ίσως πολλά από τα νευροβιολογικά ευρήματα της “σχιζοφρένειας”, που συχνά χαρακτηρίζονται ως μη ειδικά και τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάγνωση μπορούν να εξηγηθούν καλύτερα ως αποτέλεσμα χρόνιου στρες, σχεσιακού και κοινωνικού τραύματος, κοινωνικής απομόνωσης ή/και αποκλεισμού, κοινωνικής συντριβής, οικονομικών αντιξοοτήτων, χαμηλής αυτοεκτίμησης, στίγματος, γονεϊκού στρες, μετανάστευσης, (ειδικότερα από ένα περιβάλλον μη λευκών σε ένα περιβάλλον λευκών), γέννησης και διαμονής σε αστικό περιβάλλον, χαμηλής επίδρασης του μονονουκλεοτιδικού πολυμορφισμού (Singlenucleotide polymorphisms-SNPs) και των πολλαπλών αντιγράφων γονιδίων (Copy number variants – CNV), επιγενετικών αλλαγών στην έκφραση των γονιδίων, την επίδραση των αντιψυχωσικών πρώτης και δεύτερης γενιάς (ενδεικτικά δείτε τη Διαχρονική Μελέτη της Iowa). Είναι ενδεικτικό ότι Αφροαμερικανοί είναι τρεις φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν ως “σχιζοφρενείς”. Επιπλέον η κοινωνική αντιξοότητα μπορεί να ενσωματωθεί βιολογικά με αποτέλεσμα αλλαγές στην επιγενετική έκφραση των γονιδίων, η οποία μπορεί να μεταδοθεί διαγενεακά. Στην Ιαπωνία (διαταραχή κοινωνικής ενσωμάτωσης – intergration disorder), το Χονγκ Κονγκ και την Ταΐβάν (γνωστική-αντιληπτική απορρύθμιση/δυσλειτουργία - cognitive-perceptual dysregulation/dysfunction) και στη Νότια Κορεα (διαταραχή προσαρμογής - attunement disorder) ο όρος “σχιζοφρένεια” έχει καταργηθεί από την ψυχιατρική νοσολογία. Έρευνες στην Ιαπωνία έχουν δείξει ότι τόσο οι λήπτες των υπηρεσιών όσο και οι επαγγελματίες είναι ικανοποιημένοι με αυτή την αλλαγή. Εξέχοντες ψυχίατροι όπως ο Robin Murray στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Jim van Os στην Ολλανδία έχουν παρουσιάσει ισχυρά και πειστικά επιχειρήματα ως προς το γιατί θα πρέπει να καταργηθεί ο συγκεκριμένος όρος. Επίσης ο εκδότης του έγκυρου επιστημονικού περιοδικού Schizophrenia Bulletin πρόσφατα αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να καταργηθεί ο όρος. Πιστεύω ότι τώρα είναι η ώρα να αφήσουμε αυτό τον τόσο στιγματιστικό και επιστημονικά αμφιλεγόμενο όρο, που απομακρύνει την ελπίδα έχοντας εμποτιστεί με ποικίλους μύθους σχετικούς με την απουσία ανάρρωσης και την επικινδυνότητα



Brian Koehler PhD

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 2 June 2015

Σχιζοφρένεια: Μια νόσος με διάσημους ασθενείς






Από την αυγή της ανθρωπότητας ο κόσμος ήταν γεμάτος από όλων των λογιών τις ψυχικές νόσους, με τους ψυχικά ασθενείς να αντιμετωπίζονται με φόβο και καχυποψία.

Κλινικές κυκλοθυμίες, καταθλίψεις, μελαγχολίες και μυαλά που δούλευαν απλώς διαφορετικά από το σύνηθες έχουν συνεισφέρει καθοριστικά στον τομέα τους.



Από απίστευτες εφευρέσεις και μαθηματικές θεωρίες μέχρι ποίηση και τέχνη, οι «τρελοί» είχαν πράγματι κάτι να πουν.

Με αφορμή το θάνατο του η HuffPost Greece σας παρουσιάζει τον John Forbes Nash, Jr και έξι διάσημους που έπασχαν από σχιζοφρένεια.

Jack Kerouac - (1922-1969)

Αρχικά διαγνώστηκε στο στρατό με μια μορφή ψύχωσης. Λόγω της σχιζοφρένιας του έμεινε στο στρατό μόλις δέκα μήνες. Ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Beat Generation και εισηγητής του ομώνυμου όρου.

Vincent van Gogh - (1853-1890)

Η αθρόα κατανάλωση αψεντιού και η πολύωρη εργασία του κάτω από τον καυτό ήλιο της Νότιας Γαλλίας πιστεύεται ότι του προκάλεσαν εγκεφαλική βλάβη, η οποία εκδηλωνόταν με απανωτές επιληπτικές κρίσεις. Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου και πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο «Ο κήπος του Ντωμπινύ» ή για τον πίνακα «Το σιτοχώραφο με τα κοράκια.»

Brian Wilson - (1942-
Owen Sweeney/Invision/AP
Ο πρώην ηγέτης των Beach Boys και βραβευμένος με Grammy είχε πολλά ψυχικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων μανιοκαταθλιπτική διαταραχή που τον ανάγκασε να υποφέροει από παραισθήσεις παρόμοιες με σχιζοφρένεια. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την αιτία των προβλημάτων του, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ναρκωτικών και ενός εγκεφαλικού επεισοδίου.

John Warnock Hinckley, Jr - (1955 -
ASSOCIATED PRESS
Οι ψυχίατροι που έχουν εξετάσει τον άνδρα που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πρόεδρο Ronald Reagan, αποφάνθηκαν ότι είναι σχιζοφρενής.

John Forbes Nash, Jr - (1928 -2015)
AFP via Getty Images
Η μαθηματική ιδιοφυΐα και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών το 1994 υπέφερε από σχιζοφρένεια: παρανοϊκές εκδηλώσεις, ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις και «φωνές». Είχε νοσηλευτεί πολυάριθμες φορές για την πάθησή του, την οποία και κατάφερε να κατευνάσει με εκτεταμένη αντι-ψυχωσική αγωγή. Παρά το γεγονός ότι η καθημερινότητα αποδείχθηκε άθλος για τον ίδιο, συνέχισε να διδάσκει μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

Peter Green - (1946 -

Ο Βρετανός κιθαρίστας Peter Green έγινε διάσημος με τους Fleetwood Mac. Στη δεκαετία του 1970, είχε διαγνωστεί με σχιζοφρενία και υποβλήθηκε σε θεραπεία. Υπήρξαν στιγμές που είχε βίαια επεισόδια με αποτέλεσμα να παραμείνει έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές.



ΠΗΓΗ:
http://www.huffingtonpost.gr/2015/05/25/story-sxizofrenia-fovos_n_7434580.html?1432550132&ncid=fcbklnkgrhpmg00000001(accessed 2.6.15)

Saturday, 25 October 2014

Ακούγοντας Φωνές


Βασικές πληροφορίες για τις Φωνές



Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, οι οποίες δε γίνονται αντιληπτές ως σκέψη, σκέψη που εκφράζεται δυνατά ή κάτι που προέρχεται από τους ανθρώπους γύρω τους. Ωστόσο, οι «φωνές» (που ιατρικά ορίζονται ως ακουστικές ψευδαισθήσεις) που ακούνε τα άτομα είναι αληθινές εμπειρίες και όχι φανταστικές, παρά το γεγονός ότι οι άλλοι δεν μπορούν να τις ακούσουν.

Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να ακούνε μία φωνή ή πολλές φωνές. Η φωνή ή οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες και «καλές» ή μπορεί να είναι δυσάρεστες και «κακές». Μερικοί άνθρωποι μπορεί να ακούνε ένα μίγμα «καλών» και «κακών» φωνών. Μερικές φορές οι «καλές» φωνές μπορεί να γίνουν στην πορεία «κακές» και το αντίστροφο.

Υπάρχει συνήθως ένα πρότυπο σχετικά με το πότε εμφανίζονται οι φωνές, πότε σταματούν, πότε επιδεινώνονται και πότε βελτιώνονται. Οι φωνές συχνά εμφανίζονται ή επιδεινώνονται όταν το άτομο που τις ακούει αισθάνεται πιεσμένο από διάφορες καθημερινές έγνοιες. Οι εντάσεις μπορεί να προέρχονται από γεγονότα της ζωής, όπως η απώλεια ενός συγγενή, συντρόφου ή φίλου ή η επέτειος αυτού του συμβάντος. Άλλα άγχη μπορεί να προέρχονται από τη μετακόμιση σε ένα καινούριο μέρος ή την αλλαγή της δουλειάς, ή όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια άγνωστη κατάσταση, όπως μία συνέντευξη.

Το περιεχόμενο του τι λένε οι φωνές μπορεί να σχετίζεται με αυτό που συμβαίνει στο άτομο που ακούει τις φωνές τώρα (ή πρόσφατα) ή με κάτι που συνέβη στο παρελθόν του. Τα άτομα που ακούνε φωνές μπορεί να βρουν ότι το να μοιράζονται την εμπειρία τους με ένα άτομο το οποίο έχει ήδη βρει τρόπους να αντιμετωπίζει τις φωνές, με ένα φίλο ή με ένα εκπαιδευμένο άτομο μπορεί να είναι βοηθητικό.

Το να γνωρίζει κάποιος ότι οι φωνές έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο να έρχονται και να φεύγουν και ότι μερικές φορές υπάρχουν τρόποι να τις κάνει να μοιάζουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό.

Έρευνες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα ψυχιατρικά φάρμακα μπορεί να είναι αποτελεσματικά στο να σταματούν τις φωνές ή στο να τις κάνουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι το να μιλάει κάποιος για τις φωνές μπορεί επίσης να βοηθήσει. Ο καλύτερος συνδυασμός για κάποιους ανθρώπους μπορεί να είναι να παίρνουν φάρμακα και να μιλούν με κάποιον για τις φωνές τους.

Έρευνα σχετικά με την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»

Οι περισσότερες γνώσεις μας και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» βασίζονται κυρίως σε άτομα που ακούνε φωνές, τα οποία έχουν, ή είχαν, μία ψυχική ασθένεια. Ιατρικές έρευνες για τα φυσικά αίτια των «φωνών» δείχνουν ότι υπάρχουν ομοιότητες στις περιοχές του εγκεφάλου που χρησιμοποιούνται όταν ένα άτομο που ακούει φωνές ακούει μία «φωνή» και όταν πραγματικά ακούει κάποιον να του μιλά (McGuire et al, 1993).

Μελέτες από ψυχολόγους έχουν δείξει ότι, ακόμη και σε συνθήκες εργαστηρίου, πολλοί άνθρωποι αναφέρουν ότι ακούνε ήχους που δεν υφίστανται εκεί! Τέτοιοι ήχοι (ακουστικές ψευδαισθήσεις) μπορεί να είναι ένας θόρυβος, μουσική, απλές λέξεις, μία σύντομη φράση ή μία ολόκληρη συζήτηση (Chadwick et al, 1996). Συγκεκριμένες καταστάσεις μπορεί να κάνουν τον εγκέφαλο να είναι σε υπερ-εγρήγορση σε σχέση με έναν ήχο που μπορεί να αποφασίσουμε ότι είναι σημαντικός για μας. Σε αυτή την κατάσταση, η υπερ-εγρήγορση του εγκεφάλου σημαίνει ότι μπορεί περιστασιακά να παρερμηνεύουμε έναν ήχο από κάπου αλλού (κάποιο περιβαλλοντικό θόρυβο) ως τον ήχο που περιμένουμε να ακούσουμε.

Για παράδειγμα, ένας ήχος μπορεί να παρερμηνευθεί ως κάποιος που μας αποκαλεί με το όνομά μας, το θρόισμα των φύλλων στο σκοτάδι ως κάποιος που μας ακολουθεί ή, για τους γονείς, οι ήχοι στο δρόμο ή των γειτόνων στο διπλανό σπίτι ως το κλάμα του μωρού τους, όταν το μωρό στην πραγματικότητα κοιμάται βαθιά!

Υπάρχουν λίγες έρευνες σε άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» αλλά δεν έχουν διαγνωστεί ως ψυχικά ασθενείς (Leudar & Thomas, 2000). Αρκετές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας Αμερικανικής επισκόπησης 15.000 ατόμων, δείχνουν ότι «…τουλάχιστον 55% των ανθρώπων είχαν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σε κάποια στιγμή στη ζωή τους, συχνά μετά από…[πολύ δυσάρεστα]…γεγονότα, όπως η απώλεια κάποιου κοντινού τους προσώπου ή άλλες κρίσιμες αλλαγές στη ζωή τους».

Οι ίδιες έρευνες δείχνουν επίσης ότι πάνω από 4% του γενικού πληθυσμού μπορεί να ακούει «φωνές» τακτικά. Αποτελέσματα άλλων ερευνών δίνουν χαμηλότερα ποσοστά, περίπου 1-2%, για τα άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» τακτικά (Leudar & Thomas, 2000). Όλο και περισσότερο ερευνητές και επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας αρχίζουν να δέχονται ότι υπάρχουν άνθρωποι που «ακούνε φωνές» οι οποίοι δε φαίνεται να έχουν κάποια ψυχική ασθένεια.

Έρευνα σε παιδιά που «ακούνε φωνές»

Το άκουσμα φωνών είναι ένα σχετικά συνηθισμένο φαινόμενο στα παιδιά και, δυστυχώς, κάτι που συχνά δεν αναφέρεται. Ωστόσο, σε μία καινοτόμα τετραετή μελέτη με επικεφαλής τη Sandra Escher, τον Alex Buiks (ψυχολόγο) και τον Marius Romme, έναν από τους διαπρεπέστερους Ευρωπαίους ψυχιάτρους του Πανεπιστημίου του Maastricht στην Ολλανδία, ογδόντα παιδιά ηλικίας περίπου οκτώ ετών και δεκαοκτώ ερευνητές συμμετείχαν σε μια μελέτη, η οποία πρότεινε ότι οι φωνές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αληθινές εμπειρίες παρά ως παραληρητικές ιδέες.

Σε συνέχεια άλλων μελετών με ενήλικες, οι οποίες βρήκαν ότι οι φωνές πολλών ανθρώπων εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην παιδική τους ηλικία, οι ερευνητές αποφάσισαν να εξετάσουν την εμπειρία του να ακούει κάποιος φωνές σε παιδιά. Ο σκοπός ήταν να δούνε αν η πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση θα μπορούσε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να τους «κολληθεί η ετικέτα» μιας διάγνωσης και από το να καταδικαστούν να περάσουν χρόνια στο ψυχιατρικό σύστημα. Παρόλο που σαράντα από τα παιδιά λάμβαναν ψυχιατρική φροντίδα όταν άρχισε η έρευνα, αυτός ο αριθμός περιορίστηκε περισσότερο από το μισό στα δεκαοκτώ παιδιά μετά από τέσσερα χρόνια – αμφισβητώντας την παραδοσιακή αντίληψη ότι οι φωνές είναι ένδειξη μακροχρόνιας νόσου.

Σύμφωνα με την Escher, είναι φυσιολογικό τα παιδιά να έχουν φανταστικούς φίλους, αλλά όχι αν αυτό συνεχίζεται πολύ πέρα από την ηλικία των οχτώ ετών. Όπως και με τους ενήλικες που ακούνε φωνές, το 21% των παιδιών στην έρευνα άκουσαν για πρώτη φορά φωνές αφού βίωσαν κάποιου είδους ψυχικό τραύμα, όπως σεξουαλική κακοποίηση, πένθος ή ασθένεια. Το 37% των παιδιών άρχισε να ακούει φωνές μετά από οικογενειακά προβλήματα, όπως διαζύγιο, και το 25% εξαιτίας δυσκολιών στο χώρο της εκπαίδευσης όπως αλλαγή σχολείων και σχολικός εκφοβισμός.

Μερικές φωνές οι φωνές παρενέβαιναν στις σχολικές τους εργασίες, δίνοντάς τους λανθασμένες απαντήσεις κατά τη διάρκεια εξετάσεων. Κάποιες έκαναν συγκινητικά σχόλια για τους φίλους ή την οικογένειά τους, ενώ άλλες έκαναν τόσο πολύ θόρυβο που απλά τα παιδιά δε μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Οι πιο ενοχλητικές φωνές αναστάτωναν τα παιδιά λέγοντάς τους ότι θα πέθαιναν ή ότι μέλη της οικογένειάς τους θα πάθαιναν κάτι κακό αν τα ίδια δεν πειθαρχούσαν.

Ενώ η ερευνητική ομάδα βρήκε ότι οι περισσότερες φωνές ήταν αρχικά τρομακτικές και διασπαστικές, μερικές αποδείχθηκαν ευεργετικές και η εμπειρία ήταν σχεδόν πάντα πρόσκαιρη. Στο τέλος της μελέτης, το 60% των παιδιών δεν άκουγε πια φωνές – και τα περισσότερα σταμάτησαν να τις ακούνε έκτοτε – και αυτά που ακόμη τις άκουγαν, τις άκουγαν λιγότερο συχνά και τις φοβόταν λιγότερο. Οι συμμετέχοντες επίσης ανέφεραν πολύ λιγότερα προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο.

Η έρευνα βρήκε ότι τα παιδιά μπορούν να μάθουν να αντιμετωπίζουν τις φωνές τους υπό την προϋπόθεση ότι δε μαθαίνουν να τις φοβούνται. Η στάση τους απέναντι στις φωνές, όπως επίσης και αυτή των γονιών τους και του θεραπευτή τους ή του ιατρικού προσωπικού, είναι πολύ σημαντική. Όπως και στην έρευνά τους με ενήλικες, ο Romme και η Escher βρήκαν ότι τα παιδιά μπορούσαν να δώσουν μια λογική εξήγηση για την εμπειρία τους με το να μιλούν με τις φωνές τους. Μπορούν είτε να τους πουν να φύγουν ή να ενθαρρύνουν όποιες θετικές φωνές ακούνε, οι οποίες μπορούν να τα βοηθήσουν να ελέγξουν τις πιο ενοχλητικές φωνές, αλλά το βασικό είναι να τα βοηθήσουμε να καταλάβουν τι προκάλεσε αρχικά τις φωνές.

Πολλά από τα παιδιά στη μελέτη είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι εφήβων. Η Wendy, από το Άμστερνταμ, είναι μία φανατική θαυμάστρια του μουσικού συγκροτήματος Α1. Όταν τη βλέπεις καθισμένη στο σαλόνι του διαμερίσματός της με θέα τα κανάλια είναι δύσκολο να φανταστείς πώς κάποιος θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως ψυχικά ασθενή. Αλλά οι φωνές που άκουγε ήταν πολύ χειριστικές και ενοχλητικές.

«Στην αρχή υπήρχε μία κακιά φωνή – ούτε ανδρική ούτε γυναικεία» θυμάται η δεκαεξάχρονη. «Με διέταζε να κάνω πράγματα ή έλεγε ότι δε μπορούσα να τα κάνω. Αν υπήρχε ένα παιχνίδι γνώσεων στην τηλεόραση μου έλεγε ότι θα έπρεπε να έχω τουλάχιστον δέκα σωστές απαντήσεις, διαφορετικά θα με τρόμαζε με σκελετούς. Φοβόμουν να είμαι στο δωμάτιό μου τη νύχτα, όταν η φωνή ήταν δυνατότερη». Η Wendy παραπέμφθηκε σε έναν ψυχολόγο που της είπε να φαντάζεται ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, ώστε να κρατάει τις φωνές σε απόσταση. Επίσης λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για να περιορίσει το άγχος της και να τη βοηθήσει να κοιμηθεί. Ο ψυχολόγος τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές είχαν εμφανιστεί μετά από μία σειρά γεγονότων που την αναστάτωσαν: η μητέρα της έπαθε καρδιακή προσβολή, ο πατέρας της έχασε τη δουλειά του, η γιαγιά της πέθανε και τρία κορίτσια άρχισαν να την εκφοβίζουν στο σχολείο.

Η Escher πιστεύει ότι το να ακούει κάποιος φωνές είναι μία διαφοροποίηση από τον κανόνα, όπως το να είναι κανείς αριστερόχειρας, παρά μία ανωμαλία. «Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σαν κατάρα, ενώ άλλοι τη βλέπουν σαν ένα δώρο, κάτι που τους κάνει ξεχωριστούς».

H Julie Downs, εθελόντρια συντονίστρια στο Βρετανικό Δίκτυο Αυτών που Ακούνε Φωνές, λέει ότι τα ευρήματα θα καθησυχάσουν σε μεγάλο βαθμό τους γονείς. «Αυτή η έρευνα δείχνει ότι η πρόγνωση για τα παιδιά είναι καλή και ότι μπορούν να λειτουργούν κανονικά, ακόμα και αν συνεχίσουν να ακούνε φωνές. Είχαμε περισσότερες από 400 κλήσεις από γονείς και επαγγελματίες τα τελευταία τέσσερα χρόνια – οι περισσότερες αφορούσαν το αν τα παιδιά τους θα χαρακτηριστούν ψυχικά ασθενή».

Η μη-κερδοσκοπική οργάνωση για την ψυχική υγεία MIND λέει ότι η μελέτη δείχνει πως με τη σωστή θεραπευτική προσέγγιση τα φάρμακα για να κατασταλούν οι φωνές δεν είναι η μόνη λύση και ότι οι επιτυχημένες τεχνικές που προσδιορίστηκαν από αυτή την έρευνα χρειάζεται να εφαρμοστούν στην πράξη, ώστε οι άνθρωποι που ακούνε φωνές να έχουν μεγαλύτερο φάσμα θεραπευτικών δυνατοτήτων και την ευκαιρία να επωφεληθούν από αυτή την εντυπωσιακή ανακάλυψη.

Οι φωνές των παιδιών εξαφανίζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με των ενηλίκων, όταν τα βαθύτερα προβλήματα, όπως η θλίψη ή ο σχολικός εκφοβισμός, λύνονται. Είναι ξεκάθαρο ότι το να έχει κανείς επίγνωση της σύνδεσης που υπάρχει μεταξύ τέτοιων προβλημάτων και της εμπειρίας του να ακούει φωνές μπορεί να αλλάξει τη στάση του απέναντι στα συμπτώματα και να μειώσει τις καταστροφικές τους συνέπειες. Οι φωνές μπορεί να είναι πρόβλημα, αλλά κάθε πρόβλημα δεν είναι νόσος. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με παιδιά που ακούνε φωνές επισκεφθείτε το:www.society.guardian.co.uk

Εξηγώντας την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»

Η εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» δεν μπορεί να οριστεί εύκολα. Όταν συμβαίνει, αυτός που ακούει τις φωνές «αισθάνεται» ή «βλέπει» αυτού του είδους τις «φωνές» ως διαφορετικές. Η «φωνή» ή οι «φωνές» μπορεί να έχουν τη μορφή ψιθύρων, μουρμουρητών, παράξενων θορύβων ή απλής ομιλίας. Μπορεί να ηχούν πολύ ξένες σε αυτόν που τις ακούει και μπορεί να είναι αρσενικού γένους, θηλυκού ή μία μίξη. Αρκετά συχνά οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσδιορίσουν το φύλο των φωνών.

Μερικές φωνές μπορεί να ακούγονται σα να προέρχονται από ένα μικρό παιδί ή παιδιά, άλλες από ενήλικες ή από μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους. Κατά καιρούς οι φωνές μπορεί να έχουν χροιά μηχανήματος, κάτι που περιγράφεται λιγότερο εύκολα. Για κάποιους ανθρώπους οι «φωνές» μπορεί να έχουν τόνο πολύ παρόμοιο με ανθρώπους που γνωρίζουν ή έχουν γνωρίσει.

Μερικές φορές οι φωνές λένε καλά ή ευχάριστα πράγματα, ακόμα και σοφά πράγματα, σε άλλες στιγμές οι «φωνές» μπορεί να λένε κακά πράγματα, να βρίζουν ή να κάνουν άσχημα σχόλια σε αυτόν που τις ακούει ή σχετικά με αυτόν. Οι «φωνές» μπορούν ακόμη, κατά καιρούς, να «διατάζουν» αυτόν που τις ακούει να κάνει πράγματα ή να μην κάνει πράγματα που ο ίδιος μπορεί να θέλει ή να μη θέλει να κάνει. Συχνά αυτές οι «φωνές» απλώς έρχονται, ή εμφανίζονται, καθώς το άτομο κάνει κάτι, μιλάει ή απλά σκέφτεται.

Η περιγραφή που δίνουν οι άνθρωποι που ακούνε φωνές για τις «φωνές» τους συχνά αντανακλά τις προσωπικές τους εμπειρίες με τις «φωνές». Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να περιγράψουν την εμπειρία τους σε άτομα που δεν ακούνε φωνές. Στην ιατρική, οι «φωνές» ταξινομούνται γενικά σε τρεις κύριες μορφές:
«Φωνές» που λένε δυνατά τις σκέψεις σου
Το να ακούς δύο ή περισσότερες «φωνές» να καυγαδίζουν ή να συζητούν για σένα ή για άλλα άτομα
Το να ακούς μία «φωνή» να μιλά συνεχώς για σένα και/ή για τις πράξεις σου, για άλλους ανθρώπους και/ή για τις πράξεις τους, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν ή να σου λέει συνεχώς τι να κάνεις (Leudar & Thomas, 2000)

Υπάρχουν επίσης «φωνές» οι οποίες μπορεί να επαναλαμβάνουν συνεχώς λέξεις ή φράσεις. Αυτές οι «φωνές» μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από το χώρο γύρω από το κεφάλι ενός ανθρώπου ή μέσα από το κεφάλι του.

Για πολλούς ανθρώπους οι φωνές μπορεί να προέρχονται από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, τη διερχόμενη κυκλοφορία, από πουλιά ή άλλα ζώα, από το θρόισμα των φύλλων ή το θόρυβο που παράγεται από κάποια μηχανή. Ακούγοντας πώς περιγράφουν τις εμπειρίες τους οι άνθρωποι που ακούνε φωνές γίνεται φανερό ότι οι «φωνές» μπορούν να εμφανιστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και όχι πάντοτε σύμφωνα με τις αυστηρές ιατρικές κατηγορίες.

Το ότι «ακούμε φωνές» σημαίνει ότι είμαστε ψυχικά ασθενείς;

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι μόνο οι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο «ακούνε φωνές». Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένα μέρος των ανθρώπων που «ακούνε φωνές» είναι ψυχικά ασθενείς. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι που παίρνουν συγκεκριμένα είδη ναρκωτικών ή έχουν ιστορικό υπερβολικής χρήσης αλκοόλ, μπορούν επίσης να αρχίσουν να ακούνε φωνές. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακούνε φωνές, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό ασθένειας, ούτε καταναλώνουν ναρκωτικά ή αλκοόλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα είδη σωματικών ασθενειών ή η γήρανση μπορούν να γίνουν η αιτία κάποιοι άνθρωποι να «ακούνε φωνές» (Tien, 1991).

Δικαιολογημένα, η συχνή σύνδεση που γίνεται μεταξύ της εμπειρίας του να «ακούει κάποιος φωνές» και της ψυχικής νόσου σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι θα είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για τις «φωνές» τους σε ένα γιατρό ή ακόμη και σε κοντινούς τους ανθρώπους.

Οι τρεις φάσεις της εμπειρίας του να ακούς φωνές

Για πολλούς ανθρώπους η αρχή αυτού που ονομάζουμε «ακούω φωνές» μπορεί κυριολεκτικά να είναι μία τρομακτική εμπειρία, γι’ αυτό κάποιοι ερευνητές την ονομάζουν φάση ξαφνιάσματος. Μόλις το άτομο που ακούει τις φωνές ξεπεράσει το σοκ αυτό, το επόμενο στάδιο είναι να προσπαθήσει να δώσει νόημα στις φωνές, και αυτή είναι η φάση αντιμετώπισης ή οργάνωσης. Η φάση αντιμετώπισης είναι μία δύσκολη περίοδος, κατά την οποία το άτομο που ακούει τις φωνές ίσως θελήσει να αποδράσει ή να αρνηθεί τις φωνές με κάποιο τρόπο. Σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να πάρει μήνες ή χρόνια μέχρι να αναγνωρίσουν την ύπαρξη των φωνών.

Η επόμενη φάση είναι η φάση σταθεροποίησης. Αυτή είναι η περίοδος που το άτομο που ακούει φωνές προσαρμόζει αυτή του την εμπειρία στην καθημερινή ζωή του, μπορεί να επιλέξει τι θέλει να κάνει, αντί του να υπακούει τις φωνές. Αναφορές ανθρώπων που ακούν φωνές προτείνουν πως η πρώιμη αποδοχή της ύπαρξης των φωνών είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή τους (Romme & Escher, 1993: pp 17-20).

Φάση Ξαφνιάσματος Οι φωνές συχνά ξεκινούν από ένα σοβαρό ψυχικό τραύμα, σε μία περίοδο μεγάλων δεινών, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να την αντέξεις. Σ’ αυτή την περίοδο οι φωνές βιώνονται συχνά ως επιθετικές και αρνητικές, και οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και μπερδεμένοι. Οι φωνές μερικές φορές προκαλούν τέτοιο χάος ή απαιτούν τόση πολλή προσοχή που παρεμβαίνουν σοβαρά στις ζωές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες και με τις σχέσεις τους. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι χρειάζονται καθησύχαση και κάποια θεραπεία για το άγχος.

Φάση οργάνωσης Όταν το αρχικό άγχος και η σύγχυση έχουν μειωθεί ή έχουν σταδιακά ανασταλεί, τότε το άτομο μπορεί να επικεντρωθεί στην οργάνωση των φωνών και της σχέσης του με αυτές. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, λεπτομερής προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε θέματα όπως:
Η ανάλυση της πιθανής σημαντικότητας των φωνών για το άτομο που τις ακούει σε σχέση με το παρελθόν και το παρόν. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της διερεύνησης της προσωπικής ιστορίας του ατόμου.
Το νόημα των φωνών στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Η επιρροή της στάσης της οικογένειας απέναντι στις φωνές.
Τα συνοδά συμπτώματα διάσχισης και απώθησης συναισθημάτων.
Οι συγκεκριμένες περιστάσεις στις οποίες ακούγονται οι φωνές.
Τι έχουν να πουν οι φωνές, ποια είναι η φύση οποιουδήποτε εναύσματος και ποιες οι αντιλήψεις που συνοδεύουν τις φωνές.
Προσοχή πρέπει να δοθεί στην κοινωνική θέση του ατόμου και το βαθμό ανεξαρτησίας του/της.
Οι απαραίτητες κοινωνικές παροχές.
Οι διαθέσιμες ευκαιρίες να αναπτύξει και να παρουσιάσει το άτομο μια ολοκληρωμένη ταυτότητα ως ένας άνθρωπος που ακούει φωνές.

Φάση σταθεροποίησης Σ’ αυτή τη φάση η εστίαση βρίσκεται πρωταρχικά στη διεύρυνση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω της χρήσης διάφορων θεραπευτικών τεχνικών. Αυτή είναι η περίοδος που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να μαθαίνουν να ζουν σε ισορροπία με τις φωνές τους, αφού τις βλέπουν ως τμήμα τους. Η σχέση με τις φωνές είναι πιο λογική, οι φωνές έχουν τώρα πιο θετική επιρροή και είναι λιγότερο ελεγκτικές, ενώ τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι είναι λιγότερο αγχωμένοι για τις φωνές τους.

Πλαίσια αναφοράς / Συστήματα πεποιθήσεων

Τα πλαίσια αναφοράς ή συστήματα πεποιθήσεων αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο εξηγεί την εμπειρία του. Η αναζήτηση ερμηνείας συνήθως συμβαίνει στο στάδιο της οργάνωσης. Αποτελεί σημαντικό μέρος του «χτισίματος» μιας σχέσης με τα φαινόμενα που έχουν πλέον γίνει μέρος της ζωής του ατόμου.

Οι πιο αποτελεσματικές μορφές αντιμετώπισης έχουν αναπτυχθεί από το εξελισσόμενο πλαίσιο αναφοράς των ατόμων αυτών σχετικά με την εμπειρία τους. Τα πλαίσια αναφοράς επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα αντιμετώπισης της εμπειρίας, και μπορεί να είναι δύσκολη η μετάβαση στο να αισθάνεται κανείς άνετα με την εμπειρία αυτή χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς.

Όταν κάποιος ακούει φωνές για πρώτη φορά συνήθως ψάχνει για κάποια εξήγηση, ένα τρόπο να δώσει νόημα στην εμπειρία αυτή, τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό αποτελεί μία προσπάθεια να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει στον ίδιο, με το να εξηγεί στον εαυτό του το νόημα της εμπειρίας του. Οι άνθρωποι έχουν διάφορες ερμηνείες για την πηγή της εμπειρίας τους. Η έρευνα των Romme & Escher σε ανθρώπους που ακούν φωνές έδειξε ότι από τα άτομα που ρωτήθηκαν
76 θεωρούσαν τις φωνές θεούς ή πνεύματα
30 ερμήνευαν τις φωνές ως ένα καλοπροαίρετο καθοδηγητή
45 θεωρούσαν το γεγονός ότι άκουγαν φωνές ως ένα εξαιρετικό δώρο
48 αναγνώριζαν στη φωνή που άκουγαν ως τη φωνή ενός ατόμου που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή

Η αντιμετώπιση της εμπειρίας μοιάζει να συνεπάγεται το να φτάσει κανείς σε μία γαλήνια προσαρμογή και αποδοχή της εμπειρίας ως μέρος του ατόμου. Κάθε εμπειρία είναι μοναδική για το άτομο και τα πλαίσια αναφοράς είναι κι αυτά ξεχωριστά, ακόμα κι αν ανήκουν σε κάποιο αποδεκτό σύστημα αξιών, όπως οι πνευματικές ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Συχνά δεν είναι βοηθητικό να λειτουργεί κανείς με ένα πλαίσιο αναφοράς, το οποίο καθιστά αδύνατη την απόκτηση ελέγχου πάνω στην εμπειρία. Μ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η εξήγηση που προσφέρεται από τη βιολογική ψυχιατρική μερικές φορές δεν είναι βοηθητική για άτομα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους, επειδή τοποθετεί τα φαινόμενα εκτός του ελέγχου τους.

Όσον αφορά τους επαγγελματίες, για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητο να είναι ειλικρινείς για τα δικά τους πιστεύω και, ενώ μπορεί να μη μοιράζονται τις ίδιες ιδέες σε προσωπικό επίπεδο, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να αναζητήσουν λύσεις, οι οποίες ίσως είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση μιας δεδομένης κατάστασης.



Πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις φωνές

Το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις «φωνές» εξαρτάται από πολλά πράγματα:
Την ηλικία στην οποία άρχισαν να ακούν «φωνές»
Τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι «φωνές»
Από πού φαίνεται να προέρχονται οι «φωνές»
Τι λένε οι «φωνές»
Πώς ακούγονται οι «φωνές» και σε ποια ένταση
Αν στους ανθρώπους αρέσουν ή δεν αρέσουν οι «φωνές»
Αν οι «φωνές» μοιάζουν να παρεμβαίνουν στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του ατόμου
Αν οι άνθρωποι αισθάνονται πως οι «φωνές» κυριαρχούν επάνω τους
Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι για τις «φωνές» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά που πιστεύουν γι’ αυτές (Chadwick, Birchwood, & Trower, 1996).

Κάποιοι άνθρωποι είχαν φωνές από την παιδική τους ηλικία, έχοντας ξεκινήσει ίσως ως «φανταστικοί φίλοι», ενώ για άλλους οι φωνές ξεκίνησαν αργότερα, στα εφηβικά χρόνια ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Γενικά, η λιγότερο πιθανή εμπειρία είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να ακούνε φωνές στη μέση ηλικία (45-65).

Είναι συνηθισμένο να μη θυμούνται οι άνθρωποι απαραιτήτως τις ακριβείς περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι φωνές, αλλά η έρευνα δείχνει ότι 75 % των ατόμων που ακούνε φωνές συχνά είχαν βιώσει κάποιο σημαντικό και τραυματικό γεγονός ή γεγονότα στη ζωή τους. Σε αυτά τα γεγονότα περιλαμβάνονται η πρώιμη απώλεια των γονέων ή κοντινών προσώπων και σωματικό και/ή συναισθηματικό σοκ από κάποια κακοποίηση ή κακομεταχείριση, στην οποία πολύ συχνά περιλαμβάνεται σεξουαλική κακοποίηση.

Πληροφόρηση

Η συγκέντρωση πληροφοριών για την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» μέσω ανάγνωσης άρθρων και βιβλίων μπορεί να βοηθήσει τα άτομα που ακούνε «φωνές» να αποφασίσουν αν θα ήταν χρήσιμο να το πουν σε κάποιον άλλο, όπως σε ένα σύντροφο, συγγενή, στενό φίλο, σε κάποιον που τους παρέχει φροντίδα ή σε κάποιον επαγγελματία. Το να μιλήσεις με κάποιον που ξέρει για τις «φωνές» μπορεί επίσης να σε βοηθήσει να αποφασίσεις τι να κάνεις. Τα περισσότερα άτομα που ακούν «φωνές» αισθάνονται πως όσα περισσότερα μπορούν να μάθουν και να πουν για τις «φωνές», ειδικά με άτομα που έχουν κάποια κατανόηση, τόσο καλύτερα είναι συνήθως για τους ίδιους.

Συμβουλευτική για τις φωνές

Παραδοσιακά, η μόνη απάντηση που έχει να προσφέρει η ψυχιατρική στους ανθρώπους που ακούνε φωνές είναι τα φάρμακα, αλλά αυτή η τάση έχει αρχίσει να αλλάζει τελευταία. Έχει αναγνωριστεί από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρία (2000) πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους. Μπορεί να σου προσφέρουν γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, που είναι το μόνο είδος θεραπείας ομιλίας που συνήθως προσφέρεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν δε σου προσφερθεί, θα μπορούσες να το ζητήσεις. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία λειτουργεί μέσω της εξέτασης των πεποιθήσεων και των πράξεών σου και προσπαθεί να τις τροποποιήσει κάνοντάς τες πιο «ρεαλιστικές». Όμως, πολλοί άνθρωποι ακούν φωνές εξαιτίας τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος τους και μπορεί να νιώθουν πως χρειάζονται την ευκαιρία να μιλήσουν σε μεγαλύτερο βάθος για τη ζωή, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις τους.

Όταν η εμπειρία είναι οδυνηρή, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές (βασισμένο σε 15 χρόνια εμπειρίας και έρευνας) αναγνωρίζει πως ο καλύτερος τρόπος να τις αντιμετωπίσει κάποιος είναι να τις θεωρεί μια πραγματική και φυσιολογική εμπειρία, η οποία σημαίνει κάτι για το άτομο που τις έχει, να ακούει κανείς το άτομο και να μιλά για το περιεχόμενο των φωνών, των οραμάτων κ.ά., να προσπαθήσει να καταλάβει τι σημαίνουν οι φωνές για το ίδιο το άτομο μέσα στα πλαίσια αναφοράς των πεποιθήσεών του και να προσπαθήσει να τις εντάξει στην ιστορία ζωής του ατόμου. Πράγματι, είναι συχνά δυνατόν να ακούσει κανείς τις ίδιες τις φωνές, ώστε να καταλάβει τι εννοούν.

Δε θεωρούμε πως είναι βοηθητικό να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει σε κάποιον άλλον οποιαδήποτε θεωρία, επιστημονική ή άλλη. Δυστυχώς, πολλοί σύμβουλοι και ψυχοθεραπευτές είναι επιφυλακτικοί στο να δουλέψουν με ανθρώπους που βρίσκονται σε φαρμακοθεραπεία ή έχουν «ψυχωτικά συμπτώματα» και θεωρούν αυτά τα συμπτώματα ως ψυχολογικά ελλείμματα του ατόμου. Το Δίκτυο των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές ελπίζει να βοηθήσει ώστε να αλλάξει αυτή η οπτική και να προωθήσει τρόπους δουλειάς με τους ανθρώπους που ακούν φωνές που θα τους βοηθήσουν να δουν τη δυσφορία τους στο πλαίσιο της ζωής τους. Αυτό μπορεί να μην κάνει τις φωνές να σταματήσουν αλλά μπορεί να αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την εμπειρία του.

Συχνές ερωτήσεις

1. Είναι οι «φωνές» αληθινές ή όχι;

Αν οι «φωνές» που ακούς είναι αληθινές για σένα, τότε αποδέξου τις ως αληθινές. Ο κύριος λόγος που προσδιορίζεις τις «φωνές» ως την εμπειρία του να «ακούς φωνές» (ακουστικές ψευδαισθήσεις) είναι ότι αυτές κατά κανόνα έρχονται και φεύγουν, σα να είχαν μία δική τους ζωή ΚΑΙ όταν έρχονται κανένας άλλος δεν τις ακούει, ακόμη και αν κάθεται δίπλα σου.

Αυτό σημαίνει ότι οι «φωνές» είναι μία αντιληπτική εμπειρία «που δεν μπορείς να μοιραστείς». Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πεις ότι οι άνθρωποι γύρω σου δεν αντιλαμβάνονται (δεν ακούνε) την εμπειρία της «φωνής» ή των «φωνών» όπως εσύ. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από έξω από εσένα ή από μέσα σου.

Δεν έχει σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από άτομα που γνωρίζεις στο παρόν ή από το παρελθόν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εσύ τις ακούς και γενικά τις βλέπεις ως κάτι που δεν είναι ο εαυτός σου (ως συζήτηση με τον εαυτό σου ή το να σκέφτεσαι δυνατά), ακόμη και αν μπορεί να συμφωνείς με ανθρώπους που λένε ότι αυτές προέρχονται από μέσα σου.

Μερικοί άνθρωποι μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση των «φωνών» με τη θέλησή τους κι επίσης να τις κάνουν να φύγουν όταν το θέλουν. Αυτό τον τρόπο ελέγχου των «φωνών», αν και δεν είναι συνηθισμένος, μπορεί κάποιος να τον μάθει.

Κάποιοι άνθρωποι μπορούν μερικές φορές με τον τρόπο τους να απαλλαγούν από τις φωνές, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ή να τις βάλουν με κάποιον τρόπο στο πίσω μέρος του μυαλού τους με το να συγκεντρώνονται σε κάτι άλλο ή με το να κάνουν κάποια δραστηριότητα.

Το να αποδεχτείς ότι ακούς φωνές είναι το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισής τους και της απόκτησης ελέγχου της εμπειρίας. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που είναι κοντά σου ή που δουλεύουν μαζί σου να αποδεχθούν επίσης ότι οι φωνές είναι αληθινές για το άτομο που τις ακούει, ότι δεν είναι απλά «φαντασία» και δεν μπορεί κάποιος να τις αγνοήσει. Αν μπορούσε απλά κάποιος να τις αγνοήσει, δε θα υπήρχε πρόβλημα.

2. Πόσοι τύποι «φωνών» υπάρχουν;

Οι φωνές μπορούν να πάρουν πολλές μορφές
Μπορεί να ακούγονται σαν αληθινοί άνθρωποι.
Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από άλλους ανθρώπους.
Μπορεί να ακούγονται σαν φωνές που προέρχονται από μηχάνημα (ρομπότ).
Μπορεί απλά να μουρμουρίζουν.
Μπορεί να είναι ασαφείς αλλά διακριτές από άλλους θορύβους.
Οι φωνές μπορεί να ακούγονται σαν τους ήχους που προέρχονται από ένα κοχύλι της θάλασσας, όταν το φέρνεις κοντά στο αυτί σου (Casino & Adam, 1986).
Οι φωνές μπορεί να είναι σαν μηχανικοί θόρυβοι: για παράδειγμα ένα ρολόι που κάνει «τικ-τακ» ή το «κλικ» των διακοπτών.
Μπορεί να ακούγονται σαν ένα ραδιόφωνο, του οποίου έχουμε χαμηλώσει κατά πολύ την ένταση.
Οι φωνές μπορεί να έχουν τη μορφή μουσικής, η οποία μάλλον μοιάζει να έρχεται από κάπου αλλού, η μουσική μπορεί να αποτελείται από πολύ ή καθόλου αναγνωρίσιμες μελωδίες (Sacks, 1985).
Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται με τη μορφή ήχων που θα θεωρούνταν σωματικοί ήχοι.

Οι φωνές μπορεί να βιώνονται με διαφορετικούς τρόπους

Μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι λαμβάνουν χώρα:
Στο κεφάλι
Στα αυτιά
Σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος
Μπορεί να είναι εσωτερικές
Μπορεί να είναι εξωτερικές

Μπορεί να είναι:
Αρσενικού γένους
Θηλυκού γένους
Χωρίς γένος (Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια τα άτομα μπορεί να μη μπορούν να πουν αν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους)
Να είναι και των δύο φύλων
Να ανήκουν σε άτομα γνωστά σε αυτόν που τις ακούει
Να είναι άγνωστες σε αυτόν που τις ακούει
Να είναι μία φωνή ή αρκετές

Μπορεί:
Να μουρμουρίζουν κάτι ακατάληπτο
Να ψιθυρίζουν
Να μιλούν σε μία ξένη γλώσσα
Να είναι επικριτικές
Να είναι ενθαρρυντικές

Μπορεί:
Να λένε στους ανθρώπους τι να κάνουν
Να σχολιάζουν διαρκώς αυτό που κάνει το άτομο που τις ακούει τη συγκεκριμένη στιγμή
Να επαναλαμβάνουν τις σκέψεις του ατόμου
Να καθοδηγούν

Έλεγχος και απώλεια

Μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι οι φωνές προσπαθούν να ελέγξουν τη ζωή τους. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να βιώσουν την εμπειρία μίας απώλειας, αν οι φωνές εξαφανιστούν.

3. Από πού προέρχονται οι φωνές;

Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από πολλές πηγές: πουλιά ή άλλα ζώα, το θρόισμα των φύλλων, θόρυβος από διερχόμενη κυκλοφορία, θόρυβος από σωλήνες ύδρευσης, θόρυβος από πλήθος ατόμων, θόρυβος από μηχάνημα, ακόμα και από κλιματιστικό. Ίσως να μπορείς να προσθέσεις σε αυτή τη λίστα από τη δική σου εμπειρία. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τις «φωνές». Οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες από άτομα που ακούνε «φωνές» είναι ότι οι φωνές είναι:
Πνεύματα νεκρών ανθρώπων
Δαίμονες
Άγγελοι
Τηλεπάθεια
Θεότητες
Άγνωστης ταυτότητας αόρατα όντα
Από άλλες διαστάσεις ή πλανήτες
Από τον εγκέφαλο, λόγω κάποιας δυσλειτουργίας

Ερμηνείες των φωνών από επαγγελματίες ή γιατρούς σε αυτό το χώρο είναι ότι οι φωνές προέρχονται:
Από τον εγκέφαλο
Από τα κόλπα του μυαλού όταν βαριέται ή υπό την επίδραση κάποιας υποβολής
Όταν ο εγκέφαλος αποκοιμιέται ή όταν ξυπνάει

Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από σωματικές αλλαγές, όπως αλλαγές λόγω ηλικίας που επηρεάζουν την ακοή των ανθρώπων, επίσης από ήχους που κουδουνίζουν στο αυτί π.χ. βούισμα των αυτιών. Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από συγκεκριμένες και σπάνιες δυσλειτουργίες του εγκεφάλου, όπως μία ειδική μορφή επιληψίας που επηρεάζει μία ή δύο μικρές περιοχές του εγκεφάλου, η οποία ονομάζεται επιληψία του κροταφικού λοβού. Οι κροταφικοί λοβοί είναι συγκεκριμένες περιοχές της κάθε πλευράς του εγκεφάλου που περιέχουν εξειδικευμένα κύτταρα, τα οποία ονομάζονται «ακουστικά κέντρα».

Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται σε ανθρώπους που είχαν αυτοκινητιστικά ατυχήματα ή ένα ατύχημα κατά το οποίο έπεσαν με αποτέλεσμα να προκληθεί τραυματισμός στο κεφάλι. Μερικές φορές αυτοί οι τραυματισμοί μπορεί να συνέβησαν στην παιδική ηλικία και να έχουν ξεχαστεί. Πιο σπάνια μπορεί να εμφανίζονται εξαιτίας αλλαγών στον εγκέφαλο που προκλήθηκαν από μικρές περιοχές που παρουσιάζουν κάποια βλάβη εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων (συνήθως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας) ή λόγω πολύ σπάνιων παθήσεων, όπως για παράδειγμα σε ανθρώπους που πάσχουν από κάποια μορφή άνοιας.

Οι φωνές (καθώς και οι ψευδαισθητικές εμπειρίες που επηρεάζουν άλλες αισθήσεις) μπορεί επίσης να προκαλούνται από ποικίλες ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης και άλλων «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών, όπως το κρακ και οι αμφεταμίνες, από μακροχρόνια κατάχρηση αλκοόλ ή, πιο σπάνια, από ουσίες όπως η πενικιλίνη (Cummings et al, 1986-7).

4. Υπάρχουν ειδικά τεστ για τις φωνές;

Αν πας σε κάποιον επαγγελματία, όπως για παράδειγμα σε κάποιο γιατρό ή σε κάποιον άλλο ειδικό, αυτός συνήθως θα ζητήσει λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό σου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και κάποιες άλλες χώρες ο ψυχίατρος θα επιχειρήσει να κάνει μία εξέταση της παρούσας κατάστασής σου. Αυτό είναι μία ειδική ή τυπική συνέντευξη, κατά την οποία σου κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι οποίες καθιστούν το γιατρό ικανό να δει αν οι απαντήσεις σου εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες ψυχικής ή μερικές φορές και σωματικής ασθένειας.

Στη Δύση (και σε πολλές μη-δυτικές χώρες), η διάγνωση (ταμπέλα της αρρώστιας) που δίνει ο γιατρός με βάση τις απαντήσεις σου στηρίζεται είτε στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM), που προέρχεται από τις ΗΠΑ, ή στη Διεθνή Ταξινόμηση των Ασθενειών (ICD) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με αποδεκτούς ορισμούς ψυχικών ασθενειών. Και τα δύο διαγνωστικά εγχειρίδια (ένα είδος λεξικού των ασθενειών για γιατρούς) έχουν αριθμούς, όπως για παράδειγμα DSM IV, ώστε να γνωρίζει ο επαγγελματίας πόσο ενημερωμένα είναι.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως ο γιατρός ή όποιος άλλος επαγγελματίας βλέπεις λαμβάνει συνήθως επίσης υπόψη του την κοινωνική σου θέση, το πού ζεις, τη δουλειά σου, την υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους σου και τα συνταιριάζει με τις περιστάσεις, πριν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για τη διάγνωσή σου. Ο γιατρός, με βάση τις απαντήσεις σου (και την ιστορία που έχει αποκαλυφθεί), θα αποφασίσει τότε για την κατεύθυνση της θεραπείας, την οποία θα πρέπει να συζητήσει διεξοδικά μαζί σου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει μία προσέγγιση του τύπου «περιμένουμε και βλέπουμε», για να δούμε αν τα πράγματα βελτιώνονται ή χειροτερεύουν. Μπορεί να περιλαμβάνει κάποιο είδος φαρμακευτικής αγωγής για να αντιμετωπιστούν οι «φωνές». Ή μπορεί ο γιατρός να σε παραπέμψει σε κάποιο ψυχολόγο ή εξειδικευμένο σύμβουλο, που μπορεί να είναι και ειδικευμένος νοσηλευτής.

Μερικοί γιατροί ίσως θελήσουν να σε στείλουν για άλλα είδη εξετάσεων, ειδικά αν δεν είναι βέβαιοι αν οι «φωνές» προέρχονται από κάποια ψυχική νόσο ή από κάποια σωματική πάθηση. Υπάρχουν σωματικές εξετάσεις και τεστ που μπορούν να βοηθήσουν ώστε να προσδιοριστεί αν υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα στον εγκέφαλό σου. Ίσως θα ήταν αναγκαίο να δεις ένα γιατρό, ο οποίος να σε παραπέμψει σε συγκεκριμένους ειδικούς για να υποβληθείς σε διάφορους τύπους εξετάσεων του εγκεφάλου ή τεστ εγκεφαλικής λειτουργίας.

Υπάρχουν διάφορα είδη εξετάσεων που ίσως να έχουν διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικές χώρες. Υπάρχουν ειδικές ακτινογραφίες, ηλεκτρονικοί τομογράφοι, τομογράφοι εκπομπής ποζιτρονίων και μαγνητικοί τομογράφοι. Αυτές οι εξετάσεις είναι συχνά πολύ ακριβές, γι’ αυτό ο γιατρός σου είναι πιο πιθανό να σου ζητήσει να κάνεις ένα ηλεκτρο-εγκεφαλογράφημα, το οποίο ενώ είναι πολύ φθηνότερο μπορεί συχνά να είναι χρήσιμο για τον εντοπισμό πραγμάτων που δεν είναι όπως θα έπρεπε στον εγκέφαλό σου.

Έρευνες σχετικά με τις «φωνές» που χρησιμοποίησαν κάποια από αυτά τα τεστ (για παράδειγμα, μαγνητικές τομογραφίες) έχουν βρει πως, όταν οι φωνές είναι παρούσες ή εν δράσει, ενεργοποιούνται συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ακοή, ακόμη κι αν αυτοί που είναι μαζί με το άτομο που ακούει φωνές κατά τη διάρκεια της εξέτασης δεν ακούν τίποτα. Αυτού του είδους οι εξετάσεις φαίνεται να αποκαλύπτουν τουλάχιστον το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται σε λειτουργία όταν οι «φωνές» είναι σε δράση. Αλλά οι ερευνητές που έχουν τόσες ιδέες ακόμη δε γνωρίζουν τι ακριβώς προκαλεί τις «φωνές».

5. Το ότι ακούς φωνές σημαίνει πως είσαι ψυχικά άρρωστος ή τρελός;

Η απλούστερη απάντηση είναι Όχι. Το να ακούς φωνές από μόνο του δε σε κάνει ψυχικά άρρωστο. Οι συμπεριφορές που εντάσσονται στη ψυχική ασθένεια περιλαμβάνουν πολλά πράγματα και όχι ένα μόνο. Πολλοί επαγγελματίες (συμπεριλαμβανομένων των γιατρών) θα διαφωνούσαν με τις δύο πρώτες απαντήσεις.

Όμως, σήμερα υπάρχει ένα μεγαλύτερο εύρος απόψεων γι’ αυτό το θέμα απ’ ό,τι υπήρχε 40 χρόνια πριν. Ένας καλός τρόπος να το δεις είναι να καταλάβεις πως υπάρχουν άτομα που ακούν «φωνές» και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν προβλήματα που να υποδεικνύουν κάποιο είδος ψυχικής ασθένειας. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που έχουν κάποια ψυχική ασθένεια αλλά δεν ακούν φωνές, και σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί άνθρωποι στους οποίους έχει δοθεί ψυχιατρική διάγνωση ψυχικής ασθένειας (Romme & Escher 1993 & 2000).

Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν έχουν διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια αλλά που ακούνε «φωνές». Για παράδειγμα, άτομα που έχουν ιστορία μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ ή «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών (κρακ, κοκαΐνη) ίσως μερικές φορές αρχίσουν να ακούν «φωνές».

Άλλοι άνθρωποι που μπορεί να ακούνε «φωνές» είναι αυτοί που υποφέρουν από μανιοκατάθλιψη και από αυτό που ονομάζεται «διασχιστικές διαταραχές» (ένα παράδειγμα αποτελεί αυτό που ορίζεται ως «διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες»).

Ο Robin Murray, καθηγητής ψυχιατρικής του Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, υποστηρίζει ότι:

«Έρευνες του Ινστιτούτου έχουν δείξει ότι περίπου 4% του γενικού πληθυσμού ακούει φωνές και ότι τις φωνές αυτές μπορούμε να τις δούμε σε σαρωτές εγκεφάλου να απορρέουν από το μέρος του εγκεφάλου στο οποίο κανονικά παράγονται οι λεκτικές σκέψεις ή ο «εσωτερικός λόγος». Ωστόσο, πολλά άτομα που ακούν φωνές βασανίζονται από αυτές. Έτσι, μαζί με το Νοσοκομείο Maudsleyλειτουργούμε μία Κλινική για Άτομα που Ακούν Φωνές είτε αυτοί πιστεύουν ότι υποφέρουν από κάποια ασθένεια είτε όχι .Ωστόσο, τα φάρμακα σπάνια είναι αρκετά, και η γνωστικοσυμπεριφορική θεραπεία, μια θεραπεία μέσω ομιλίας, συχνά διευκολύνει την κατανόηση της ψυχολογικής προέλευσης των φωνών και του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισής τους .Εν ολίγοις, πολλοί άνθρωποι χωρίς διάγνωση σχιζοφρένειας ακούνε φωνές, ενώ πολλοί άνθρωποι διαχειρίζονται την εμπειρία τους καλά με την κατάλληλη βοήθεια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών που θεωρούνται φυσιολογικοί και αυτών που θεωρούνται διαταραγμένοι δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο συνήθως πιστεύουμε».

(Guardian, Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2002)

Παραπομπές και περαιτέρω αναγνώσματα

Όπου ήταν δυνατό, έχουν καταγραφεί οι αριθμοί ISBN και τα πλήρη ονόματα των συγγραφέων, ώστε να είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς που θα ήθελαν να παραγγείλουν αυτά τα βιβλία. Παρακαλώ σημειώστε πως κάποια βιβλία που βρίσκονται στον κατάλογο των παραπομπών ίσως έχουν εξαντληθεί, ωστόσο μπορεί να είναι διαθέσιμα σε βιβλιοθήκες. Άρθρα δημοσιευμένα σε περιοδικά μπορούν επίσης να αποκτηθούν μέσω των βιβλιοθηκών.

Richard P. Bentall (1990). The illusion of reality: A review and integration of psychological research on hallucinations. Psychological Bulletin, 107(1), 82-95.

M. Boyle (1990). Schizophrenia: Αscientific delusion. London: Routledge.

British Psychological Society, Division of Clinical Psychology (2000). Recent advances in understanding mental illness and psychotic experiences.

G.D. Casino & D. Adams (1986). Brainstem auditory hallucinosis. Neurology, 36, 1042-1047.

Peter Chadwick (1995). Understanding paranoia: What causes it, how it feels and what to do about it. Thorson, ISBN 0 7225 3023 4.

Peter Chadwick, M. Birchwood & P. Trower (1996). Cognitive therapy for delusions, voices and paranoia. Chichester: Wiley

J.L. Cummings, C.F. Barrit & M. Horan (1986-7). Delusions induced by procaine penicillin: Case report and review of the syndrome. International Journal of Psychiatry in Medicine, 16(2), 163-164.

J. Downs, Ed. Coping with voices and visions. Manchester: HVN Publications.

J. Downs, Ed. Starting and supporting voices groups. Manchester: HVN Publications.

G. Haddock (1995). Stress and hearing voices. Hearing Voices Network Journal (Winter edition).

Ivan Leudar & Phil Thomas (2000). Voices of reason, voices of insanity. London: Routledge, ISBN 0-415-14787-5

P.K. McGuire, G.M.S. Shah & R.M. Murray (1993) Increased blood flow in Broca’s area during auditory hallucinations in schizophrenia. The Lancet, 342, 703-706.

Marius Romme & Sandra Escher (1993). Accepting voices. UK: Mind Publications, ISBN 1 874690 13 8

Marius Romme & Sandra Escher (2000) Making sense of voices. UK: Mind Publications, ISBN 1874690 86 3

Oliver Sacks (1985). The man who mistook his wife for a hat. Picador, ISBN 0 330 29491 1

S. Smith (1997). Addict, ISBN 0-952-921502 (ένας απολογισμός της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα)

P. Thomas, (1997). Thedialecticsofschizophrenia. London: Free Association Books.

Tien, A.Y (1991). Distributions of hallucinations in the population. Social Psychology and Psychiatric Epidemiology, 26, 287-292.



ΠΗΓΗ:

http://www.hearingvoices.gr/index.php/el/2012-07-18-09-34-04/2012-07-18-09-34-49/item/38(accessed 25.10.14)


Friday, 15 March 2013

Σχιζοφρένεια



Πόσο συχνή είναι η σχιζοφρένεια; 

Περίπου το 1% του πληθυσμού αναπτύσσει σχιζοφρένεια κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κατά την διάρκεια ενός έτους περίπου 0,11 – 0,14 ανά 1000 άτομα θα εμφανίσουν για πρώτη φορά σχιζοφρένεια. Μια δεδομένη χρονική στιγμή, 2,5 – 5 ανά 1000 άτομα έχουν την διάγνωση της σχιζοφρένειας. Τα δεδομένα αυτά αναγόμενα στον Ελληνικό πληθυσμό σημαίνουν ότι κάθε χρόνο περιμένουμε στην Ελλάδα 1000 – 1500 περίπου άτομα να εμφανίσουν για πρώτη φορά σχιζοφρένεια, 25000 – 50000 άτομα πάσχουν από αυτή μια δεδομένη χρονική στιγμή και 100.000 περίπου Έλληνες θα αναπτύξουν σχιζοφρένεια κατά την διάρκεια της ζωής τους. Η διαταραχή εμφανίζεται το ίδιο συχνά σε άντρες και γυναίκες και οι πληροφορίες που αναφέρονται σ’ αυτό το κείμενο ισχύουν και για τα δύο φύλα. Μια διαφορά μεταξύ των δύο φύλων αφορά την ηλικία εμφάνισης των πρώτων ψυχωτικών εκδηλώσεων: οι άντρες νοσούν πιο συχνά μεταξύ 15 – 25 ετών και οι γυναίκες μεταξύ 25 – 35 ετών. Η εμφάνιση της σχιζοφρένειας πριν την ηλικία των 10 ετών και μετά τα 50 είναι εξαιρετικά σπάνια. Λιγότερο φανερά συμπτώματα όπως η κοινωνική απομόνωση ή απόσυρση, ασυνήθιστη ομιλία ή σκέψη ή συμπεριφορά, μπορεί να προηγούνται ή να έπονται των πρώτων ψυχωτικών συμπτωμάτων. 

Ποια είναι τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας; 

Ψευδαισθήσεις: Ο κόσμος του σχιζοφρενικού ασθενή μπορεί να κυριαρχείται από ψευδαισθήσεις, δηλαδή μπορεί να αντιλαμβάνεται πράγματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, μπορεί να ακούει φωνές που να του λένε να κάνει συγκεκριμένα πράγματα, να βλέπει ανθρώπους ή αντικείμενα που στην πραγματικότητα δεν είναι μπροστά του, ή να αισθάνεται αόρατα χέρια να αγγίζουν το σώμα του. Οι ψευδαισθήσεις αυτές μπορεί να είναι αρκετά τρομακτικές. Το άκουσμα φωνών που οι άλλοι άνθρωποι δεν ακούν είναι ο πιο συχνός τύπος ψευδαίσθησης στην σχιζοφρένεια. Οι φωνές αυτές μπορεί να σχολιάζουν τις ενέργειες του ασθενή, να μιλούν μεταξύ τους για τον ασθενή, να τον προειδοποιούν για επερχόμενους κινδύνους ή να δίνουν εντολές στον ασθενή για το τι να κάνει. 

Παραληρητικές Ιδέες: Είναι πεποιθήσεις ή πίστεις του ασθενή που είναι ψευδείς, δεν υπόκεινται στον έλεγχο της λογικής, παραμένουν παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις και δεν αποτελούν μέρος του πολιτισμικού περιβάλλοντος του ασθενή. Οι παραληρητικές ιδέες είναι συχνές στην σχιζοφρένεια και μπορεί να έχουν διάφορα θέματα, όπως ιδέες μεγαλείου, ιδέες δίωξης (ότι άλλοι άνθρωποι θέλουν το κακό του ασθενή) κ.λ.π. Μερικές φορές τα παραληρήματα στη σχιζοφρένεια είναι εξαιρετικά παράξενα – για παράδειγμα, η πεποίθηση ότι οι γείτονες ελέγχουν την συμπεριφορά του ασθενή με την βοήθεια μαγνητικών κυμάτων, ή ότι οι παρουσιαστές της τηλεόρασης απευθύνουν ειδικά στον ασθενή ιδιαίτερα μηνύματα ή ότι η σκέψη του ασθενή εκπέμπεται και γίνεται γνωστή και σε άλλους. Οι παραληρητικές ιδέες δίωξης, που είναι συχνές στην παρανοειδή σχιζοφρένεια, είναι παράλογες και ψευδείς πεποιθήσεις των ασθενών που πιστεύουν ότι άλλοι μπορεί να θέλουν το κακό τους, ότι τους κλέβουν, ότι προσπαθούν να τους δηλητηριάσουν ή ότι συνωμοτούν εναντίον τους. Ο ασθενής μπορεί να πιστεύει ότι ο ίδιος, ένα μέλος της οικογενείας του ή κάποιος άλλος είναι ο στόχος αυτής της φανταστικής καταδίωξης. 

Αποδιοργανωμένη Σκέψη: Συχνά, η σκέψη του σχιζοφρενικού ασθενή επηρεάζεται από την ασθένεια. Ο ασθενής μπορεί για ώρες να μην μπορεί να σκεφτεί “κανονικά”. Οι σκέψεις μπορεί να έρχονται και να φεύγουν πολύ γρήγορα από το μυαλό του και να μην μπορεί να τις “πιάσει”. Ο ασθενής μπορεί να μην έχει την δυνατότητα να συγκεντρωθεί για αρκετό χρόνο σε μια του σκέψη και μπορεί εύκολα να αποσπάται και να μην είναι ικανός να εστιάσει κάπου την προσοχή του. 



Πόσο συμμορφώνονται με τη θεραπεία τα άτομα με ψύχωση; 

Μία από τις σημαντικότερες αιτίες των υψηλών ποσοστών υποτροπής είναι η έλλειψη συμμόρφωσης στη θεραπεία. Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς έχουν ποσοστά μη συμμόρφωσης από 10 έως 30%, ενώ οι κοινοτικές δομές αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά που κυμαίνονται από 40 έως 50%. Σε κάποιες μελέτες το ποσοστό μη συμμόρφωσης στη θεραπεία στη διάρκεια ενός έτους μετά από το πρώτο επεισόδιο έφτασε το 59%. Το πραγματικό ποσοστό μη συμμόρφωσης πρέπει να είναι υψηλότερο, αφού οι μετρήσεις δεν υπολογίζουν τα άτομα που αρνούνται την αγωγή ή εγκαταλείπουν την παρακολούθηση. 

Η επιστημονική βιβλιογραφία αναφέρει ότι μόνο το ένα τρίτο των ασθενών με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν πλήρη συμμόρφωση στη θεραπεία. Το άλλο τρίτο παρουσιάζει μερική συμμόρφωση, δηλαδή οι ασθενείς αυτοί θα μειώσουν τη δόση του συνταγογραφούμενου φαρμάκου ή μερικές φορές θα παραλείψουν να το πάρουν. Το υπόλοιπο ένα τρίτο των ασθενών δεν θα ακολουθήσουν καθόλου τις συνταγογραφούμενες οδηγίες. Επίσης, οι κλινικοί συχνά υπερεκτιμούν τη συμμόρφωση των ασθενών τους, αφού συχνά δεν θεωρούν την έλλειψη συμμόρφωση ως πιθανή εξήγηση της θεραπευτικής αποτυχίας. 



Γιατί πρέπει να συμμορφώνονται στη θεραπεία τα άτομα με ψύχωση; 

Γενικά, σε ασθενείς με σχιζοφρένεια, η πτωχή συμμόρφωση ή η έλλειψη συμμόρφωσης με τη θεραπεία συνδέεται στενά με αυξημένο κίνδυνο υποτροπής, μεγαλύτερη συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο και μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας, όταν το άτομο εισαχθεί. Η επιδείνωση των συμπτωμάτων μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μη ανταπόκριση στη θεραπεία με αντιψυχωτικά και στην ανάπτυξη χρόνιας ψύχωσης. Η υποτροπή εξαιτίας της μη συμμόρφωσης έχει επίσης συνδεθεί με αυξημένη πιθανότητα βίαιων ή επικίνδυνων συμπεριφορών, κατά τις περιόδους κυρίως των παραγωγικών συμπτωμάτων της ψύχωσης. Επιπλέον, η μη ακολούθηση των γραφόμενων οδηγιών μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην πρόγνωση, ειδικά σε ασθενείς που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της σχιζοφρένειας, ενώ μπορεί επίσης να επηρεάσει την καθημερινή λειτουργικότητα και ποιότητα ζωής του ασθενούς. 



Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη συμμόρφωση στην αντιψυχωτική αγωγή; 

· Παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή: ηλικία, κοινωνική κατάσταση, στάση απέναντι στη νόσο και τη θεραπεία της. 

· Παράγοντες που σχετίζονται με τη νόσο: έλλειψη ευαισθησίας συμπτωματολογία, διάρκεια νόσου, χρήση αλκοόλ και ουσιών. 

· Παράγοντες που σχετίζονται με το γιατρό: παροχή πληροφόρησης, σχέση με ασθενή. 

· Παράγοντες που σχετίζονται με τη θεραπεία: παροχή πληροφόρησης, ικανοποίηση, παρενέργειες, περιπλοκότητα, επιτήρηση, διάρκεια. 

· Παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον του ασθενούς. 



Γενικές στρατηγικές για την αποφυγή της μη συμμόρφωσης. 

Εξασφάλιση στενής σχέσης γιατρού-ασθενή
Θεραπευτική στρατηγική που επιτρέπει μέγιστη αποτελεσματικότητα και ελάχιστες παρενέργειες, χρησιμοποιώντας ως πρώτης-γραμμής θεραπεία τα δεύτερης γενιάς αντιψυχωτικά
Συνταγογράφηση μίας ημερήσιας δόσης
Προτιμάται η μονοθεραπεία
Άμεση αντιμετώπιση των παρενεργειών
Παροχή προφορικών και γραπτών πληροφοριών σχετικά με τη νόσο και τη θεραπεία ακολουθώντας εμπεριστατωμένες οδηγίες
Τακτική συζήτηση θεμάτων κόστους / οφέλους
Ταυτοποίηση παραγόντων κινδύνου για συμπεριφορά μη συμμόρφωσης
Τακτική εκτίμηση της συμμόρφωσης
Σχεδιασμός εξωνοσοκομειακής φροντίδας κατά τη διάρκεια της νοσηλείας 



Είναι σκόπιμη η συμμετοχή των οικογενειών στη θεραπεία ατόμων με σχιζοφρένεια; 

Έχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς και οι οικογένειές τους που έχουν συμμετάσχει σε ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες παρουσιάζουν βελτίωση στην πρόληψη των υποτροπών, στη «συμμόρφωση» με τη φαρμακευτική αγωγή, στην καλύτερη κοινωνική προσαρμογή, στην ικανοποίηση από τη φαρμακευτική αγωγή, στην καλύτερη ενημέρωση για την ασθένειά τους, και στην απομυθοποίηση και απόστιγματοποίηση της ψυχικής νόσου. Ο πλήρης ψυχοεκπαιδευτικός κύκλος είναι 10 συναντήσεις, με συχνότητα μία ανά εβδομάδα, διάρκειας μίας ώρας η κάθε μία. Με απλό τρόπο αλλά με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση και με σεβασμό στο ιατρικό απόρρητο, δίδεται μία πλήρης πληροφόρηση σε όλα τα θέματα που αφορούν την ψυχική νόσο και ειδικότερα την σχιζοφρένεια. 



Πώς γίνεται η ψυχοεκπαίδευση των οικογενειών των ατόμων με σχιζοφρένεια; 

Εξετάζονται τα αίτια της ασθένειας, οι τρόποι αντιμετώπισης, τα φάρμακα, οι ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων, η ψυχοκοινωνική αντιμετώπιση, η πορεία και η εξέλιξη της νόσου, ο ρόλος της οικογένειας, και η κληρονομικότητα. Η ψυχοεκπαιδευτική ομάδα δίνει ταυτόχρονα την δυνατότητα στους συμμετέχοντες, να εκφράσουν την προσωπική τους εμπειρία, να ανταλλάξουν απόψεις, να αισθανθούν το «κοινό» του προβλήματος, να βγούνε από την απομόνωση, και να βρούνε λύσεις σε προβλήματα που μέχρι τώρα τους οδηγούσαν πολύ συχνά σε αδιέξοδο. 

Σημαντική προϋπόθεση για την καλύτερη αντιμετώπιση ενός θέματος, είναι η κατά το δυνατόν καλύτερη γνώση του. Η άγνοια της ασθένειας, της φαρμακευτικής αγωγής, της ψυχιατρικής προσέγγισης, μπορεί να δημιουργήσει ένα μύθο. Το μύθο της τρέλας, των θρησκευτικών – δαιμονικών δοξασιών, του φάρμακου – δηλητηρίου και των πιο περίεργων απόψεων για τον ψυχίατρο και τις ψυχοθεραπείες. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα τον φόβο που οδηγεί τον μεν ασθενή στη άρνηση της αρρώστιας και στη μείωση την συνεργασίας του στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, την δε κοινότητα στην στιγματοποίηση. Καταστάσεις που με την σειρά τους ενισχύουν τον φόβο, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, που σαν αποτέλεσμα έχει την απόρριψη της ασθένειας από τον ασθενή και του ασθενούς από την κοινότητα. Η ψυχοεκπαίδευση στοχεύει ακριβώς σε αυτό το σημείο. Στην γνώση της νόσου, που οδηγεί στην απομυθοποίηση της και επομένως στην καλύτερη αντιμετώπισή της. 



Ποιοι άλλοι τρόποι ψυχοεκπαίδευσης εφαρμόζονται; 

Tα τελευταία χρόνια με το κίνημα του αποϊδρυματισμού και την αντιμετώπιση του αρρώστου έξω από το ίδρυμα, στην κοινότητα, ο ρόλος της οικογένειας γίνεται ακόμη πιο σημαντικός αφού η οικογένεια αποτελεί το κύριο φυσικό υποστηρικτικό σύστημα για τον άρρωστο και τη βασική και πολλές φορές μοναδική πηγή φροντίδας. Για να βοηθηθούν οι οικογένειες ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ψυχικής διαταραχής έχουν αναπτυχθεί σύγχρονες παρεμβάσεις που απευθύνονται στην οικογένεια, όπως οι ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες συγγενών, οι υποστηρικτικές ομάδες συγγενών και οι ομάδες αυτοβοήθειας. Οι ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες συγγενών είναι εξαιρετικά χρήσιμες στην υπεύθυνη ενημέρωση των οικογενειών για την αρρώστια και την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. 

Οι υποστηρικτικές ομάδες συγγενών βοηθούν τους συγγενείς να νοιώσουν ανακούφιση από το βάρος της αρρώστιας, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τα άγχη και τις αγωνίες τους, να συμφιλιωθούν με την αρρώστια και να παλέψουν το στίγμα και την κοινωνική προκατάληψη. Αυτές οι ομάδες υποστήριξης αποτελούν συνήθως τη βάση για τη δημιουργία ομάδων αυτοβοήθειας. Οι ομάδες αυτοβοήθειας συστάθηκαν από οικογένειες για οικογένειες που έχουν ανάγκη βοήθειας αλλά και από ειδικούς που αναγνωρίζουν την ανάγκη αυτή. Στηρίζονται περισσότερο στη βοήθεια από τα μέλη που έχουν το ίδιο πρόβλημα και λιγότερο στη βοήθεια από τους ειδικούς. Οι ειδικοί πάντως είναι απαραίτητοι κυρίως στις ψυχοεκπαιδευτικές και τις υποστηρικτικές ομάδες. 

Βέβαια όλες αυτές οι ομαδικές παρεμβάσεις δεν είναι πανάκεια. Είναι όμως ένας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της σοβαρής ψυχικής ασθένειας που αναφέρονται στη οικογένεια. Ο εκπαιδευτικός και υποστηρικτικός τους ρόλος έχει ανεκτίμητη θεραπευτική αξία. 



ΠΗΓΗ: 

Ο Μ Π Ρ Ε Λ Α Διεπιστημονική Εταιρία Ψυχολογικής Παρέμβασης 


(accessed 15/3/13)