Monday 27 July 2020

Πώς η σχέση με τον πατέρα μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός παιδιού





Όλγα Ψωμιάδη Ψυχοθεραπεύτρια - Σύμβουλος Οικογένειας 








Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ενεργή και συνεπής θετική παρουσία του πατέρα κάνει μεγάλη, θετική διαφορά στην ανάπτυξη και την κοινωνικοποίηση των παιδιών.

Όταν ασχολείσαι με τον γιο ή την κόρη σου, τους στέλνεις ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Θέλω να είμαι ο πατέρας σου. Ενδιαφέρομαι για σένα. Απολαμβάνω την παρέα μαζί σου. Εσύ και εγώ έχουμε μία σχέση που είναι σημαντική για μένα.

Βεβαίως, το πώς συμπεριφέρεται ο πατέρας ως γονιός επιδρά σημαντικά στον τρόπο με τον οποίο κοινωνικοποιούνται τα παιδιά του. Οι μπαμπάδες που έχουν μία λογική, συνεπή, τρυφερή και συναισθηματική προσέγγιση όταν καθοδηγούν τα παιδιά τους, μεγαλώνουν παιδιά με ανεπτυγμένες ικανότητες, σωματικές, πνευματικές και συναισθηματικές. Μπαμπάδες που δεν δείχνουν αγάπη στα παιδιά τους και είναι απόμακροι ή/και αυταρχικοί μαζί τους, μεγαλώνουν παιδιά που είναι εξαρτημένα, απομονωμένα, και αγχωτικά.


Τα οφέλη της συμμετοχής του πατέρα

Η ενεργή συμμετοχή του πατέρα στη ζωή του παιδιού βελτιώνει την πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Τα παιδιά μπορούν να «δεθούν» με τους μπαμπάδες τους όσο και με τις μαμάδες. Το δέσιμο με τους γονείς παρέχει στο παιδί μία δυνατή σχέση για όλη του τη ζωή και μία ασφαλή βάση για να αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο.

Ο ρόλος του πατέρα είναι σημαντικός και έχει βαθιά επιρροή στην κοινωνική, συναισθηματική και νοητική ανάπτυξη του παιδιού. Οι μπαμπάδες δεν πρέπει να συγκρίνονται με τις μαμάδες, ούτε να θεωρούνται «αναπληρωματικοί» της μητέρας. Οι μαμάδες και οι μπαμπάδες αλληλεπιδρούν με τα παιδιά με διαφορετικούς και μοναδικούς τρόπους. Αυτοί οι ρόλοι δεν είναι ίδιοι, ούτε εναλλασσόμενοι. Ο κάθε ένας έχει την δική του συνεισφορά.

Έρευνες καταδεικνύουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ένα πατέρα που συμμετέχει ενεργά στη ζωή τους απολαμβάνουν πολλά οφέλη, τα οποία συνεχίζονται για όλη τους τη ζωή:
Έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο
Δημιουργούν καλύτερες σχέσεις
Έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
Όταν ενηλικιωθούν, έχουν καλύτερες δουλειές και πιο επιτυχημένες καριέρες
Είναι συναισθηματικά πιο ώριμα και ισορροπημένα
Έχουν λιγότερο παραβατική συμπεριφορά
Πατέρας και παιχνίδι

Οι μπαμπάδες παίζουν διαφορετικά με τα παιδιά τους, με πιο έντονες δραστηριότητες που απαιτούν μεγαλύτερη συμμετοχή του σώματος. Χρησιμοποιούν περισσότερη σωματική επαφή και αφιερώνουν περισσότερο από τον χρόνο με τα παιδιά στο παιχνίδι (κατά μέσο όρο 40% σε σχέση με 20% των μαμάδων). Οι μαμάδες συνήθως εντάσσονται αυτόματα στο επίπεδο του παιχνιδιού του παιδιού, αφήνοντας το να διευθύνει εκείνο το παιχνίδι. Αντίθετα, οι μπαμπάδες είναι πιο πιθανό να αναλάβουν αρχηγικό ρόλο στο παιχνίδι.

Ενθαρρύνουν περισσότερο την ομαδικότητα και προτρέπουν τα παιδιά να πειραματιστούν με νέα παιχνίδια, να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, να ανταγωνιστούν, και να επεκτείνουν τα όρια των γνώσεων και των δυνατοτήτων τους. Τα παιδιά χρειάζονται και τους δύο τρόπους παιχνιδιού και αλληλεπίδρασης: χρειάζονται την ευκαιρία να κατευθύνουν και να ηγούνται εκείνα, αλλά και την ώθηση να δοκιμάσουν τις δυνατότητες τους και να τις επεκτείνουν.

Όταν οι μαμάδες νουθετούν τα παιδιά, έχουν την τάση να προσαρμόζουν την τιμωρία στην παρούσα κατάσταση του παιδιού. Ένας πατέρας είναι πιο σύνηθες να εφαρμόζει την πειθαρχία με κανόνες. Οι μαμάδες προσφέρουν στα παιδιά μεγαλύτερη ευελιξία και διατρέχουν το ρίσκο να μπουν σε διαπραγμάτευση διαρκείας. Οι μπαμπάδες προσφέρουν στα παιδιά προβλεψιμότητα, αλλά διατρέχουν το ρίσκο να γίνουν άκαμπτοι. Οι μαμάδες -συνήθως- προσφέρουν περισσότερη κατανόηση, ενώ οι μπαμπάδες περισσότερη συνέπεια.
Τι σημαίνει να συμμετέχεις ενεργά;

Ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά των μπαμπάδων που ασχολούνται ενεργά με την ανατροφή των παιδιών τους:
Συμμετέχουν στα μικρά, καθημερινά γεγονότα της ζωής των παιδιών τους
Δείχνουν την αδιαμφισβήτητη αγάπη τους, επικοινωνώντας με τα λόγια τους, την τρυφερότητα τους, το χαμόγελό τους και τις πράξεις τους σε κάθε παιδί πόσο μοναδικό είναι. Οι μπαμπάδες πρέπει να μεταδίδουν στα παιδιά τους το αίσθημα ότι η αγάπη τους προς αυτά είναι άνευ όρων και θα κρατήσει για πάντα, ό,τι και να γίνει.
Στηρίζουν τα παιδιά τους – οικονομικά, συναισθηματικά, πνευματικά, πρακτικά και κοινωνικά. Είναι περήφανοι που είναι μπαμπάδες των παιδιών τους.
Πειθαρχούν τα παιδιά τους κατάλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την προσωπικότητα του κάθε παιδιού. Με το να μαθαίνουν στα παιδιά τους την πειθαρχία, με αγάπη και σεβασμό, τα βοηθούν να κοινωνικοποιηθούν σωστά, με θετικό τρόπο.
Οργανώνουν το πρόγραμμα τους με τέτοιο τρόπο ώστε τακτικά να αφιερώνουν χρόνο αποκλειστικά στα παιδιά τους: είτε για να πάνε μαζί σε ένα θέαμα (αθλητικό, καλλιτεχνικό), είτε για να διαβάσουν μαζί ένα βιβλίο, να παίξουν, να κάνουν μαζί κάποιες δουλειές ή και απλά να χαλαρώσουν και να κάνουν παρέα.
Προσφέρουν συνέπεια και σταθερότητα στη ζωή των παιδιών τους, δημιουργώντας ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά μπορούν να βασίζονται κάθε μέρα.

Έχει σημασία ο χρόνος να είναι ποιοτικός. Η έμφαση δεν είναι μόνο στο πόσο χρόνο περνάς με το παιδί σου αλλά και στο τι κάνεις μαζί του. Όταν είστε μαζί, είναι το παιδί το κέντρο της προσοχής σου ή απλά προσπαθείς να το κρατήσεις απασχολημένο όσο εσύ ασχολείσαι με άλλα πράγματα; Κάνετε μαζί κάτι που αρέσει και στους δύο; Έχεις την απαραίτητη ενέργεια που χρειάζεσαι για τις ώρες που έχεις κανονίσει να περάσεις με τα παιδιά σου;

Εξίσου σημαντικό είναι να μην συγχέεται η προσφορά με την αγάπη. Παρόλο που, προφανώς, η παροχή κατάλληλης τροφής, ένδυσης και στέγης είναι απαραίτητα για να φροντίσει κανείς ένα παιδί, αυτό που το παιδί χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τους γονείς του είναι η αγάπη, η ασφάλεια, το ενδιαφέρον και η υποστήριξή τους.


Εμπόδια στην ενεργή συμμετοχή του πατέρα

Εμπόδιο: Η πίεση της δουλειάς και οι απατήσεις της καριέρας μπορεί να αφήνουν λίγο χρόνο για τη «δουλειά του γονιού». Οι προσωπικές επιλογές καθώς και οι πολιτικές των διαφόρων εταιρειών επηρεάζουν τον διαθέσιμο χρόνο.

Προτροπή: Η διάθεση επαρκούς χρόνου στα παιδιά πρέπει να γίνει προσωπική σου προτεραιότητα.

Εμπόδιο: Ορισμένες μητέρες ανησυχούν, θέλουν να έχουν εκείνες τον έλεγχο και – συνειδητά ή μη - «σαμποτάρουν» την αυξημένη συμμετοχή του πατέρα στο μεγάλωμα των παιδιών.

Προτροπή: Προκειμένου οι μπαμπάδες να μπορέσουν να έχουν ενεργή συμμετοχή στις ζωές των παιδιών τους, πρέπει και οι μαμάδες να επιτρέψουν τη συνεργασία στο μεγάλωμα των παιδιών.

Οι μητέρες που βλέπουν θετικά τη συμμετοχή του πατέρα και μιλούν θετικά στα παιδιά για τον πατέρα τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να έχουν έναν εξίσου συμμετέχοντα με αυτές γονιό. Οι άντρες που πιστεύουν ότι είναι καλοί μπαμπάδες και που πιστεύουν ότι και οι γυναίκες τους τους θεωρούν καλούς μπαμπάδες, ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά.

Εμπόδιο: Η έλλειψη προετοιμασίας και υποστήριξης στους άντρες –σε σχέση με τις γυναίκες – για τον ρόλο του πατέρα (κοινωνικά πρότυπα, πηγές πληροφόρησης, κλπ.)

Προτροπή: Σήμερα, υπάρχουν όλο και περισσότερες πηγές πληροφόρησης και υποστήριξης για τους μπαμπάδες. Διαβάστε βιβλία, συμβουλευθείτε έγκυρες πηγές στο internet, μιλήστε σε ειδικούς, αλλά και σε άλλους μπαμπάδες, προκειμένου να πάρετε πληροφορίες και να νιώθετε πιο σίγουροι για τη συμπεριφορά σας ως πατέρας.

Οι μπαμπάδες που αναλαμβάνουν όλο και περισσότερο την γαλούχηση και φροντίδα των παιδιών, ορίζουν εκ νέου την έννοια της πατρότητας.


ΠΗΓΗ:

Tuesday 21 July 2020

Engaging With The Arts Is Related To Greater Wellbeing (But It’s Not Entirely Clear Why)

By Emma Young

Social isolation and fears for our family and friends, as well as ourselves, have all affected psychological wellbeing during the COVID-19 lockdown. But being unable to visit an art gallery, theatre or live music venues may also have taken its toll. According to new research by Peter Todderdell at the University of Sheffield and Giulia Poerio at the University Essex, such experiences contribute to wellbeing in a way that watching a sporting event, for example, does not. The pair’s new paper, published in Emotion, presents the first longitudinal examination of the effect of engaging with the “artistic imagination” — rather than actively taking part in an artistic endeavour — on wellbeing.

The pair reasoned that exposure to art can affect us in various ways. We might report the “elevating” experiences of feeling awed or inspired, for example. These “eudaimonic” states can contribute to a feeling that our life has meaning, and to a sense of personal growth. Exposure to art might alternatively (or also) generate simpler feelings of pleasure — a hedonic/emotional type of wellbeing. Perhaps it may also help us to view our lives more positively, contributing to life satisfaction.

Todderdell and Poerio explored to what extent exposure to various types of art — and the frequency of exposure — might trigger these feelings and influence these aspects of wellbeing. They classified “art” quite broadly, including everything from going to the theatre or a live concert to listening to music and watching a TV drama.

In the first of three studies, the pair asked 544 participants (mostly female, and mostly students) to report on encounters with art during the previous day, and to complete questionnaires measuring various types of wellbeing (e.g. emotional wellbeing, feelings that life has meaning, and life satisfaction). As a comparison, these participants were also asked whether they had watched, listened to or attended any sports activities on the day before.

The researchers found that engaging with a variety of different arts (rather than total time spent with them) was associated with greater feelings of satisfaction and meaning in life. However, live arts and visual arts (which included drawings, paintings and photography) were associated with the highest level of elevating experiences, and with all forms of wellbeing — a link that was simply not apparent for sports spectating.

To delve deeper, the team ran a second study, in which 50 participants used their phones to report twice a day, for ten days (covering two weekends) on any art encounters or sports spectating, and on their current wellbeing. The results showed that unlike sports spectating, engaging with art was positively linked to all aspects of wellbeing. As before, greater “elevating feelings” during their artistic encounters seemed to be important, as higher levels of these feelings were positively associated with all aspects of wellbeing. Live arts again produced the strongest elevating experiences, and had positive associations with wellbeing, as did visual and literary arts. However, listening to music and watching movies or other screen-based dramas did not show any significant association with wellbeing.

For a third study, the researchers turned to data on almost 28,000 people from an existing UK longitudinal study. This time, they looked at levels of “art engagement” — reports of attendance at a variety of arts events, from a carnival to an art exhibition — “art participation” (dancing, photography, etc), and also participation in moderate intensity sports over a 12 month period. They then compared these with scores on a general wellbeing index.

The analysis showed that participants who more frequently attended live art events  showed greater wellbeing three years later — even after their wellbeing levels at that first time point were taken into account. However, higher initial levels of wellbeing were also linked to greater subsequent engagement with the arts. So it seems that a certain level of wellbeing may drive us to engage with art, but that engagement then improves wellbeing still further. Interestingly, these links were much stronger for attendance than participation.

The researchers took all kinds of factors, including age, gender, employment, income, into account when they performed their analysis. And they ultimately conclude that the “frequency of attendance at arts events had a positive association with subsequent mental wellbeing that was equivalent or greater than the effects of employment, marriage and education; stronger than the effect of participative arts; and equivalent to the well-established positive effect of participation in moderate intensity sport.”

It’s worth noting that when we go to the theatre or a musical concert, it’s often with friends or family. This social contact could be important for explaining why these two types of arts engagement had the most consistent positive relationships with all aspects of wellbeing. However, watching a sporting event is often a social event, too, and the initial studies suggested that this doesn’t have the same effect on wellbeing.

Overall, then, the work does suggest that engaging with art has a significant effect on wellbeing — and a more powerful effect than more active participation. But, of course, the major caveat with this work is that it is correlational. And the data can’t rule out that some other factor — the personality traits of extraversion and openness, perhaps — drive both greater engagement in the arts, and greater wellbeing. More work is clearly needed to delve further into the role of art in our wellbeing — and the effects on us when we are deprived of it.


SOURCE:

https://digest.bps.org.uk/2020/07/16/engaging-with-the-arts-is-related-to-greater-wellbeing-but-its-not-entirely-clear-why/#more-39933(accessed 21.7.20)


Tuesday 14 July 2020

Ο ρόλος της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου







Η τέχνη συνίσταται από μια ποικιλία μορφών, από ένα σύνολο σύνθετων δραστηριοτήτων που απαντούν σε όλες τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς. Η τέχνη και οι διάφορες μορφές της συνδέονται με στάσεις ζωής, με αξίες, με πρότυπα συμπεριφοράς μιας δεδομένης κοινωνικής ομάδας ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Συνδέονται επιπλέον όχι μόνο με το παρόν, αλλά και με το παρελθόν και το μέλλον. Συνδέονται εν τέλει με τη ζωή μας με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Οι ψυχολογικές-ψυχοθεραπευτικές αλλά και ψυχοπαιδαγωγικές επιδράσεις-διαστάσεις της τέχνης έχουν κινήσει το ενδιαφέρον από τους αρχαίους ακόμα χρόνους και ιδίως από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Έκτοτε απασχόλησε πολλούς μελετητές σε φιλοσοφικό και αισθητικό πλαίσιο αλλά και σε γνωστικό.

Όταν ήμασταν μικρά παιδιά αφιερώναμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας στο να παίζουμε, να χορεύουμε, να πειραματιζόμαστε με τα χρώματα και τα υλικά της φύσης, να λέμε φανταστικές ιστορίες ή να υποδυόμαστε ρόλους έξω από εμάς χωρίς να φοβόμαστε την κριτική. Αυτές οι αυθόρμητες δραστηριότητες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την καθημερινότητά μας.

Από όλες αυτές τις δράσεις αντλούσαμε μεγάλη ευχαρίστηση και ικανοποίηση καθώς ανακαλύπταμε και αποκαλύπταμε τη δική μας δημιουργική επινόηση με αρκετή δόση μαγείας, ελευθερίας και παρόρμησης.

Ερχόμασταν συνεπώς σε καθημερινή βάση με ποικίλες μορφές τέχνης οι οποίες έπλαθαν την προσωπικότητά μας τόσο σε ψυχοσυναισθηματικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο. Με σκοπό να αντιληφθούμε τη χρησιμότητα της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου ας προσπαθήσουμε να την προσεγγίσουμε ως ένα εργαλείο, ένα μέσο άντλησης μιας πληθώρας δεξιοτήτων.

Διαβάστε σχετικά: 15 σπουδαία έργα τέχνης που συνδέονται με την ψυχολογία

Η τέχνη ως μέσο απόλαυσης και ευχαρίστησης. Η ηδονιστική αυτή προσέγγιση στο δυτικό πολιτισμό προκύπτει από την κυρηναϊκή φιλοσοφική σχολή των αρχαίων Ελλήνων και διαρκεί έως σήμερα. Οι άνθρωποι δημιουργούν έργα τέχνης εκφράζοντας σκέψεις και συναισθήματα καθώς και ενδόμυχες παρορμήσεις όπου λαμβάνουν μορφή, σχήμα, χρώμα και μέγεθος.

Το άτομο που δημιουργεί και βιώνει ένα έργο τέχνης έχει τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζει τα βιώματα του πραγματικού κόσμου και συγχρόνως να απελευθερώνεται από το άγχος και την πίεση της καθημερινής του ζωής.

Η τέχνη ως μέσο για να αναπτυχθούν όλες οι εν δυνάμει νοητικές και σωματικές ικανότητες του ατόμου. Μέσω της τέχνης, διεγείρεται η φαντασία, η δημιουργικότητα, η μνήμη, η συγκέντρωση, η αντίληψη, γνωστικές λειτουργίες του ατόμου που είναι χρήσιμες σε ποικίλους τομείς της ζωής του όπως μαθησιακό, παιδαγωγικό, κοινωνικό, επαγγελματικό.

Η δημιουργική δραστηριότητα δεν οδηγεί πάντα στην παραγωγή έργων τέχνης με καλλιτεχνική αξία, ωστόσο μέσω της διαδικασίας αυτής το άτομο αποκτά ιδιαίτερες συγκινησιακές και γνωστικές εμπειρίες, γεγονός που από τη βάση του χαροποιεί, προκαλεί ενδιαφέρον και δημιουργεί ένα ευχάριστο περιβάλλον.

Η τέχνη ως μέσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής με μια διαφορετική προσέγγιση. Ένας καλλιτέχνης προσεγγίζει τα ίδια δύσκολα ζητήματα μιας κοινωνίας ή ενός ατόμου με έναν ιδιαίτερο, δικό του τρόπο παράγοντας ευχαρίστηση και πολλές φορές ανακούφιση καθώς και μια τάση ελευθερίας και λύτρωσης. Χρησιμοποιώντας υλικά από το άμεσο περιβάλλον και με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες τα μετασχηματίζει σε μια νέα πραγματικότητα πιο συμβατή με τις δικές του ανάγκες.

Η τέχνη ως μέσω δημιουργίας ενός ιδεώδους, αρμονικού εαυτού. Οι άνθρωποι, χρησιμοποιώντας τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους , επινοούν ιδεώδεις, φανταστικούς κόσμους στους οποίους συνδυάζουν ελεύθερα τα στοιχεία της πραγματικότητας που προσαρμόζονται στις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες τους. Εκφράζουν κατ΄ αυτό τον τρόπο τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα προσωπικά τους θέλω και κινούνται προς μια προσπάθεια ευόδωσής τους.

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως είναι επιτακτική η ανάγκη να εντάξουμε την τέχνη και την οποιαδήποτε μορφή της στην καθημερινή μας ζωή καθώς αποτελεί ένα είδος ανάπτυξης και προσωπικής καλλιέργειας αλλά και ένα φυσικό αγχολυτικό χωρίς παρενέργειες!


ΠΗΓΗ:


Growing Up With Grandparents In The House Can Lead To More Negative Attitudes Towards The Elderly





By Emma Young

What happens if you grow up with a grandparent living in your home? Does the prolonged contact counter prejudices, biases and stereotypes of the elderly? Or might it instead encourage negative perceptions of older people as being slow, angry or sickly, for example?

These are important questions, partly because in some countries, though not all, an increasing number of elderly people are moving in with family members. In the US, for example, 15% of older adults are now living in someone else’s household, up from 7% in 1995.

Now a new paper, published in Social Psychology, by Brian T Smith and Kelly Charlton at the University of North Carolina, suggests that this trend could be causing undesirable outcomes: people in the study who had grown up with an elderly person had significantly lower opinions of the elderly than those who had not. However, these respondents did at least report less anxiety around their own ageing process.

Smith and Charlton studied 309 Americans, all recruited online. Of these, 194 reported growing up with an older adult — and 80 of these people said that the older adult in their home had suffered from a serious illness.

All the participants completed a series of surveys that explored, among other things, their current levels of contact with elderly people, the positivity (or otherwise) of this contact, their general attitudes towards elderly people, and also their anxieties about growing old themselves.

The analysis revealed that people who’d grown up with elderly people had lower opinions of older adults (this was especially true of those who’d grown up with an older adult who had been sick). The analysis also revealed that people in this group had greater levels of current anxiety about interacting with older adults. Overall, “our findings indicate that even years after a young adult has presumably moved out of the home, growing up in that home with an older adult had a significant negative effect on opinions of the elderly,” the researchers write.

This finding contrasts with other work suggesting that contact with ‘out’-groups (such as minority groups) can counter prejudices. However, the researchers did observe that participants who had grown up with an older adult and who then managed to maintain frequent contact with elderly people did have more positive current opinions of older adults. Among this group, the older adult who’d lived at home was less likely to have suffered from an illness.

Living with someone with a mental or physical illness can cause chronic strain and impact the health of others in the house, the researchers note. It often means that everyone in the house becomes a caregiver and, as the pair writes, “the effects of being a caregiver are generally negative, associated with severe negative and physical outcomes”.

Given all this, it’s surprising that people who’d grown up with an elderly person also reported being less anxious about their own ageing. But the researchers suspect cognitive dissonance could be at work here: “Younger adults who are faced with the realities of ageing (even if the older adult in their life is not seriously ill) may feel threatened by this. To reduce their discomfort at the idea of becoming older, they may tell themselves that their aging outcomes will be different.”

There are various limitations to the study. All the participants were American, so whether the same results would apply elsewhere is not clear. Also, the researchers didn’t ask the participants directly about their opinions of the older adult that they grew up with.

Still, the work does suggest that if a grandparent — especially a sick one — moves in to a family home, this will not necessarily improve the attitudes of children in the house towards older people. Parents may need to consider the quality of the relationship their children have with older people in their lives, and do whatever they can to encourage a positive relationship — especially if a grandparent is sick.


SOURCE:

https://digest.bps.org.uk/2020/07/13/growing-up-with-grandparents-in-the-house-can-lead-to-more-negative-attitudes-towards-the-elderly/(accessed 14.7.20)


Thursday 9 July 2020

Η απίστευτη σοβαρότητα του παραμυθιού





Είναι το παιδικό παραμύθι ικανό να συμβάλλει στην σχολική επίδοση του παιδιού; Η απάντηση είναι πως μπορεί να το βοηθήσει εξίσου, στο σχολείο και στην καθημερινή του ζωή. Οι φίλοι μας, τα βιβλία, μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τόσο σε πρακτικά κομμάτια όπως είναι η σχολική επίδοση όσο και στην αποκόμιση ανώτερων γνώσεων σχετικά με την λειτουργία του γραπτού λόγου στην καθημερινότητα μας.

Από το 106 π.Χ. κιόλας ο Κικέρων είχε πει πως αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται. Κατά τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού, το μπαλάκι για τον κήπο και για την βιβλιοθήκη πέφτει στους γονείς. Πολλές φορές οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας, μας απομακρύνουν από τα βιβλία, που για να τα απολαύσεις πρέπει να αφιερώσεις χρόνο. Για ένα παιδί, όμως, τα βιβλία έχουν ζωτική σημασία και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του τα στερήσει.

Αν σκεφτούμε τις πιο πρακτικές απολαβές ενός παραμυθιού θα δούμε πως οι γονείς που διαβάζουν βιβλία στην καθημερινότητα τους, βοηθούν τα παιδιά τους ώστε να αναπτύξουν κοινωνική ρουτίνα με αυτά.

Πιο απλά, τα παιδιά εκείνα, χωρίς να τα έχει εκπαιδεύσει κάποιος, γνωρίζουν πως να κρατούν σωστά ένα βιβλίο και να γυρνούν τις σελίδες για να ακούσουν την ιστορία παρακάτω. Έχουν επίγνωση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να το προσέχουν για να μην χαλάσει. Οι δεξιότητες της γραφής και την ανάγνωσης έχουν τοποθετημένες τις ρίζες τους στην πρώιμη επαφή των παιδιών με τα βιβλία.

Ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου, τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως οι εικόνες ταυτίζονται με τα γραμματικά σύμβολα. Η επαφή τους με τα βιβλία, χωρίς να έχουν πάει σχολείο, τους μαθαίνει ότι κάθε σύμβολο (γράμμα) έχει έναν ήχο κι ότι οι ήχοι- γράμματα, που δείχνει αυτός που τους διαβάζει με το δάχτυλο του, φτιάχνουν όλα μαζί την λέξη που ακούν ταυτόχρονα. Παράλληλα, αποκτούν την δεξιότητα να ταυτίζουν τις λέξεις αυτές, με την εικόνα που βλέπουν και κάπως έτσι αρχίζουν να κατανοούν το πλαίσιο και την πλοκή της ιστορίας.

Διαβάστε σχετικά: Το διάβασμα μόλις 20 σελίδων την ημέρα έχει θετική επίδραση στην ψυχολογία μας

Η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει εξαιρετικά ευχάριστη όταν τα βιβλία είναι κατάλληλα για την ηλικία του παιδιού αλλά και για τα ενδιαφέροντα του, ένα θέμα για το οποίο θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο. Τα παιδιά με την κατάκτηση των παραπάνω δεξιοτήτων έχουν το πλεονέκτημα, όταν πάνε σχολείο να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο μέσα στην σχολική αίθουσα.

Σε αντίθεση, τα παιδιά που δεν έμαθαν να διασκεδάζουν με τις ιστορίες, και συνεπώς δεν είναι τόσο κινητοποιημένα ώστε να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, θα πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερο κόπο κατά τα πρώτα τους σχολικά χρόνια.

Η κατάκτηση της κοινής προσοχής είναι ένα ακόμα πλεονέκτημα των παιδιών που έχουν, από την πρώιμη ηλικία, επαφή με τα βιβλία. Η διάθεση τους, δηλαδή να μοιραστούν αντικείμενα και στιγμές με έναν άλλο άνθρωπο χωρίς αυτό να τα αποσπά. Η δεξιότητα αυτή είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη για τα σχολικά χρόνια των παιδιών. Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε πως τα παιδικά παραμύθια εκτός από πρακτικές δεξιότητες ενισχύουν και την επίγνωση των παιδιών στην λειτουργία του γραπτού λόγου.

Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που αναγνωρίζουν την λειτουργία των λέξεων μέσα από τα βιβλία, την εφαρμόζουν και στην καθημερινότητα τους. Οι λέξεις στην αρχή θα λειτουργούν σαν ολοκληρωμένες εικόνες τις οποίες το παιδί θα χρησιμοποιεί προς όφελος του, όπως είναι οι πινακίδες, τα λογότυπα, τα σήματα κ.α.

Από τα πρώτα σχολικά χρόνια κιόλας, δεν είναι τυχαίο που τα παιδιά που έχουν επαφή με τα βιβλία παρουσιάζουν έναν πιο πλούσιο και ολοκληρωμένο προφορικό και γραπτό λόγο. Οι ιστορίες που διαβάζουμε στα παιδιά τους παρέχει ένα πλαίσιο σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει τα ίδια να οργανώσουν τις πληροφορίες όταν λένε ιστορίες μόνα τους.

Φυσικά, τα βιβλία αποτελούν πάντα μια αστείρευτη πηγή νέου λεξιλογίου αλλά και ιδεών. Όσο πιο πολλά βιβλία έχει ξεφυλλίσει ένα παιδί τόσο πιο πλούσια φαντασία θα αναπτύξει. Αποτέλεσμα σε αυτό, είναι ένας μελλοντικός μαθητής με διευρυμένες δεξιότητες σε μαθήματα που απαιτούν την ανάπτυξη δικών τους κειμένων.

Όπως είναι φυσικό, ένα παιδί που έχει μάθει να ζει με τα βιβλία παρέα θα είναι στο μέλλον ένας πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος. Θα έχει έναν ακόμα τρόπο για να περνά όμορφα την ώρα του ενώ παράλληλα θα εξευγενίζει την ψυχή του και θα αναπτύσσει τις δεξιότητες του. Δεν λέμε πως το να μην διαβάζεις βιβλία είναι κακό ή πως ταιριάζει σε όλους, λέμε όμως πως το να διαβάζεις βιβλία μπορούν να κάνουν την καθημερινότητα σου πολύ πιο πλούσια και εύκολη.

Τα παιδιά από μικρή ηλικία θα εκτεθούν σε νέους κόσμους, νέους πολιτισμούς, νέες γλώσσες, εικόνες, ιδέες, φαντασία. Θα μπορούν να δείξουν τον κόσμο τους μέσα από αυτά που θα μαθαίνουν πολύ πιο επιδέξια και προσιτά σε μικρούς και μεγάλους. Το παιδικό παραμύθι όπως και κάθε βιβλίο έχει στόχο να ανοίξει ορίζοντες και ν’ απαλύνει το μέσα όλων μας, μικρών και μεγάλων.

Μην νομίζετε γονείς, πως δεν έχετε να κερδίσετε κι εσείς από τα παιδικά παραμύθια. Θα είναι και πάλι μια δραστηριότητα για εσάς και το παιδί σας που θα μάθετε, θα γελάσετε, θα σκεφτείτε και θα ονειρευτείτε. Ο χρόνος με τα παιδιά σας είναι πολύτιμος και ένα καλό βιβλίο μπορεί πάντα να σας συντροφεύει όπου κι αν βρίσκεστε.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 8 July 2020

Παχυσαρκία: Ο ρόλος της ψυχικής υγείας στην αντιμετώπισή της







Η παχυσαρκία δεν είναι επιλογή και το να κάνουμε αυτά τα άτομα να ντρέπονται έχει ως αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται όλο και χειρότερα, σύμφωνα με νέα αναφορά κορυφαίων ψυχολόγων.







Οι ψυχολόγοι πιέζουν για αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε και τονίζουν ότι πρέπει να λέμε «άνθρωπος με παχυσαρκία» αντί για «παχύσαρκος».

Τα επίπεδα παχυσαρκίας στην Αγγλία αυξήθηκαν κατά 18% από το 2005 έως το 2017. Τα ποσοστά στη Ουαλία, τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία είναι παρόμοια. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους τέσσερις Βρετανούς είναι παχύσαρκος και τα δύο τρίτα των Βρετανών είναι υπέρβαρα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι αδύνατο ξαφνικά οι άνθρωποι να έχασαν τη θέλησή τους και τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν αλλού.







Στην παρούσα αναφορά καθίσταται ξεκάθαρο ότι αυτοί που είναι πιθανότερο να γίνουν παχύσαρκοι είναι εκείνοι που έχουν γενετική προδιάθεση και αυτοί που ενθαρρύνονται από τον περίγυρό τους (οικογένεια, σχολείο, φίλοι, εργασιακό περιβάλλον) να τρώνε υπερβολικά και να μην ασκούνται.

Ιδιαίτερα κινδυνεύουν επίσης εκείνοι που ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές καθώς το περιβάλλον τους προσφέρει περιορισμένες ευκαιρίες άσκησης και εύρεσης καλής ποιότητας προσιτών οικονομικά τροφίμων: οι άνθρωποι αυτοί συχνά βιώνουν υψηλά επίπεδα άγχους και έχουν τραυματικές εμπειρίες.

Το γεγονός ότι συχνά καμπάνιες δημόσιας υγείας, γενικοί γιατροί και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χλευάζουν τα άτομα αυτά για το βάρος τους επιδεινώνει τον φαύλο κύκλο υπερφαγίας και συνακόλουθης πρόσληψης βάρους.

Η Έντζειλ Τσάτερ, συντάκτρια της αναφοράς και καθηγήτρια υγείας και συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Bedfordshire, τονίζει την ανάγκη οι ψυχολόγοι να εκπαιδεύσουν τους γιατρούς ώστε να διαχειρίζονται καλύτερα την παχυσαρκία.



«Μπορεί να έχεις τη μεγαλύτερη θέληση αλλά αν δεν έχεις πρόσβαση στις υγιεινές τροφές δεν μπορεί να γίνει τίποτα» προσθέτει η ίδια.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η παχυσαρκία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως το κάπνισμα, που πλέον έχει μειωθεί σημαντικά.

Ο Σαρμπ Μπάγια από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρεία τονίζει ότι πρέπει όχι μόνο να εστιάσουμε την προσοχή μας στα άτομα με παχυσαρκία αλλά να απευθυνθούμε και στη δημόσια πολιτική η οποία είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο τα άτομα δε θα γίνονται παχύσαρκα.

ΠΗΓΗ:













Monday 6 July 2020

Self-Compassion Can Protect You From Feeling Like A Burden When You Mess Things Up For Your Group




By guest blogger Itamar Shatz

It feels bad to know that you’ve messed up, especially when other people have to pay a price for your actions. Unfortunately, this feeling is something that most of us end up experiencing at one point or another — when we’re placed on a team with other people at school or at a job, for instance, and make a mistake that forces our team members to do more work as a result.

However, recent research, published in Social Psychology by James Wirth at Ohio State University and his colleagues, shows that there is a trait that can reduce those negative feelings, called “self-compassion”.



Self-compassion is composed of three components: self-kindness, which involves showing kindness to yourself, mindfulness, which involves keeping your emotions balanced, and common humanity, which involves recognising that everyone experiences challenges. Past work has shown that self-compassion can be beneficial from an emotional perspective, for example by protecting people who write about their emotional pain, and by helping people with chronic pain lead happier and more active lives.

To see whether self-compassion could also protect people from the negative feelings that occur when they perform poorly in a way that hurts their group, the researchers conducted a series of online experiments, each with around 160 to 300 participants.

In the first experiment, participants imagined playing a trivia game as part of a team. Some imagined that they performed as well as their team members, while others imagined that they performed poorly, and thus reduced the team’s number of correct answers.

In the second experiment, participants actually engaged in a team task, in which they saw three words, and had to find a fourth word that linked them together. Some participants were told that they performed as well as their team members (who were actually computer agents), while others were told that they performed worse and that as a result, the team did not get enough answers correct and would have to answer more questions as a penalty.

In both cases, when people performed (or imagined performing) poorly, they experienced more negative emotions, suffered from lower self-esteem, felt more burdensome and ostracised, and expected more exclusion from other group members.

However, self-compassion significantly reduced these negative outcomes: participants who were high in self-compassion did not experience as many negative emotions and concerns over being a burden as those who were low in self-compassion.

In two further experiments, the researchers attempted to untangle the effects of poor performance from those of harming one’s group. In one experiment, participants were either asked to recall a time when their poor performance harmed members of their group, or when they performed poorly but not in a way that harmed their group. In the other, participants engaged in the same word creativity task as before. This time, however, all participants were told that they performed worse than their team members, but some were told that their team would be impacted by this, while others were told that there would be no harm to their team.

These studies showed that when their poor performance also harmed other members of their group, participants felt more negative social consequences, such as feeling burdensome. Again, self-compassion seemed to buffer against these negative effects.

The study does have some limitations, as the researchers themselves note. For example, the experiments were conducted in an online setting, where participants did not directly experience the in-person social interaction that plays an important role in these kinds of situations. Still, it’s encouraging that most of the study’s main findings replicated across all of the individual experiments.

Overall, these findings help explain why some people feel crushed when they make mistakes, while others manage to cope well. Furthermore, they suggest that practising self-compassion might help you cope with difficult situations where you feel you are being a burden on others. For example, if you’re part of a group project and you make a mistake, you could benefit from reminding yourself that everyone makes mistakes sometimes, and that you shouldn’t be too hard on yourself if you do so. If you’re someone who’s not naturally self-compassionate, this may be difficult, but as the researchers note, with enough practice, it might be possible to increase your self-compassion over time.

SOURCE:

Thursday 2 July 2020

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ


ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΑΣΚΗΤΗ



Μοναξιά και σχέση είναι δύο λέξεις που στο άκουσμά τους φαντάζουν αντιφατικές. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν σε μία σχέση, που κάποιος έχει επιλέξει να μοιραστεί τη ζωή του με κάποιον άλλον άνθρωπο, να βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς! Και όμως η μοναξιά «χτυπάει» την πόρτα του ζευγαριού, εμβόλιμα μπαίνει στη ζωή του και με περισσή ευκολία απειλεί τη σχέση του και γκρεμίζει τις προσδοκίες του.

Πώς άραγε και για ποιους λόγους φτάνουν δύο άνθρωποι στο σημείο να νιώθουν έτσι; Πολλοί υποστηρίζουν πως η σημερινή εποχή, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, το επαγγελματικό άγχος, το κυνήγι της ευμάρειας και του καταναλωτισμού, δυσκολεύουν το άτομο άρα και τη σχέση του με το άλλο φύλο.

Συχνά, οι ίδιοι οι άνθρωποι δημιουργούν μέσα στη σχέση τους τις προϋποθέσεις της μοναξιάς τους. Σταματούν να επικοινωνούν με τον σύντροφό τους, δεν εκφράζουν της αληθινές τους ανάγκες ή τις εκφράζουν με τρόπο αυταρχικό και χρεωστικό, κρύβοντας έτσι ο ένας από τον άλλον τις ανάγκες και τα «θέλω» του. Άλλοτε πάλι επιλέγουν να μιλούν μέσα από τη σιωπή τους. Αρχίζουν να αντιπαθούν τα πράγματα που τους γοήτευαν αρχικά στον άνθρωπο τους και έτσι, ενώ στην αρχή θεωρούσαν για παράδειγμα τον αυθορμητισμό του συντρόφου τους γοητεία, τώρα το μεταφράζουν ως αφέλεια, ανωριμότητα ή αδιαφορία. Εγκλωβίζονται στο άγχος της δικής τους καθημερινότητας και σκεπτόμενοι εγωιστικά θεωρούν πως ο άλλος δεν είναι ικανός να τους καταλάβει. Η μοναξιά αντανακλάται με γοργούς ρυθμούς και στη σεξουαλική τους ζωή, όπου και αυτή αρχίζει δειλά να «υποφέρει», αφού οι επαφές αραιώνουν δραματικά σε ένα κλίμα συναισθηματικά ψυχρό και σεξουαλικά άγευστο και άχρωμο. Οι ώρες που κάθονται αμίλητοι, προσηλωμένοι μπροστά στην τηλεόρασή είναι η κοινή τους στιγμή… μόνο που ακόμα και τότε ο καθένας είναι αποσυρμένος στις δικές του σκέψεις, εικόνες και όνειρα και βιώνει τη μοναξιά του στον προσωπικό του μικρόκοσμο.

Μέσα από την παραπάνω διαδικασία οδηγούνται οι σύντροφοι στη συναισθηματική μοναξιά, που αφορά ένα αόριστο και γενικευμένο αίσθημα κενού και έλλειψης ικανοποίησης, ενώ η διαπίστωση ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των προσδοκιών και της ρεαλιστικής απεικόνισης της σχέσης, τους βυθίζει ακόμα πιο πολύ. Στο κλίμα αυτό, όπου κυριαρχεί η σιωπή, η απόσταση, η συναισθηματική ψυχρότητα και τελικά η σεξουαλική απομάκρυνση, οι σύντροφοι αντί να μιλήσουν, επιλέγουν να ζουν βολεμένοι ο καθένας στη μοναξιά του, ακολουθώντας σε μια δυαδική σχέση τη δική του μοναχική πορεία. Επιλέγουν λοιπόν να μιλούν μέσα από τη σιωπή τους, ζώντας μαζί αλλά ουσιαστικά μόνοι…

Η μοναξιά του καθενός είναι σκληρή επιλογή αλλά η μοναξιά της σχέσης είναι αδυσώπητη και προμηνύει το τέλος της…

ΠΗΓΗ:



Wednesday 1 July 2020

Why Do We Overestimate The Importance Of The Country We Live In?


 


By Matthew Warren

What proportion of world history is the United Kingdom responsible for? While it’s clearly hard to put an exact number on it, you might be surprised by the answers participants gave in a 2018 study: on average, Brits believed that the country has contributed a whopping 55% of the total history of the world. And they weren’t alone: participants from 34 other countries all rated their own nations as having outsized contributions, from 11% in Switzerland to 61% in Russia.

Other work has found that people make similar claims about the regions they live in: one study found that Americans believe their own state is responsible for 18% of the nation’s history, despite just being one of 50 in the country. Now a series of studies in Memory & Cognition has looked at exactly why people make these judgements, known as “collective overclaiming”.

In the new paper, Morgan Quinn Ross at The Ohio State University and colleagues studied the phenomenon through the lens of support theory. Simply put, this theory states that the way an event is described influences how likely we believe it is to occur. In particular, if an event is “unpacked” into its constituent parts, we generally see it as more likely. For instance, people believe that a plane crash is more likely when they think about the possible causes of plane crashes — human failure, terrorism, and so on — than when they just think about the likelihood of a plane crash in general.

Across a series of five studies, the team examined whether a similar kind of bias could account for our tendency to overclaim the contributions of a particular region. In the first, 302 participants read about a fictitious country, Oloram, and were asked how much the territory Adivigan was responsible for the historical developments of the country. Crucially, participants either learned that there were a total of 5, 20, or 50 territories, of which Adivigan was just one, and were told to keep in mind that the total contribution of all territories should equal 100%.

Without any other information to go on, it would seem to make sense simply to estimate the contribution of Adivigan as a proportion of the total number of territories (i.e. 20% for the 5 territory condition or 2% for the 50 territory condition). And in the 5 territory condition, participants weren’t far off: on average they estimated that Adivigan was responsible for 23% of the country’s history. But participants considerably overestimated the contribution for the 20 and 50 territory conditions (average responses were 16% and 12% respectively, while the mathematically correct responses would be 5% and 2%).

This study showed that the extent of overclaiming increased when there were more territories. The researchers suggest that this may be because with people’s focus concentrated on Adivigan, they tend to lump all the other regions together, rather than considering them as many individual territories (i.e. they don’t “unpack” them, in the language of support theory). This means people are prone to underestimate the role of these other regions — particularly when there are more of them.

To test this idea further, the team asked a separate set of participants to complete a similar task, except this time they all read that Oloram had 5 territories. Some participants again rated the contribution of just one region, while the others rated all five. As expected, when the participants had to “unpack” the scenario by rating all of the territories, they were spot on, rating the contribution of each as 20%. But when they rated just one of the territories, they again overestimated its contribution at 39%.

In a later study, the team looked at whether the amount of information given to participants influenced their judgements. In the “minimal content” condition, they simply read that Adivigan was one of Oloram’s 20 territories; in the “content” condition they were given facts about the territory (e.g. that it has prominent shipping and trade industries and boasts a popular forest); and in the “detailed content” condition they read more detailed information (e.g. that it has more than 30 financial institutions and several rare tree species).

In all conditions, participants once again overestimated Adivigan’s contributions to the history of the country. But participants who received more information overestimated these contributions the most: those in the detailed content condition rated the contribution at 36%, compared to 14% in the minimal content condition.

Overall, the results suggest that our tendency to overclaim may at least partly be the result of cognitive biases: we overestimate the contributions of the region that is most salient to us or that we know most about — whether that is Adivigan or the UK. And while in the real world there’s probably an element of nationalism at play as well, the fact that these biases were seen even for fictitious territories suggests that that can’t be the sole explanation.

Most importantly, the findings also suggest a way to overcome this bias: by “unpacking” all the other alternative regions, rather than considering them as one entity. So, suggest the authors, learning about the history of other countries could help reduce the “inflated perceptions” you might hold about your own nation.

SOURCE: