Thursday 29 October 2020

Απιστία μέσω διαδικτύου


Χρυσαυγή Τσώλα Ψυχολόγος, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια Απρ 7, 2019 4048 0






Τα τελευταία χρόνια η εύρεση συντρόφου μέσω διαδικτύου έχει γίνει κοινός τόπος. Το διαδίκτυο έγινε το πιο εύκολο μέρος για κοινωνική αλληλεπίδραση και φλέρτ.

Έρευνες δείχνουν ότι το 40% των ενηλίκων στην Αμερική, χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για να φλερτάρουν με κάποιον. Μάλιστα, περίπου το 20% όλων των χρηστών του διαδικτύου αναφέρουν ότι συμμετέχουν σε κάποιου είδους σεξουαλική δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Το 11% των χρηστών του διαδικτύου, εκτός από το να φλερτάρουν, έχουν αναζητήσει σύντροφο χρησιμοποιώντας αυτό το μέσο. Από αυτούς, το 17% ανέφερε ότι ξεκίνησε μία μακροχρόνια σχέση. Εκτός από τα φόρουμ και τις σελίδες γνωριμιών, κάποιοι άνθρωποι ανέφεραν ότι γνώρισαν συντρόφους από διαδικτυακά παιχνίδια.



Όμως τι σημαίνει απιστία μέσω διαδικτύου; Συχνά ταυτίζουμε την απιστία με τη σεξουαλική επαφή που έχει ένας ή μία σύντροφος εκτός σχέσης. Οπότε, είναι απιστία η σχέση μέσω διαδικτύου; Πως θα ορίζαμε μία σχέση που χαρακτηρίζεται μόνο από ανταλλαγή ερωτικών email; Μήπως η συναισθηματική εγγύτητα είναι αρκετή ώστε να κάνουμε λόγο για απιστία;

Το να μιλάς πολλές ώρες την ημέρα και να μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με έναν φίλο που γνώρισες στο facebook, είναι απιστία; Ή μήπως το βασικό χαρακτηριστικό της απιστίας είναι η μυστικότητα; Η μυστική παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού μέσω διαδικτύου είναι απιστία;

Φυσικά, δεν υπάρχει μία απάντηση. Το τι είναι απιστία ορίζεται από το ¨συμβόλαιο¨ (δηλαδή τις ρητές και άρρητες συμφωνίες) του κάθε ζευγαριού, αφού δεν υπάρχει κάποιος καθολικός κανόνας για το τι επιτρέπεται σε μία σχέση και τι είναι φυσιολογικό. Συνεπώς, ως απιστία μέσω διαδικτύου μπορούμε να ορίσουμε οποιαδήποτε παραβίαση του συμβολαίου του ζευγαριού, που συμβαίνει μέσω διαδικτύου.
Τι ανάγκες καλύπτουν οι σχέσεις μέσω διαδικτύου;

Η διαφορά των εξωσυζυγικών σχέσεων από εκείνες που συνάπτονται μέσω διαδικτύου είναι ότι οι τελευταίες, σχετίζονται συχνά με την ανάγκη για επικοινωνία και όχι τόσο για σεξουαλική επαφή. Οι άνθρωποι που διατηρούν εξωσυζυγικές σχέσεις από το διαδίκτυο, αναφέρουν ότι αυτό που κερδίζουν είναι η σύνδεση και η εγγύτητα που τους έλειπε από τη βασική τους σχέση. Η ελκυστικότητα και η σεξουαλικότητα του άλλου ατόμου, είναι στοιχεία όχι τόσο σημαντικά.

Επίσης, οι σχέσεις αυτές συνδέονται περισσότερο με την ανάγκη για αποδοχή. Σε μία σχέση μέσω διαδικτύου οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τον εαυτό τους όπως επιθυμούν. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από την αίσθηση μη αποδοχής που βιώνουν κάποια ζευγάρια στη σχέση τους λόγω της αυξημένης κριτικής που ασκεί ο ένας στον άλλο. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα να ωραιοποιήσουμε τον εαυτό μας και τα χαρακτηριστικά μας που νιώθουμε ότι έχουν υποτιμηθεί ώστε να ανακτήσουμε τη δύναμή μας.
Γιατί είναι χρήσιμη η θεραπεία ζεύγους;

Η απιστία είναι το αποτέλεσμα - το σύμπτωμα - που φέρνει πολλά ζευγάρια στη θεραπεία. Το σύμπτωμα αυτό, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για ουσιαστικές αλλαγές στη σχέση, όταν και οι δύο το επιθυμούν. Σε πολλές περιπτώσεις, η εξωσυζυγική σχέση αποτελεί, παραδόξως, μία προσπάθεια διατήρησης της αρχικής σχέσης. Μέσω της δημιουργίας ενός τριγώνου, αποκαθίσταται η ισορροπία και ανακουφίζεται η ένταση που είχε το συζυγικό σύστημα,. Έτσι, η αρχική σχέση διατηρείται αφού δε δυναμιτίζεται.



Κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, διερευνώνται και οι καταβολές του ζευγαριού. Ο τρόπος δηλαδή που το κάθε μέλος έχει βιώσει και καταγράψει το σχετίζεσθαι στις σημαντικές σχέσεις της ζωής του. Ο θεραπευτής δίνει χώρο στην έκφραση των συναισθημάτων που έχουν προκύψει από την απιστία και αναδεικνύει τη δυναμική της σχέσης. Στην πορεία, βοηθά το ζευγάρι να ορίσει τι σημαίνει απιστία και με ποιο τρόπο παραβιάστηκε το συμβόλαιο. Επίσης, διερευνώνται οι προσδοκίες του κάθε συντρόφου για τη σχέση και η ματαίωση των προσδοκιών αυτών. Τέλος, εφόσον και οι δύο το επιθυμούν, ορίζεται ένα καινούριο συμβόλαιο που βασίζεται σε πιο σταθερά θεμέλια.

Βιβλιογραφία
Guadagno, R. E., & Sagarin, B. J. (2010). Sex differences in jealousy: An evolutionary perspective on online infidelity. Journal of Applied Social Psychology, 40(10) 2636–2655.
Hertlein, K. M., & Piercy, F. P. (2005). A theoretical framework for defining, understanding, and treating internet infidelity. Journal of Couple & Relationship Therapy: Innovations in Clinical and Educational Interventions, 4(1), 79-91.
Hertlein, K. M., & Piercy, F. P. (2008). Therapist’s assessment and treatment of internet infidelity cases. Journal of Marital and Family Therapy, 34(4), 481–497.
Reibstein, J. (2013). Commentary: A different lens for working with affairs: using social constructionist and attachment theory. Journal of Family Therapy, 35, 368-380.


ΠΗΓΗ:

Making Visible the Invisible



Bricolage into activism in the arts and systems psychodynamic approaches of Deepening Creative Practice.

Bricolage meaning: the construction or creation from a diverse range of available things; something constructed or created from a diverse range of things, “bricolages of painted junk”.

This article explores timely examples of the bricolage at play in our transdisciplinary working across art and social science. It draws on contemporary experiences and the Tavistock Institute’s partnership with an arts organisation, Entelechy Arts, that has been working on the frontline of Covid-19 both in care homes and with vulnerable adults.

Entelechy Arts’ work has run parallel with one of the authors’ personal experience during recent months as the daughter of a care home resident and friend of someone suffering a mental health crisis. She has found herself on one side of some impermeable boundaries – the most difficult of these not being able to visit her mother in her care home from March to June, only recommencing now.

Faced with these barriers on an altogether different scale, Entelechy Arts in their pre-Covid form were running: tea dances for elders; guerrilla exhibitions in care homes; Echoes at Home; giving bedside performances for those nearing the end of their lives and staging public improvisations with people with profound and complex learning disabilities.

What were they to do when these connections were broken in March, and how could they maintain support during the unfolding trauma amidst detachment from those they loved and served?

One of the things Entelechy artists have done is to create a series of video ‘letters’ or artworks to the people that they usually sing, dance and perform with weekly. A deep reflection on their role resulted and was partly enabled when Rebecca Swift, Creative Director at Entelechy attended one of our Food for Thought Lunchtime Talks about our work with a school that experiences repeated bereavement. Rebecca described a light bulb moment that gave meaning to her and Entelechy’s work. It was an insight that moved them away from the role that many arts organisations working in the social care sector are given, as extended care providers, to a role that is more activist and political.

The light bulb moment for me from the Lunchtime Talk is probably obvious, but one we don’t have time to consider enough at Entelechy, because we are so busy and it’s often just under our noses. The understanding I gained from the talk confluences beautifully with conversations I have had recently with the artist teams working closely on the ground in care homes. The artists have often spoken about how the responsibility of the work can be terrifying – they are working on the boundary of what is normally ‘bounded’ (and hidden from society) over a threshold into being seen. We are working directly with society’s social defence systems – hence the fear. Like care staff and family members, we may feel those projections on behalf of the people we work with.

This all became much clearer to me due to the Lunchtime Talk, when the word ‘bounded’? or ‘tightly held bounded culture’ was used to describe the Special Educational Needs school. I then thought about this quality in relation to the outside world. A protected ecology and safe from the outside world, the school being a place where you fitted into and belonged to – away from society’s misperceptions.

As the conversations continued, I was reminded of an article1 which quoted the work of poet and psychoanalyst Valerie Sinason, and which I had read on my studies at the Tavistock and Portman NHS clinic on ‘Working with Groups’. They describe how society unconsciously wishes that children and people with complex disabilities don’t exist. The same of course goes for when we become frail and older, hidden away in care homes. Sinason (1992) suggests that ‘people with a learning disability are well aware of society’s wish that they had not been born’.

Entelechy works on the boundary or the threshold between the bounded away and the outside world – between invisibility to the outside world to visibility and impact on the world. Therein lies the fear and sense of risk we and our communities might feel in our work because we are engaging with our own and society’s ‘suppressed aggression’ towards those of us who are behind a boundary not seen. Visibility means we move over a threshold of pain. Our artists often sense this whilst trying to focus on the creative work that is being co-created and the strong bedrock of relationships from which the work arises. Visibility can feel like the unbounded.”
Rebecca Swift, Creative Director, Entelechy Arts.

The bricoleur, in this case, is the working between the arts and organisation, using a systems psychodynamic lens as a diagnostic for the state of these organisations. It’s about picking up other tools such as liminal rituals and practices from anthropology that enable sight of a role for Entelechy and its artists that is more meaningful and enabling – where the boundary between the organisation and the outside world softens from a wall to a veil.

This is what we mean when we say we will not flop into the utilisation of the arts in our work interactions and co-curation of the Deepening Creative Practice (DCP) programme. Our interest is to foster this capacity of creative being, role taking and activism illustrated in this example of working in our times.


‘Two Worlds’ – an improvisational exploration of communities coming together. Image Credit: Assia Ghendir, Entelechy Artist

Rebecca Swift again: “Art as activism finds itself on boundaries between worlds, situated on many intersections of arts, health, social care, well-being, innovation, professions, organisations, site, and architecture. Boundaries here are tangible, like a building and obvious lack of access, or more subtle like different variances of our social or organisational defence systems. Our work feels like an act of map-making or re-mapping, often out of the rubble of these societal boundaries, and in collaboration with communities in bringing attention and value to unacknowledged spaces and experience, other ways of being.”

This article was co-written by Juliet Scott, Programme Director of Deepening Creative Practice in Organisations and Rebecca Swift, Creative Director at Entelechy Arts. Entelechy are artist contributors to the DCP programme and their contribution to this year’s Autumn Season was ‘Two Worlds’ – an improvisational exploration of communities coming together. This writing evolves from Juliet’s and Rebecca’s work together towards this event.

Applications for Deepening Creative Practice 2021-22 are now open. Find out more about the programme and register your interest here.

1) Jones, R., Harrison, C., and Ball, M., (2008) Secondary Handicap & Learning Disability: A Component Analysis in Mental Health and Learning Disabilities Research and Practice, 2008, Vol 5, 300-311

SOURCE:

Friday 23 October 2020

H «εγκεφαλική ομίχλη Covid» πλήττει έναν στους τρεις που ξεπέρασαν τον ιό




Ο Μάικλ Ρέιγκαν δηλώνει ότι δυσκολεύεται να βρει τις σωστές λέξεις για να μιλήσει. 


Αφού κόλλησε κορωνοϊό τον Μάρτιο, ο Μάικλ Ρέιγκαν έχασε κάθε ανάμνηση από το 12ήμερο ταξίδι του στο Παρίσι, μολονότι αυτό είχε λάβει χώρα μόλις μερικές εβδομάδες νωρίτερα.


Ομοίως η Λίζα Μιζέλ, έμπειρη νοσοκόμα σε κλινική επείγουσας φροντίδας που αρρώστησε με Covid-19 τον Ιούλιο, πιάνει τον εαυτό της να ξεχνά καθημερινές πρακτικές θεραπείας και διαδικασίες ελέγχου εργαστηρίου, και αναγκάζεται να ερωτήσει συναδέλφους της για ορολογία που παλιότερα τής ερχόταν στο μυαλό αυτομάτως.

«Βγαίνω από το δωμάτιο και δε θυμάμαι τι μου έχει πει μόλις πριν ο ασθενής, νιώθω σαν να έχω άνοια,» λέει η 53χρονη κα Μιζέλ.

Το φαινόμενο γίνεται πλέον γνωστό ως «εγκεφαλική ομίχλη Covid» για να περιγράψει τα ανησυχητικά γνωστικά συμπτώματα που μπορεί να περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης, σύγχυση, δυσκολία εστίασης, ζάλη και δυσκολία στην εύρεση καθημερινών λέξεων. Ολοένα και περισσότερο άνθρωποι που επιβίωσαν της Covid-19 δηλώνουν ότι η εγκεφαλική ομίχλη εμποδίζει την ικανότητά τους να λειτουργήσουν κανονικά.


«Αυτό το έχουν χιλιάδες άνθρωποι,» λέει ο δρ. Ίγκορ Κόραλνικ, επικεφαλής του τμήματος νευρολοιμώξεων σε νοσοκομείο του Σικάγου, που έχει ήδη νοσηλεύσει εκατοντάδες ασθενείς που ανέρρωσαν από τον κορωνοϊό. «Ο αντίκτυπος στο εργατικό δυναμικό που έχει επηρεαστεί πρόκειται να είναι σημαντικός,» εκτιμά.

Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη βέβαιοι τι προκαλεί την εγκεφαλική ομίχλη, που ποικίλει σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά επηρεάζει ακόμη και ασθενείς με ήπια συμπτώματα της Covid-19 και χωρίς πρότερα νοσήματα. Οι βασικές θεωρίες λέγουν ότι προκύπτει είτε από το ότι η ανοσοποιητική αντίδραση του οργανισμού στον ιό δε σταματά με την ανάρρωση, εκδιώκοντας οτιδήποτε ξένο αντιμετωπίζει, είτε από φλεγμονή σε αιμοφόρα αγγεία που οδηγούν στον εγκέφαλο.

Σύγχυση, ντελίριο και άλλα είδη αλλοιωμένης νοητικής λειτουργίας, που ονομάζεται εγκεφαλοπάθεια, έχουν καταγραφεί κατά τη νοσηλεία ασθενών με κορωνοϊό που έχουν αναπνευστικά προβλήματα, έχουν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας και συχνά αδυνατούν να φέρουν σε πέρας καθημερινές δραστηριότητες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο.

Ωστόσο η επιστημονική έρευνα για την μακράς διάρκειας εγκεφαλική ομίχλη τώρα αρχίζει. Μια γαλλική έρευνα τον Αύγουστο σε 120 ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί βρήκε ότι, μήνες μετά, το 34% παρουσίαζε απώλεια μνήμης και το 27% είχε προβλήματα συγκέντρωσης.


Σε άλλη έρευνα που πρόκειται να δημοσιευτεί σύντομα και καλύπτει 3.930 μέλη του Σώματος Επιβιώσαντων (μιας ομάδας ανθρώπων που έχουν δικτυωθεί για να συζητήσουν τη ζωή μετά τον κορωνοϊό), αναφέρεται ότι πάνω από τους μισούς παρουσιάζουν δυσκολία στη συγκέντρωση και την εστίαση σε ένα αντικείμενο, λέει η Νάταλι Λάμπερτ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, η οποία βοήθησε στην έρευνα.

Η εγκεφαλική ομίχλη αποτελεί το τέταρτο πιο συνηθισμένο σύμπτωμα μεταξύ των 101 μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων σωματικών, νευρολογικών και ψυχολογικών προβλημάτων που αναφέρουν οι αναρρώσαντες απο τον κορωνοϊό. Τα προβλήματα μνήμης, οι ζάλες και η σύγχυση αναφέρθηκαν από το ένα τρίτο όσων συμμετείχαν στην έρευνα.

Πηγή:


Breaking down binaries; promoting integrated health



A holistic leadership view for a covid resilient society

It seems that in different parts of the world, we are beginning to see initial signs for a more nuanced conversation and discerning leadership. The binary proposition from health vs economy must change to health vs health, as economy and health are directly linked:

The impact of lockdown on mental and physical health is huge-, and right now, we are only just seeing the tip of the iceberg. As the CEO of the Tavistock Institute of Human Relations and as a mental health professional we have enough data to suggest that what is happening behind closed doors (the “safety” of the home) is increased crime – from sexual and physical abuse, domestic violence, internet crime – grooming and paedophilia, social media abuse and bank frauds of all kinds.

These lead to increased mental health issues, especially amongst young people, women, and the elderly, including depression, anxiety, suicidal ideation.

It has been recognised that schools (and nurseries and universities) need to be open for children and young people’s mental wellbeing. This is true, however, also of adults. A recent report by the International Labour Organisation summarises the detrimental impact of lockdown and ongoing ‘teleworking’ on workers’ mental and physical wellbeing summarised well by a:
Techno-stress and technology addiction and overload, which increases fatigue, irritability and the inability to switch off from work and rest properly.
Increased consumption of alcohol and other recreational or performance-enhancing drugs, which may increase negative emotions, lower performance and contribute to an increase in aggression and violence.
Prolonged sedentary behaviour, working in one position over long periods without moving increases the risk of health problems, including musculoskeletal disorders (MSDs), visual fatigue, obesity, heart disease, etc.
The ergonomics of home furniture may not be optimal for prolonged teleworking. Employers should therefore inform workers about key ergonomics issues, including via training. These preventive measures support workers to be able to adjust their working arrangements and change them if necessary. The responsibility for the right ergonomics in order to prevent MSD should be shared by employers and workers.
Due to the prolonged isolation, there is a risk of burnout and feeling left out, which requires an additional effort from employers, HR professionals, direct supervisors, and colleagues to extend mutual support.
Slow or patchy internet and technology tools can also cause frustration and irritability; therefore, proper, well-functioning tools for teleworkers should be ensured.
Work-life conflict and the challenges related to managing the boundaries between working time and personal obligations are exacerbated, including an inability to switch off from work and recharge. This is especially the case for those with care responsibilities, such as parents with school-aged children at home.

The discourse must be broadened from speaking only about the economy to seeing it as a part of wider mental and physical health as well as wellbeing issues. Compelling evidence from different countries globally shows that spontaneous (face-to-face) interactions – including micro-interactions occurring at the workplace – and sharing of ideas are extremely important for creativity and innovation. Both are critical for business success in today’s world of rapid and often unforeseen or disruptive economic, technological and ecological transformation.

The Tavistock Institute was re-opened on 20th July and has managed to remain flexibly open to date. We maintain a covid-secure, safe and healthy environment to all of our employees and clients who need and want to come in. We needn’t be unique in that!

On Wednesday 21st October at 1 pm (BST) we are offering an online Lunchtime Talk which includes our findings from a survey conducted in the early weeks of lockdown where we will be sharing some insight into the impact of lockdown and the pandemic on people in the health, service and community sectors. If you would like to join the Zoom – here is a link to register on Eventbrite.

The Tavistock Institute has been supporting work and wellbeing of people at work, and in particular supporting the public service, for 100 years. Institute staff have been the founders of many theories and applications to practice which are at the heart of work, management, leadership and organisational life and wellbeing to date – and continue to disseminate and promote learning through our research and consultancy.

Eliat Aram
CEO, Tavistock Institute of Human Relations

SOURCE:

Tuesday 20 October 2020

Η ενδομήτρια ζωή καθορίζει την υγεία των παιδιών


Οι ερευνητές εκτιμούν ως πιθανότερη βιολογική εξήγηση την παραγωγή ορμονών του στρες από τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κάτι που όπως φαίνεται μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη των πνευμόνων του εμβρύου





Σημαντική επίδραση φαίνεται πως έχει η ψυχική κατάσταση της μέλλουσας μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της για τη μελλοντική υγεία του αγέννητου παιδιού της. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ολλανδική μελέτη που εκπονήθηκε από τους ερευνητές του τμήματος Παιδιατρικής του Ιατρικού Κέντρου Ερασμος, με έδρα το Ρότερνταμ, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Thorax.
Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες, κάποιες ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη ή το άγχος που μπορεί να νιώθει η έγκυος, συνδέονται με σημαντική ενίσχυση των πιθανοτήτων εμφάνισης προβλημάτων στους πνεύμονες των παιδιών που θα γεννηθούν ή ακόμα εμφάνιση άσθματος.


Προκειμένου να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα, οι Ολλανδοί ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία σχετικά με 4.231 παιδιά ηλικίας δέκα ετών. Το 6% των παιδιών είχε διαγνωστεί με άσθμα. Ταυτόχρονα οι ερευνητές αποπειράθηκαν να αξιολογήσουν την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι μητέρες τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οπως διαπιστώθηκε, τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σχετίζονταν με αυξημένο κατά 45% έως 92% κίνδυνο για την εμφάνιση άσθματος στα παιδιά τους ακόμα και μακροπρόθεσμα. Αντιθέτως, η ψυχική κατάσταση του πατέρα δεν φάνηκε να παίζει αντίστοιχο ρόλο, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να θεωρήσουν ότι η επιβάρυνση των πνευμόνων των παιδιών συνέβαινε κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής τους.


Οι ερευνητές εκτιμούν ως πιθανότερη βιολογική εξήγηση την παραγωγή ορμονών του στρες από τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κάτι που όπως φαίνεται μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη των πνευμόνων του εμβρύου. Η τελευταία αυτή μελέτη, ωστόσο, δεν είναι η πρώτη που συνδέει την ενδομήτρια ζωή με τα αναπνευστικά προβλήματα του παιδιού μετά τη γέννηση. Μία αρκετά παλαιότερη ολλανδική μελέτη πάλι, η οποία είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Lancet, είχε υποδείξει και μία ακόμα σχέση που συνέδεε την κατάσταση υγείας της εγκύου με τον κίνδυνο εμφάνισης άσθματος στα παιδιά. Οι Ολλανδοί επιστήμονες τότε είχαν δείξει ότι οι γυναίκες οι οποίες ήταν υπέρβαρες (με Δείκτη Μάζας Σώματος μεγαλύτερο από 25) όταν έμειναν έγκυες, είχαν αυξημένο κίνδυνο να φέρουν στον κόσμο παιδιά, τα οποία θα μπορούσαν να εμφανίσουν άσθμα κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται τα παιδιά που ταλαιπωρούνται σε όλη τους τη ζωή από ασθματικές κρίσεις. Ενδεικτικά στις ΗΠΑ, σήμερα ο ένας στους δώδεκα νοσεί από άσθμα, ενώ η αντίστοιχη αναλογία το 2001 ήταν ένας ανά δεκατέσσερις. Μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση British Medical Journal, αποδίδει εν μέρει την αύξηση των ασθματικών σε επιδείνωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, το κάπνισμα και άλλα. Ενδεικτικά μελέτη που εκπονήθηκε από Δανούς επιστήμονες έδειξε ότι μητέρες που κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να φέρουν στον κόσμο ασθματικά παιδιά.

ΠΗΓΗ:


“Awe Walks” Can Boost Positive Emotions Among Older Adults






By Emma Young

After the age of about 75, people tend to feel more anxiety, sadness and loneliness, and less in the way of positive emotion. Strategies to prevent or at least counteract these deteriorations are badly needed, and new research by a team in the US, published in the journal Emotion, has now identified one apparently promising strategy: so-called “awe walks”.



As Virginia Strum at the University of California and her colleagues note, awe is a positive emotion felt by people “when they are in the presence of something vast that they cannot immediately understand”. A walk through a desert, a beautiful piece of art, a wedding — all of these things, and more, can lead to feelings of awe.

Earlier work shows that when we feel awe, our focus shifts from our self to the wider world, leading us to perceive ourselves as being less significant, or “smaller”, and also making us feel more socially connected to our community. This could lead to a rise in positive, prosocial emotions, the team reasoned — and might help to combat typical age-related increases in negative emotions and loneliness.

To investigate the potential of their awe walk idea, the team recruited 52 healthy adults aged 60 to 90, half of whom formed a control group. Both groups were told to take a 15 minute outdoor walk, ideally alone, every week for eight weeks, and to take three photographs of themselves each time — one before, one during and one after the walk.

Only the awe group was told that “with the right outlook, awe can be found almost anywhere, but it is most likely to occur in places that involve two key features: physical vastness and novelty”. This group were asked to tap into their “sense of wonder” and to try to go somewhere new each week.

The participants completed a battery of surveys before, during and after their walk programmes. And the team found some key differences between the two groups. Firstly, as the researchers had predicted, the awe group reported feeling more awe while walking. Over time, they also felt more socially connected, and reported bigger increases in positive emotions — including prosocial emotions such as gratitude and compassion, and also joy — while they were walking. The boost in prosocial emotions, specifically, carried through into everyday life. Daily distress also decreased more over time in the awe group.

The team also analysed the participants’ photographs. They concluded that, with more walks under their belt, the smiles of those in the awe group became more intense. Whether you consider smiles to be expressions of happiness, as the team does, or social signals of a willingness to affiliate, this could potentially lead to more positive social interactions. Unlike the control group, over time, members of the awe group also came to occupy less physical space, relative to the background, in their selfies. The researchers interpret this as reflecting that the awe group were feeling “smaller” over time.

As the team cautions, most of the participants were White and highly educated, so the results may not generalise to other groups. However, the fact that they were mostly highly educated could be significant in itself. The participants did not complete personality tests. But educational achievement is associated with greater openness to experience, a personality trait that entails enjoying new things. If the awe group were particularly open to experience then presumably they enjoyed the novelty of walking somewhere new each time, and this may have led to an increase in positive emotions.

What about the finding that, over time, the awe group took up less space in their selfies? Again, they were told to try to walk somewhere new each time — and that vast spaces are more likely to trigger awe. It certainly seems possible that, with growing confidence, they chose to travel to renowned beauty spots, rather than a local park, say, and selfies at those beauty spots may be more likely to contain large background features such as a mountain (which features in the paper as an example of a “big background” constituent of one awe group selfie).

Whatever the reasons behind the findings, the work does suggest that — for highly educated, healthy older people, at least — “awe walks” are beneficial. And, despite the potential risks associated with encouraging older people to walk alone in vast, unfamiliar natural settings, there could clearly be physical health benefits, too.

SOURCE:

Wednesday 14 October 2020

Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της καραντίνας σε παιδιά και εφήβους



Γονείς –συχνότερα κοριτσιών– ανέφεραν υπερβολική χρήση των κοινωνικών δικτύων και απομόνωση, παραμέληση μελέτης και διατροφικές παρεκτροπές. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)
Γιάννης Ελαφρός12.10.2020 • 20:22





Βαριές ήταν οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους την περίοδο του lockdown, από τις 23 Μαρτίου έως τις αρχές Μαΐου, στη χώρα μας. Αγχος και εκνευρισμός, καταθλιπτικές τάσεις και συγκρούσεις μέσα στο σπίτι, έλλειψη ενδιαφερόντων και αδυναμία διαχείρισης της πρωτόγνωρης κατάστασης ήταν μερικά από τα φαινόμενα που καταγράφηκαν στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του φετινού Απριλίου τετραπλασιάστηκαν οι κλήσεις στη Γραμμή «ΜΕΥποστηρίζω» 800 11 800 15 στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.


«Τηλεφώνησαν κυρίως γονείς, στην πλειονότητα εφήβων αγοριών (αναλογία 3 προς 1) για θέματα που αφορούσαν κυρίως τη δυσλειτουργική χρήση του Διαδικτύου. Υπήρξαν περιπτώσεις αγοριών με συμπεριφορά εξάρτησης, που εκφράστηκαν με βία όταν οι γονείς προσπάθησαν να θέσουν όρια, ενώ άλλοι γονείς –συχνότερα κοριτσιών– ανέφεραν υπερβολική χρήση των κοινωνικών δικτύων και απομόνωση, παραμέληση μελέτης και διατροφικές παρεκτροπές. Σε πολλά παιδιά έλειπαν η κανονικότητα του σχολείου, οι φίλοι τους και η δομημένη καθημερινότητα, ενώ άλλα ανέφεραν ότι τα διαδικτυακά μαθήματα τα δυσκολεύουν και σίγουρα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το μάθημα μέσα στην τάξη», λέει στην «Κ» η κ. Αρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής.

Μια πρώτη καταγραφή των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων σε παιδιά και εφήβους κατά την περίοδο του «Μένουμε Σπίτι» παρουσίασαν στο 13ο State of the Αrt, Συνέδριο Εφηβικής Υγείας, που ολοκληρώνεται σήμερα, οι κ. Αρτεμις Τσίτσικα, Ανδρονίκη Σταυρίδου και Αγγελίνα Στεργιοπούλου, αμφότερες ψυχολόγοι, που παρακολουθούν το μεταπτυχιακό «Στρατηγικές αναπτυξιακής και εφηβικής υγείας». Με βάση, λοιπόν, εμπειρικά δεδομένα από την Ελλάδα και διεθνείς δημοσιεύσεις, την περίοδο της καραντίνας ενισχύθηκαν, μεταξύ παιδιών και εφήβων, οι αγχώδεις εκδηλώσεις, καθώς ο περιορισμός στο σπίτι και ο φόβος μετάδοσης της COVID-19 συσχετίστηκαν με ήπια έως και σοβαρά συμπτώματα άγχους, καθώς και σύγχυση, φοβίες, μετατραυματικό στρες και αϋπνία. Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις και επισκέψεις περιορίστηκαν, κυρίως λόγω φόβου μετάδοσης του ιού από τα νεότερα μέλη στους ηλικιωμένους, και αυτό μετέβαλε σημαντικά την καθημερινότητα προκαλώντας συναισθηματικές απώλειες στα παιδιά και σημαντικές πρακτικές δυσκολίες σε όλη την οικογένεια.

Ενα καταθλιπτικό συναίσθημα σκέπασε τις ζωές αρκετών εφήβων, καθώς η παρατεταμένη αποχή από την καθημερινή ρουτίνα του σχολείου και η απόσταση από φίλους και δραστηριότητες είχαν ως αποτέλεσμα το έλλειμμα κινήτρου και τη μελαγχολική διάθεση. Παρατηρήθηκαν μείωση ενδιαφέροντος για ευχάριστες δραστηριότητες, μείωση εξωτερικών δραστηριοτήτων, εκτεταμένη χρήση κινητού τηλεφώνου και γενικά στάση παραίτησης και έλλειμμα προοπτικής/αισιοδοξίας. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, τα παιδιά με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα στο να ακολουθήσουν βασικές οδηγίες και περιορίστηκαν σημαντικά η ανεξαρτησία τους και οι ευκαιρίες φυσικής άσκησης και δραστηριότητας, με αποτέλεσμα ένταση, εκρήξεις θυμού και βίαιες συμπεριφορές.


Τα παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) ήταν ιδιαίτερα νευρικά, με επιπλέον δυσκολίες στη συγκέντρωσή τους και την τήρηση του καθημερινού προγράμματος, ενώ έκαναν υπερβολική διαδικτυακή χρήση. Δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να υλοποιήσουν καθημερινές δραστηριότητες, όπως περιέγραψαν οι γονείς τους. Παιδιά και έφηβοι με διαταραχές πρόσληψης τροφής (ανορεξία – βουλιμία) αποδιοργανώθηκαν σε σημαντικό βαθμό και παλινδρόμησαν. Ορισμένες περιπτώσεις είχαν σημαντικές επιπτώσεις και χρειάστηκαν νοσηλεία. Το κλείσιμο των γυμναστηρίων δημιούργησε ανασφάλεια και αίσθημα απώλειας και απομόνωσης σε εφήβους με ορθορεξία (ιδιαίτερη έως υπερβολική προσκόλληση σε κανόνες υγιεινής διατροφής και άσκησης). Παιδιά με διαδικτυακή συμπεριφορά εξάρτησης παρουσίασαν επιδείνωση, με σημαντική σωματική επιβάρυνση, έλλειμμα σωματικής άσκησης και κατανάλωση ανθυγιεινών σνακ μπροστά στην οθόνη, διαταραχές ύπνου και αναστροφή του ωραρίου, καθώς και παραμέληση της σωματικής τους υγιεινής.

Προκλήσεις εξαιτίας της πανδημίας αντιμετώπισαν και οι γονείς, οι οποίοι εμφανίζονταν περισσότερο αγχωμένοι, με μεγαλύτερες διακυμάνσεις στη διάθεση και αυξημένη ανησυχία για τις επιπτώσεις της COVID-19 στα παιδιά τους. Ωστόσο, η χρήση της τεχνολογίας φάνηκε να είχε θετικές επιδράσεις σε αυτόν τον τομέα, καθιστώντας τους επαγγελματίες υγείας διαθέσιμους μέσω ψηφιακών πλατφορμών, περιορίζοντας τις αγχώδεις εκδηλώσεις και τα καταθλιπτικά συμπτώματα τόσο των παιδιών, εφήβων και νεαρών ενηλίκων, όσο και των γονέων τους.

Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, πως την περίοδο του περιορισμού κυκλοφορίας δόθηκε ο χρόνος και η ευκαιρία σε όλους να επαναπροσδιορίσουν στόχους, να ενδυναμώσουν σχέσεις και να κάνουν όνειρα, να εκτιμήσουν τα κεκτημένα και να ανεβάσουν τον πήχυ αξιών. Πολλές οικογένειες βρέθηκαν περισσότερη ώρα μαζί, μοιράστηκαν εμπειρίες και σκέψεις. «Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε στα παιδιά. Τα παιδιά που δεν ενημερώνονται, διαισθάνονται ότι κάτι συμβαίνει, ακούν ψιθύρους και μισόλογα και νιώθουν αγωνία, γίνονται ευερέθιστα, αντιδρούν. Ιδιαίτερα για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους χρειάζεται επιχειρηματολογία και παράθεση επιστημονικών δεδομένων προκειμένου να αισθανθούν υπεύθυνοι, να αναπτύξουν ενσυναίσθηση και να ενεργοποιηθούν», τονίζει η κ. Τσίτσικα. «Η αισιοδοξία και το θετικό κλίμα είναι εξαιρετικής σημασίας για τη συνεργασία των παιδιών. Επεξηγούμε ότι η κρίση θα ξεπεραστεί, πως μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτήν και να γίνουμε καλύτεροι, πιο υπεύθυνοι, ενεργοί και πειθαρχημένοι, με ευαισθησία στο κοινό καλό», συμπληρώνει.

Για ενημέρωση – συμβουλευτική υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας χωρίς χρέωση με την τηλεφωνική γραμμή ΜΕΥποστηρίζω 800 11 800 15, καθημερινά, πλην Σαββατοκύριακου και αργιών, από 09.00 έως 15.00.

ΠΗΓΗ:
https://www.kathimerini.gr/society/561112321/oi-psychokoinonikes-epiptoseis-tis-karantinas-se-paidia-kai-efivoys/(accessed 14.10.20)

Saturday 10 October 2020

Body Language And Spooky Science: The Week’s Best Psychology Links





Our weekly round-up of the best psychology coverage from elsewhere on the web

If you want to get on a cat’s good side, it’s worth mastering the art of the “slow blink”. Cats “smile” by blinking slowly, and now researchers have found that they respond positively to humans who do the same. Participants who performed a slow blink were more likely to receive one from their cat, reports Sara Rigby at BBC Science Focus. Cats were also more likely to approach an experimenter who had just slow-blinked.



The idea that people in big cities are less likely to help strangers seems to be a myth. Researchers conducted experiments across 24 UK towns and cities in which they planted “lost” letters and items, or attempted to cross the road. There was no link between population density and people’s willingness to help out by returning items or stopping to let the experimenter cross, reports Natalie Grover at The Guardian.

Scared of ghosts? Maybe science can help put you at ease. At Popular Science, Jake Bittle looks at the various psychological and physiological mechanisms that can explain why people report seeing apparitions, from basic human suggestibility to the effects of psychedelic mould.

If it feels like you are living in a political bubble, you’re not alone: a recent survey found that 40% of Americans don’t have a close friend who is voting for a presidential candidate other than the one they prefer. At The Conversation, Melanie Green argues that social media is partly to blame for this polarisation, as is the increasing tendency to tie our individual identity to our political views.

It’s probably unsurprising to learn that many of us have reported feeling deprived of touch during lockdown. At BBC Future, Claudia Hammond takes a look at the studies that have explored the importance of human touch to our wellbeing, both before and during the pandemic. And don’t forget to check out our recent podcast on staying connected in the “new normal”.

How much can we really learn about someone’s internal states based on their body language? There’s a small industry of analysts who claim to be able to understand how a person is thinking or feeling based on specific gestures. But psychologists are sceptical, writes Ramin Skibba at Undark.

Apes engage in “playful teasing” just like human toddlers, responding to requests in bizarre ways or playing silly games. At Science, Lucy Hicks talks to anthropologist Erica Cartmill about the implications of this behaviour for understanding the evolutionary history of humour

Compiled by Matthew Warren (@MattbWarren), Editor of BPS Research Digest

SOURCE:

Wednesday 7 October 2020

People Who Want To Be More Empathic May Also Develop “Liberal” Moral Values





By Emily Reynolds

No matter how happy you are in yourself, there’s probably something about your personality you’d like to change. Maybe you feel you’re too uptight or want to be more outgoing, or perhaps you’d like to be less moody or more tolerant of other people’s shortcomings.

It’s likely that such a change in personality will have some kind of social consequence, whether that’s in your relationship with your spouse or your ability to get on with your colleagues. But it might also affect which moral values you hold important.

That’s what Ivar R. Hannikainen and colleagues suggest in a new paper in the Journal of Research in Personality. They found that growth in one area, empathy, was associated with a shift in moral foundations to a more classically “liberal” style of morality.



The study took place over fifteen weeks, with 414 participants answering weekly “waves” of questions. First, they filled in measures exploring two facets of empathy: empathic concern and perspective-taking. Empathic concern reflects someone’s reaction to suffering (e.g. “I often have tender feelings for people less fortunate than me”), while perspective-taking looks at their tendency to take other points of view (e.g. “I try to understand my friends better by imagining how things look from their perspective”).

Participants also filled in a questionnaire looking at five “moral foundations”, or fairly broad moral values which people may prioritise in different ways. These consisted of care, fairness, loyalty to one’s ingroup, respect for authority, and observance of “purity” (for instance, keeping sexual impulses in check).

Both of these sets of questions were repeated throughout the fifteen weeks of the study. During the first wave only, participants were also asked about their desire to change empathic concern and perspective-taking — “I want to have tender feelings towards people less fortunate than me”, for example. Demographic data, including political orientation, was also measured.

As in previous work, moral foundations were linked to political orientation: liberals were more concerned with the values of fairness and care than conservatives, who identified more closely with statements related to purity, authority and loyalty.

But what of empathy change? The results suggested that people can increase their levels of both empathic concern and perspective-taking: participants who had more of a desire to grow in both areas indeed saw increasing scores over the fifteen weeks. These goals also had an impact on moral foundations: those who expressed a desire to become more empathic also increased in the areas more closely linked to liberalism (fairness and care) and decreased on those areas related to conservatism (purity, authority and loyalty). Those who reported an actual increase in either facet of empathy also increased in fairness and care (though they didn’t decline in purity, authority and loyalty).

The fact that participants saw an increase in their levels of empathy seems like positive news. But whether they were actually more empathetic and able to take others’ perspectives is hard to say considering the study relied on self-reporting. Combining self-reports with observer data may improve the validity of the findings. And although the increase in empathy was associated with a more “liberal” pattern of moral values, it’s unclear whether people’s political views actually changed (indeed, conservatives would likely argue that fairness and care are not purely liberal qualities).

Why might an increase in empathy see your moral foundations change? Co-author William Chopik argues that it may be to do with opening yourself up to other arguments. “Being a better perspective-taker exposes you to all sorts of new ideas, so it makes sense that it would change someone,” he said. “When you become more empathic, it opens up a lot of doors to change humans in other ways, including how they think about morality and ideology – which may or may not have been intended.”


SOURCE:

Monday 5 October 2020

Μήπως το κινητό είναι το τρίτο πρόσωπο στη σχέση σας;



Το κινητό τηλέφωνο είναι ίσως το αξεσουάρ με το οποίο ασχολείται ένας άνθρωπος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μέσα στην καθημερινότητά του. Σύμφωνα με έρευνες ελέγχουμε περισσότερες από 47 φορές τη μέρα το κινητό, ενώ ο αριθμός αυτός εκτοξεύεται στις 82 για άτομα ηλικίας 18 έως 24 ετών. Η διάδοση των κινητών τηλεφώνων ήταν τόσο απότομη και τόσο γρήγορη που ίσως μέχρι ενός σημείου δεν καταφέραμε να καθιερώσουμε κάποια όρια στη χρήση τους. Φυσικά η προσωπική ζωή του ανθρώπου είναι ένας τομέας που δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από την εξέλιξη της τεχνολογίας και την είσοδο του κινητού στις ζωές μας.

Στα πρώτα βήματα μιας γνωριμίας, πριν ακόμα γίνει σχέση, το κινητό τηλέφωνο είναι ο απαραίτητος διαμεσολαβητής που ευθύνεται για την διατήρηση και αύξηση της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο άτομα που ενδιαφέρεται το ένα για το άλλο. Σταδιακά το κινητό δίνει τα σκήπτρα της επικοινωνίας στο ζευγάρι καθώς επιτέλεσε το ρόλο του. Το ζευγάρι πλέον επικοινωνεί εκ του σύνεγγυς, μοιράζεται στιγμές, εμπειρίες και συναισθήματα. Τι συμβαίνει όμως και πολλά ζευγάρια εμφανίζονται δυσαρεστημένα επειδή ο ένας από τους δύο, ή και οι δύο φαίνεται να προτιμούν την ενασχόληση με το κινητό και όχι με το σύντροφό τους;

Ένα δυσάρεστο φαινόμενο που παρατηρείται συχνά είναι ζευγάρια τα οποία σε κοινωνικές εξόδους τους για φαγητό ή πότο, περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς κοιτώντας τα κινητά τους τηλέφωνα και αφήνοντας στο περιθώριο την μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Αντίστοιχα και στο σπίτι, είτε μέσα στη μέρα είτε πριν τον ύπνο βασική ασχολία του καθενός είναι ο έλεγχος των μέσω κοινωνικής δικτύωσης και των τελευταίων εξελίξεων που έχουν καταγραφεί. Η αποξένωση που προκαλείται από την συμπεριφορά αυτή δεν διαφέρει σημαντικά από την διατήρηση μιας παράλληλης σχέσης. Μπορεί ο βαθμός της προδοσίας που νιώθει ο σύντροφος να μην είναι αντίστοιχος με το αν ανακάλυπτε μια παράλληλη σχέση ωστόσο η δυσαρέσκεια που δημιουργείται και οι εντάσεις στο ζευγάρι είναι ανάλογες. Ειδικότερα όταν το κινητό παρεμβάλλεται και διακόπτει μια συζήτηση του ζευγαριού, λόγω ενός τηλεφωνήματος ή μηνύματος, μπορεί να στείλει στον συνομιλητή το μήνυμα ότι τα λεγόμενά του δεν έχουν και μεγάλη αξία.



Για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν ή να προληφθούν τέτοια ενδεχόμενα δεν είναι κακό για ένα ζευγάρι να θέσει ορισμένους κανόνες για τις στιγμές που μοιράζεται. Πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να είναι ο σύντροφος και όχι το κινητό όταν ξεκινάει η μέρα. Δώστε ένα φιλί στον σύντροφό σας για καλημέρα και περάστε μερικές στιγμές αγκαλιασμένοι. Η μέρα που ξεκινάει θα σας φανεί πιο ανάλαφρη και ευχάριστη ύστερα από αυτό. Κλείστε τα κινητά σας για όση ώρα τρώτε μαζί ή ρυθμίστε τα στην αθόρυβη λειτουργία ώστε να αξιοποιήσετε τη διάρκεια του γεύματος για ουσιαστική επικοινωνία και διάλογο. Όταν προκύψει κάποιο ζήτημα μέσα στη μέρα επιλέξτε την τηλεφωνική επικοινωνία και αποφύγετε να το συζητήσετε μέσα από μηνύματα που δίνουν έναν πιο απρόσωπο και στερεοτυπικό χαρακτήρα στη σχέση σας. Επιλέξτε την συζήτηση με τον σύντροφό σας όταν ξαπλώσετε το βράδυ και μην περάσετε τις τελευταίες στιγμές της ημέρας απορροφημένοι από την ενασχόληση με το κινητό. Είναι προτιμότερο να εκκινήσετε από κάποιο θέμα που σας κέντρισε το ενδιαφέρον και να δημιουργήσετε έναν διάλογο πάνω σε αυτό παρά να αφιερώσετε τις σκέψεις σας αποκλειστικά στον εαυτό σας.Η καθημερινότητα και οι υποχρεώσεις που επιφυλάσσει για όλους, εργαζόμενους και μη, είναι ήδη ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά και μειώνει αισθητά τον ποιοτικό χρόνο συνύπαρξης ενός ζευγαριού. Όταν επομένως το ζευγάρι επιλέγει τον λιγοστό αυτόν χρόνο να τον αξιοποιεί σε άλλες ασχολίες και όχι σε δραστηριότητες των δύο συντρόφων, το δέσιμο και η ποιότητα της σχέσης αρχίζει να ατονεί. Πολλές φορές βοηθάει να αναλογιστούμε πώς ήταν οι ζωές μας πριν τα κινητά τηλέφωνα. Όταν οι συζητήσεις γίνονταν κοιτώντας τα μάτια, την ψυχή ενός ανθρώπου όπως πολλοί πιστεύουν, και όχι μια έγχρωμη οθόνη με ψηφιακούς χαρακτήρες.




Βασιλειάδης Ηλίας,

Ψυχολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.

ΠΗΓΗ:



Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα;



Το τελευταίο ραντεβού της Παρασκευής ήταν ένα ζευγάρι που ερχόταν για πρώτη φορά στο Ινστιτούτο. Ο άνδρας, 60 χρονών, στέλεχος μεγάλης εταιρείας, με χαιρέτησε εγκάρδια αλλά και με ένα βαθμό τυπικότητας, μπήκε στο γραφείο και κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα ξεφυσώντας. Η σύζυγός του, 55 χρονών, επίσης ιδιωτική υπάλληλος σε επιχείρηση, με προσεγμένη εμφάνιση πέρασε στο γραφείο και κάθισε στη θέση απέναντι από τον άνδρα της. Το ζευγάρι είναι παντρεμένο 30 χρόνια με παιδιά που φοιτούν στο πανεπιστήμιο

Όταν τους ρώτησα τι τους φέρνει στο Ινστιτούτο, χωρίς περισπασμούς, εκείνη πήρε τον λόγο και ξεκίνησε να μιλάει γρήγορα λέγοντας πόσο έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του συζύγου της συγκριτικά με τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους. Όπως λέει ήταν ένας μεγάλος έρωτας και για τους δύο και εκείνος την «πολιορκούσε» για καιρό πριν καταφέρει να την κατακτήσει. Της έγραφε ποιήματα, της έστελνε λουλούδια και της έκανε συνέχεια κομπλιμέντα. Πλέον νιώθει ότι έχει έναν άλλον άνθρωπο δίπλα της, η συμπεριφορά του οποίου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, καθώς της μιλά με άσχημο τρόπο ακόμα και μπροστά σε φίλους, την κατηγορεί με κάθε ευκαιρία και γενικά της «κάνει ένα διαρκή πόλεμο νεύρων». Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε για μεγάλη περίοδο με συνάδελφό του. Την σχέση αυτή την ανακάλυψε πρόσφατα η σύζυγος και οι καυγάδες στο ζευγάρι έγιναν ακόμα πιο έντονοι. Αν και της είπε ότι η σχέση αυτή τελείωσε και την παρακάλεσε να δώσουν μια ακόμα ευκαιρία στον γάμο τους, εκείνη ανακάλυψε κάποια χρόνια μετά ότι η σχέση υπήρχε ακόμα. Από εκείνο το σημείο και μετά χάθηκε εντελώς η εμπιστοσύνη και παρά το γεγονός ότι το ζευγάρι δεν χώρισε ούτε τότε, το κλίμα μέσα στην καθημερινότητα έγινε «ψυχροπολεμικό». Οι δύο σύζυγοι είναι διαρκώς εκνευρισμένοι και μπορεί να ξεκινήσουν έναν καυγά ακόμα και από την πιο ασήμαντη αφορμή, ενώ οι σεξουαλικές επαφές είναι μηδενικές τα τελευταία 15, σχεδόν, χρόνια.

Όσο μιλάει η σύζυγος, εκείνος είναι σιωπηλός και συνοφρυωμένος. Όταν τον ρωτώ πώς αισθάνεται για όσα ακούει από τη σύζυγό του, εκείνος απαντά με αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια κοιτώντας την … «Πώς γίνεται να μην αλλάξω όταν έχεις αλλάξει τόσο κι εσύ;». Συνέχισε συμφωνώντας ότι ήταν μεγάλος έρωτας η γνωριμία τους, ωστόσο νιώθει ότι από ένα σημείο και μετά εκείνη σταμάτησε να ασχολείται ιδιαίτερα μαζί του, καθώς έδωσε μεγάλη βαρύτητα στα παιδιά και στην καλή σχολική τους επίδοση με αποτέλεσμα να απορροφάται από το διάβασμά τους αρκετές ώρες τη μέρα. Νιώθει ότι πολλές φορές με τη στάση της τον απαξίωνε και δεν εκτιμούσε τα όσα έκανε ή κάνει για εκείνη. Η παράλληλη σχέση ξεκίνησε σε μια περίοδο που η σχέση τους είχε πολλά προβλήματα και οι εντάσεις ήταν καθημερινές. Ο ίδιος εξηγεί την παράλληλη σχέση ως αποτέλεσμα της ανάγκης που νιώθει να τον «θαυμάζουν» και να τον «επιδοκιμάζουν». Κολακεύτηκε από το ενδιαφέρον που έδειξε προς το πρόσωπό του η συνάδελφος και παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη κι εκείνη διατήρησαν έναν κρυφό δεσμό. Για τον ίδιο η σχέση αυτή δεν υπάρχει, πλέον, αναγνωρίζει ότι αδίκησε με τη στάση του την σύζυγό του και έχει μετανιώσει γι’ αυτό. Θεωρεί ωστόσο ότι έχει κι εκείνη ευθύνη για ότι συνέβη.

Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι στάσιμες αλλά δυναμικές. Κάθε άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τα προσωπικά του βιώματα, από τη σχέση και τις αλλαγές που υφίστανται τα άτομα του περιβάλλοντός του, τις κοινωνικές, αλλά και τις οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και εξελίσσεται. Έτσι και στη σχέση ενός ζευγαριού, τα συναισθήματα μπορεί να μην αλλάζουν σημαντικά, όταν οι ισορροπίες διατηρούνται, ωστόσο ο χαρακτήρας των συντρόφων είναι πιθανό να διαφοροποιηθεί με το πέρασμα του χρόνου. Πολύ συχνά μάλιστα, οι αλλαγές που υφίσταται ο ένας σύντροφος βαθμιαία δρομολογούν και αλλαγές στον άλλον. Στις περιπτώσεις αυτές το σημείο κλειδί είναι να μπορεί ο κάθε σύντροφος να συνειδητοποιήσει τις αλλαγές του χαρακτήρα του, τον τρόπο με τον οποίο αυτές έχουν επιδράσει στο άτομο με το οποίο μοιράζεται την καθημερινότητά του και να καταφέρει να επικοινωνήσει ανοιχτά τις σκέψεις του για το θέμα αυτό.

Όπως λέμε συχνά, η σιωπή καταλήγει συχνά να γίνεται ο αργός θάνατος για κάθε σχέση, είτε είναι φιλική, είτε είναι ερωτική. Μπορεί να φαίνεται βολική, καθώς δεν «βγάζει» το άτομο από το χώρο που αισθάνεται άνετα για να εκφραστεί και να εξωτερικευτεί, το κόστος, όμως για τη σχέση είναι μεγάλο. Η διαρκής αναβλητικότητα στο να «δούμε» την αλήθεια μας καταλήγει να γίνεται δεύτερη φύση στο ζευγάρι το οποίο κουράζεται διαρκώς, αποστασιοποιείται, ψυχραίνεται και τελικά θυμώνει και όχι άδικα! Χρειάζεται κουράγιο για να αναλάβουμε την ευθύνη μας στα κακώς κείμενα του παρελθόντος και στην συμμαχική προσπάθεια του να τα αντιστρέψουμε. Η δύναμη αυτή θα έρθει πιο εύκολα, αν θυμηθούμε τα όσα μας ένωσαν στο παρελθόν και όσα μας ενώνουν ακόμα και σήμερα, που φαίνεται πως δεν έχουμε τίποτα κοινό. Η επικοινωνία και η αλήθεια του καθενός δεν είναι ένα όπλο που απειλεί να πυροβολήσει τη σχέση, αλλά η μόνη της προστασία που υπάρχει σε κάθε κίνδυνο που την απειλεί, όπως η ψυχρότητα, η αποξένωση και ο χωρισμός.




Βασιλειάδης Ηλίας,
Ψυχολόγος
M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ

ΠΗΓΗ: