Showing posts with label εφηβεία. Show all posts
Showing posts with label εφηβεία. Show all posts

Wednesday, 4 May 2022

Η εμπλοκή της οικογένειας στην εξέλιξη του εφήβου




Κώστας Τσώλης

Στην παιδική ηλικία η ωρίμανση εξαρτάται από την «αποκοπή από την συμβιωτική μεμβράνη για να γίνει ένα αυτόνομο παιδί» (Mahler 1963) και αποτελεί την πρώτη διαδικασία διαφοροποίησης. Στην εφηβική ηλικία η απόρριψη των οικογενειακών δεσμών και η χαλάρωση του δεσμού με το νηπιακό αντικείμενο έχει σκοπό να γίνει το άτομο ένα μέρος της κοινωνίας του ενήλικου κόσμου και αποτελεί την δεύτερη διαδικασία διαφοροποίησης. Το τελευταίο οδηγεί τον έφηβο σε αντιπαράθεση με τους κανόνες που του επιβάλλονται από το περιβάλλον και ιδιαίτερα από τον «οικογενειακό μύθο». Η εφηβεία ευνοεί το «δράμα» που αφορά τον εξωτερικό κόσμο και την «τραγωδία» που αφορά τον εσωτερικό κόσμο – μια διαδικασία που αφήνει βαθιά ίχνη στον έφηβο και στην ενήλικη προσωπικότητά του. Ο ίδιος δεν θέλει να δεσμεύεται από τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις αρχές των γονέων του. Θέλει να βρει την αυθεντικότητα τού εαυτού του και έτσι έρχεται σε αντιπαράθεση με τους γονείς του και την ευρύτερη κοινωνία. Η σύγκρουση είναι σιωπηλή ή ταραχώδης και με εκδραματίσεις που μπορούν να τον βάλουν σε κίνδυνο. Οι γονείς επηρεάζουν την εφηβική πορεία με λογική ανεκτικότητα ή με θυμό και απόρριψη που εξαρτώνται από τον ψυχισμό τους, Ο έφηβος είναι φυσιολογικό να παλινδρομεί λόγω των νηπιακών του αναγκών μέχρι να τις εγκατάλειψη αποδεσμευόμενος από τα εσωτερικά του αντικείμενα. Με κάποιον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι αποκλείεται η προοδευτική ανάπτυξη του έφηβο εάν η παλινδρόμηση δεν πάρει τον κατάλληλο δρόμο και έχει το χρόνο μέσα στην εξέλιξη της εφηβικής διαδικασίας ωρίμανσης. Οπότε υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ έφηβου και οικογένειας ως προς την διαφοροποίηση του.

ΠΗΓΗ:

Friday, 22 August 2014

Εφηβεία: Μια βασανιστική αλλά απαραίτητη μετάβαση



Πόπη Γιαλυράκη, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας


Όλοι στην ηλικία των 14-18 περίπου χρονών παρουσιάζουμε μεγάλες αλλαγές, τόσο στο σώμα μας, όσο και στις νοητικές μας ικανότητες, αλλά και στην ψυχολογία μας.

Ο έφηβος από το στάδιο κατοχής και διευθέτησης της ζωής του από τους γονείς, περνά στο στάδιο της προσωπικής επιλογής. Η μετάβαση στην εφηβεία συνεπάγεται για το παιδί μια απώλεια. Αυτή η απώλεια τον κάνει να νιώθει θλίψη και συχνά λύπη και κατάθλιψη.

O έφηβος στην μεταβατική αυτή περίοδο της ζωής του, νιώθει έντονη ανασφάλεια. Δεν είναι πλέον ούτε παιδί, αλλά ούτε και ενήλικας. Αφιερώνει πολύ χρόνο για να γνωρίσει αυτόν τον «νέο» εαυτό και αυτή λοιπόν η υπεραπασχόληση οδηγεί στον «ναρκισσισμό» της εφηβικής ηλικίας. Η υπεραπασχόληση αυτή οδηγεί πολλές φορές και στην «απόσυρση» του εφήβου. Κλείνεται στον εαυτό του για να τον ψάξει και να τον γνωρίσει καλύτερα.

Ο έφηβος αναπτύσσεται σεξουαλικά, βιοσωματικά, νοητικά και αποκτά την αίσθηση της κυριαρχίας. Ο έφηβος νιώθει μεγάλος και δυνατός. Οι ικανότητες αυτές που διαθέτει, μεγαλοποιούνται γιατί δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί. Μέχρι τότε δεν είχε πραγματικές εμπειρίες από την εργασία, την κοινωνική και σεξουαλική ζωή και αυτό του δίνει μία αίσθηση παντοδυναμίας.

Τα αισθήματα αυτά της παντοδυναμίας για τον εαυτό, ωθούν τον έφηβο να νιώθει περιφρόνηση για τους γονείς και τους άλλους ενήλικες. Είναι η περίοδος που όλες οι αξίες και οι συμπεριφορές των γονέων και των σημαντικών άλλων, πχ. δασκάλων, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Αυτή η απόρριψη και η αμφισβήτηση των γονέων δεν πρέπει να μας ανησυχεί και να μας στεναχωρεί. Είναι απαραίτητο να συμβεί, έστω εν μέρει, γιατί με αυτό τον τρόπο, ο έφηβος θα μπορέσει να διαμορφώσει τις δικές του αρχές και αξίες.

Ο έφηβος δεν υπακούει πλέον σε κανόνες, ούτε παραδέχεται την εξουσία του γονέα. Με το να συγκρούεται ο έφηβος με τους γονείς και να μειώνει τη δύναμή τους, ενισχύει έτσι η δική του δύναμη. Οι συγκρουσιακές σχέσεις των εφήβων με τους γονείς τους, όσο και αν μας φαίνεται παράξενο, δείχνουν υγιή ανάπτυξη. Όποια και αν είναι η συμπεριφορά των γονιών σε αυτή την ηλικία, γίνονται ο στόχος των παιδιών τους .

Αυτό που ζητούν οι έφηβοι, δεν είναι η κατάργηση ή η αποδυνάμωση των σχέσεων με τους γονείς, αλλά η αλλαγή τους. Από σχετικές έρευνες διαπιστώνεται ότι οι έφηβοι διαφωνούν με τους γονείς τους σε δευτερεύοντα θέματα, ενώ για σοβαρά θέματα που αφορούν την ζωή τους και το μέλλον τους, συμβουλεύονται τους γονείς τους και πειθαρχούν στις απόψεις τους.

Ο ρόλος των γονιών στην εφηβεία διαφοροποιείται. Επειδή το παιδί σε αυτό το στάδιο έχει ανάγκη από όρια, είναι σημαντικό οι γονείς να διαμορφώσουν σαφή όρια, να έχουν σταθερές αρχές, να καθοδηγούν τον έφηβο και να του ασκούν έλεγχο. Βεβαίως, είναι απαραίτητη σε αυτό το στάδιο η διαπραγμάτευση των δικαιωμάτων των εφήβων και όχι η άσκηση εξουσίας σε αυτούς.

Είναι πολύ βασικό οι γονείς να καταλάβουν ότι όταν οι έφηβοι αντιδρούν ή επιτίθενται, δεν σημαίνει ότι απευθύνονται στον γονέα-πρόσωπο αλλά στον γονέα-ρόλο. Οι γονείς αντιπροσωπεύουν την εξουσία, που παρότι την χτυπούν, την έχουν απόλυτη ανάγκη για να συνειδητοποιήσουν τα όρια τους.

Ο έφηβος αλλάζει ταυτότητα. Αυτή η νέα του ταυτότητα θα καθοδηγεί στο εξής τις επιλογές της ζωής του. Η διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου συνεχίζεται εφόρου ζωής. Η ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών της ταυτότητας γίνεται σε διαφορετική ηλικία για το κάθε άτομο και για διαφορετικές ομάδες ατόμων.

ΠΗΓΗ:
http://mazigiatopaidi.gr/el/categories/the-psychologists-answer/contents/efhveia-mia-vasanistikh-alla-aparaithth-metavash/(accessed 22.8.14)

Monday, 27 May 2013

What is cognitive behavioural therapy like for a teenager?


----------------------------------------

Most research into CBT (cognitive behavioural therapy) for teenagers has focused on whether it works or not, with largely positive results. Surprisingly little attention has been paid to finding out what it is actually like for a teenager to undertake CBT.

Deanna Donnellan and her colleagues have made an initial effort to plug this gap, conducting in-depth interviews with three teenage girls who'd completed a course of individual CBT, asking them about their perception of the therapy and what it meant to them.

The pseudonymous interviewees were Mary, who had problems with sickness and anxiety; Katherine, who had anxieties around her appearance and restricted her eating; and Samantha, who experienced low mood and practised self-harm. The teenagers were aged 15 years on average.

One the main themes to emerge related to progress and change. Mary saw the therapy in terms of helping to remove her problems; Samantha saw it as more than that, as a chance to move forward in her life; and Katherine felt she had developed new perspectives on life and the future. All three experienced increases to their self-efficacy (their confidence in their own abilities). Donnellan and her colleagues pointed out a related practical insight here - they found the teenagers clearly had "ultimate goals" for therapy (such as a growth in character or a return to "normality"), which could be hidden beneath the immediate aims of the CBT.

Another key theme to emerge related to engagement with therapy. The teens were mostly disengaged and passive at the start, but they gradually began to participate more. Mary achieved this engagement by taking some control - she agreed to take on some of her homework tasks around eating, but refused others. Samantha didn't say much at the start, but came to realise that she could benefit from exploring her emotional issues. Katherine felt desperate and unable to make decisions at the start, but the graded nature of the therapy helped her feel more stable.

The researchers said issues of control were very important in teen therapy given that most teenagers' therapy will have been instigated by their parents. "Power and its ability to impact negatively upon therapeutic potential might ... be mitigated by a process of collaboration and encouraging the client to negotiate their position in the therapeutic relationship," they said.

What about rapport with the therapist? Although she benefited from therapy, Mary was not on the same page as her therapist:

"for an example she might use someone being scared of dogs and how the thoughts of the dog biting them would make them cross the road (...) it was like relates nowhere near to like feeling sick and how feeling sick affects ya it was nothing near that".

Mary blamed part of this on her therapist seeming "really old". "I think for most teenagers," Mary said, "... you'd feel easier to talk to someone who, not obviously dead young, but d'ya know not someone in their 50s or something or like old." In contrast, Samantha was pleasantly surprised at her therapist's ability to relate to her situation:

"It was a bit disconcerting cos she like, not knew about it, but knew how to like deal with all this stuff, which I wasn't entirely expecting but it was helpful."

The final theme related to the structure of the way therapy was delivered. Mary felt like some of the progress was too slow and there was frequent repetition. For Samantha, the structure and predictability of CBT was an advantage, and the boundaries laid down by her therapist helped her feel safe. Katherine also liked the graded pace of therapy, with the gentle start helping her to feel more comfortable.

Donnellan's team said their interviews were a "tentative" first step towards finding out what CBT is like for young people. The findings demonstrate "the importance of the process of therapy, just as much as the content," they said. Based on this, some practical recommendations include: recognising the importance of the first stages of therapy for engaging with a teenage client; addressing the teen client's preconceptions about therapy; and finding out the pace and style they'd like the therapy to progress at.

"The service delivering CBT needs to promote the young person as being in control from the outset," the researchers said, "regardless of who is making the decision to access therapy. This may set the scene for them to develop control over their problems and establish stability in their life."
_________________________________ 

SOURCE:


Donnellan, D., Murray, C., and Harrison, J. (2012). An investigation into adolescents' experience of cognitive behavioural therapy within a child and adolescent mental health service. Clinical Child Psychology and Psychiatry, 18 (2), 199-213 DOI:http://dx.doi.org/10.1177/1359104512447032