Monday, 16 December 2024

O ρόλος του νονού: Σημασία δεν έχουν τα δώρα, αλλά η επικοινωνία


THE MAMAGERS TEAM02 ΜΑΪΟΥ, 2023

×





Είναι ίσως από τα πρώτα πράγματα που σκέφτεσαι όταν γεννάς. Συχνά το έχεις ήδη κουβεντιάσει (με τους υποψηφίους) όταν το μωρό είναι ακόμη μέσα στην κοιλιά. Για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο.


Ο ρόλος του νονού δεν είναι και ο ευκολότερος στον κόσμο. Ή μάλλον δεν είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους.

Άλλοι το έχουν κάνει κάτι σαν επάγγελμα και άλλοι έχουν αποφασίσει να δεσμευθούν για μία μόνο φορά προκειμένου να είναι όσο συνεπείς θα ήθελαν.

Το χειρότερο είναι όταν κάποιος με τον οποίο δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις σού προτείνει να βαφτίσει το παιδί σου ή να «βάλεις» λάδι εσύ στο δικό του, χωρίς όμως να είναι αμοιβαίο το στοιχείο της εκτίμησης.

ιλάμε για σχέση ζωής, όχι για μια τελετουργία που γίνεται για μία φορά μέσα στην εκκλησία, με λίγους ή περισσότερους μάρτυρες και τελειώνει η ιστορία. Όχι, όχι. Η ιστορία έχει μόλις αρχίσει.


Ο άνθρωπος ή οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να γίνουν νονοί ενός παιδιού θεωρούνται πνευματικοί γονείς του από τη στιγμή που γεννιέται.

Πρόκειται για σχέση στοργής, που απαιτεί δουλειά απ’ όλες τις πλευρές.

Το πρόβλημα είναι ότι η συγκεκριμένη ιστορία δεν έχει πάντα αίσιο τέλος.
Ας δούμε πρώτα την πλευρά των γονιών.

Τι ζητούν οι γονείς από τον νονό. Καταρχάς να έχει επαφή με το παιδί. Να μην το δει για πρώτη και τελευταία φορά στο μυστήριο. Να παρέχει τα απαραίτητα την ημέρα της βάφτισης. Να θυμάται πότε γιορτάζει και πότε έχει γενέθλια. Να έχει ουσιαστική επικοινωνία μαζί του, σε όλα τα στάδια της ηλικίας του. Να μη θεωρεί ότι με ένα δώρο τα Χριστούγεννα και μια λαμπάδα κι ένα σοκολατένιο αυγό ή ένα ζευγάρι παπούτσια το Πάσχα έχει ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Νονοί για κλάματα

Είναι λίγες οι φορές – δυστυχώς – που ο ρόλος του νονού ή της νονάς γίνεται όπως θα έπρεπε, έτσι ώστε και το παιδί να μπορεί να βασιστεί και σε κάποιον τρίτο, σε κάποιον που θεωρεί δικό του άνθρωπο, όταν η μαμά ή ο μπαμπάς δεν μπορούν να το καταλάβουν. Έχουμε δει να χαλούν κουμπαριές επειδή τσακώθηκαν οι ενήλικες. Να ξηλώνονται φωτογραφικά άλμπουμ και να γίνεται φωτομοντάζ για να πιστεύει το παιδάκι ότι ο νονός του είναι κάποιος άλλος τελικά. Να έχει προγραμματιστεί να γίνει βάφτιση σε νησί και να τσακώνεται η μητέρα με τη μέλλουσα νονά και να βρίσκεται τελικά στην κολυμπήθρα η επιλογή της τελευταίας στιγμής.

Έχουμε ακούσει για νονούς που δεν ξανασυνάντησαν τα βαφτιστήρια τους και τους γονείς τους.
Ποιους εξαιρούμε;

Τους νονούς – θείους, μαζί και τις νονές – θείες. Όσους βλέπουν ακόμη τα βαφτιστήρια τους κι ας έχουν ασπρίσει τα μαλλιά και των δύο. Όσους δεν αγοράζουν σταυρό επειδή προσβλέπουν σε μια οικονομική συμφωνία. Τις νονές που πιστεύουν στις καλές νεράιδες του παραμυθιού, όπως τις τρεις στρουμπουλές κυρίες στην «Ωραία κοιμωμένη» και τώρα πιστεύουν στην καλή «ντεϊντέι» και τα βαφτιστήρια τους. Είναι η νονά τους.
Πάντα άξιος! Δύσκολη η ανταπόκριση

Ακόμα κι ένας νονός μπορεί να έχει τα παράπονά του. Να έχει «μετανιώσει» για την επιλογή του ή να μην ήταν έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη. Να μην έχει παιδιά, αλλά ούτε και τη διάθεση να μάθει πώς είναι να φροντίζεις και να νοιάζεσαι για ένα μικρό ή μεγάλο παιδί. Να μη θέλει να ξοδεύει μια περιουσία για τα πανάκριβα ρούχα που μπορεί ν’απαιτεί, με διακριτικό τρόπο, η μαμά για το τέκνο της. Ή ν’αγοράσει το – εκτός προϋπολογισμού – ηλεκτρονικό παιχνίδι που ζητάει επίμονα ο 12χρονος Φίλιππος επειδή βαρέθηκε να παίζει με την επαγγελματική κιθάρα που του έκανε δώρο ο νονός τα Χριστούγεννα.

Σίγουρα είναι μεγάλο το βάρος να ξέρεις ότι στην περίπτωση που πάθει κάτι ο γονιός, αναλαμβάνεις εσύ ως πνευματικός πατέρας. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο καθήκοντα και ευθύνες στον ρόλο του νονού. Είναι βασικό να είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τα παιδιά, γι’ αυτό και δεν κάνει τίποτα καταναγκαστικά. Εκείνος που απλώς πάντρεψε το ζευγάρι και νιώθει την υποχρέωση να βαφτίσει και το πρώτο τους παιδί μπορεί να μην είναι τελικά και ο καταλληλότερος.
Ο «σωστός» νονός θα πρέπει να είναι στο πλάι του παιδιού όσο μεγαλώνει και σε κάθε σημαντική στιγμή γι’ αυτό.

Να είναι ο καλύτερος και πιο έμπιστος φίλος του. Ο ανάδοχος θα πρέπει να ξέρει τι πρέπει να κάνει χωρίς να του το έχει υποδείξει κανείς. Οι κοινωνικοπολιτικοί λόγοι δεν αφορούν κανένα. Ούτε οι οικονομικές συναλλαγές. Σημασία δεν έχουν τα δώρα, αλλά η επικοινωνία. Τα ρούχα δεν ενδιαφέρουν κανένα παιδί και ένα παιχνίδι είναι σίγουρα προτιμότερο. Καλύτερα ακόμη, μια βόλτα ή μια εκδρομή μαζί, πολύ απλά γιατί θα χαροποιήσει στ’ αλήθεια τον άμεσα ενδιαφερόμενο.

Πάντα άξιοι; Όχι απαραίτητα. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον όχι για τα παιδιά, που δεν θέλουν να ακούν λόγια του αέρα. Νονός δεν γίνεσαι με το ζόρι. Αν πεις το «ναι», δεν υπάρχει επιστροφή.



Πείτε καλύτερα «απεταξάμην». Πριν από την εκκλησία.

Γράφει η Σάντυ Τσαντάκη


ΠΗΓΗ:

Friday, 13 December 2024

Homeworking – what have we learned?


Gail Kinman and Christine Grant.

22 November 2024


Before the pandemic, remote work was a privilege enjoyed by only a small fraction of workers. This shifted dramatically in early 2020, when public health measures required everyone who could work from home to do so. The number of remote workers in the UK surged to almost 10 million, representing 44 per cent of the workforce (ONS 2020).

We watched this situation unfold with interest due to our long-standing research involvement in homeworking, and also because we (along with our colleagues, family and friends) were experiencing it firsthand. For many years, we have advocated for the benefits of remote working arrangements, providing evidence-based guidance to support its effective implementation. The rapid and widespread shift to home-based working presented a unique opportunity for us and others to observe and analyse this transition in real time, revealing how individuals and organisations adapted, and the challenges and successes they encountered.
Advantages and challenges

The rapid shift to remote working was intended to curb the spread of illness, but it also revealed advantages for employees and organisations. Many employees welcomed the flexibility and comfort of working from home and the opportunity to create a personalised work environment. Working remotely can offer greater flexibility, allowing employees to achieve a better work-life balance and eliminate the need to commute, saving time, money and energy. Productivity improved for many during this time, due to fewer distractions and more flexible schedules.

Additionally, the move to remote work accelerated digital transformation, focusing more on performance than physical presence. The concept of online 'presence' has evolved beyond whether one's video camera is on or off, now including real-time or asynchronous communication, contributing through direct interaction or chat features, or simply viewing content without engaging.

The move to home-based working also presented challenges for some. Organisations with existing remote working arrangements quickly adapted to the changes, with experienced home-workers being better able to manage the transition (Gifford, 2022). Other employees lacked the necessary tools to work remotely and had unsuitable workspaces. Few had the luxury of home offices and people often worked from their kitchen tables, sofas, bedrooms and even their cars. Research conducted early in the pandemic (Parry, 2021) found that some participants initially struggled with home-based working, with merging work and home demands leading to role stress, work-life conflict and exhaustion. Unsurprisingly, other studies revealed that parents faced daily challenges juggling childcare, virtual schooling and work deadlines, significantly impacting their wellbeing (Payne, 2020; Williams et al., 2020).

Organisations had to quickly adapt to virtual technology, as it was essential to maintain communication. Teams accustomed to in-person interactions often faced difficulties with virtual collaboration, leading to feelings of isolation, and decreased visibility to managers. Our work with child-protection social workers during this challenging time revealed their difficulties in recognising when team members were struggling during online meetings, and then providing the emotional support needed to prevent burnout (Kinman, 2021).

As social media users, we observed people sharing their experiences and concerns about homeworking immediately after lockdown began. Using netnography (Kozinets, 2015), a method for exploring naturally occurring online discussions, we explored diverse experiences of adapting to homeworking (Travers et al., 2020), focusing on the challenges people faced and the strategies they employed to balance work and domestic life. Over several months, participants shared their experiences through blogs, videos, photos, memes and other media.

Our findings revealed that this time was marked by contradictions and transitions, with new demands frequently increasing stress and negative emotions, as well as cognitive symptoms such as 'brain fog'. However, many discovered new ways to live and work, finding value in a slower pace and adopting innovative stress-reduction strategies. One participant noted, 'It is very reminiscent of the 1970s when I was growing up. Cooking meals from scratch, baking, hobbies and all of the things I usually don't have time for. My defences against anxiety are going quite well' (p.12).
Survive or thrive

Over time, remote work became normalised. People and organisations found ways to thrive, or at least survive, in this new environment. They quickly embraced new technologies and innovative methods to maintain team cohesion and collaboration. The British Psychological Society played a key role in this transition. As part of the BPS Working Differently Group, we published a guide offering psychologically informed strategies to establish healthy homeworking conditions (Kinman et al., 2022). The group also created a guide to help professionals regularly exposed to distressing material, such as police officers and social workers, prevent vicarious trauma while working from home (Tehrani et al., 2020).

For some remote workers, prolonged engagement with video conferencing platforms resulted in mental and physical exhaustion, communication barriers and misunderstandings. Researchers played a crucial role in identifying the underlying causes of these issues and providing strategies to alleviate what became known as 'Zoom fatigue' (Bailenson, 2021; Ramachandran, 2021). Their guidance included practical recommendations for managing screen time, optimising virtual meeting practices and improving overall digital well-being. Our pre-pandemic research identified key competencies required for effective remote working (Grant & Clarke, 2020; Tramontano et al., 2021) and provided valuable guidance on enhancing digital self-efficacy and resilience for individuals and organisations.

So, five years on what have we learned from what has been termed the 'Great Homeworking Experiment'? Since the pandemic began, research on the implications of remote work for wellbeing and productivity has surged, with around 18,000 articles indexed in Google Scholar from 2020 to date. However, drawing firm conclusions about the effectiveness of homeworking during a global crisis remains challenging. The mental health and well-being of the UK population also declined during the pandemic (ONS, 2020), making it difficult to isolate the effects of homeworking from those of broader changes, uncertainty, and isolation.

The implications of remote working continue to be widely debated, but there is no compelling evidence that productivity and wellbeing declined among homeworkers during the pandemic (Felstead, 2022). In some circumstances, home-based working can provide significant benefits for wellbeing, productivity and job satisfaction. Organisations with effective homeworking policies may experience increased employee loyalty and a more stable workforce (Choi, 2019). Home-based work can also help reduce the carbon footprint by reducing daily commutes and office energy use, supporting efforts to reduce climate change. Remote work can also enhance employment opportunities for people living in remote areas and caregivers (Schur et al., 2020; Grant et al. 2022). In particular, many disabled and neurodivergent workers have benefited from the widespread move to remote work during lockdown (Grant et al., 2022), levelling the playing field for these workers, reducing the stigma associated with home-based work and confirming its acceptability for employees more generally.

However, the effectiveness of remote working hinges on various factors, such as employee demographics, living arrangements and caregiving responsibilities, as well as job type, workload and its intensity and the organisational culture. Support from managers and colleagues, social connectedness outside of work and the effective management of work-home boundaries are also important (Chan & Kinman, 2024). Autonomy over working patterns is crucial for successful remote work, as it allows employees to tailor their work environment to their needs. In contrast, rigid policies or limited options can lead to frustration, decreased engagement and burnout (Kossek, 2016).
A 'woke trend'?

Homeworking presents other challenges that need addressing. While the flexibility associated with some types of remote work can improve wellbeing and work-life balance, it can result in enabled intensification (Kelliher & Anderson, 2010). This occurs when the constant connectivity offered by digital tools causes people to work longer and harder than in a traditional office environment, undermining work-life balance and increasing the risk of burnout. Additionally, higher rates of sickness presenteeism have been found among remote workers, attributed to a range of occupational, organisational and individual level factors (CIPD, 2023; Kinman & Grant, 2022). The less visible nature of their work can also make them more likely to push through illness, as symptoms and difficulties are not as apparent to managers and colleagues.

Although many people returned to office-based work after lockdown restrictions eased, remote working remains popular. The ONS (2022) found that employees consider the main advantages of home-based working include improved work-life balance, fewer distractions, faster task completion and better wellbeing, whereas challenges include difficulties collaborating with others and concerns about job opportunities. Employers' attitudes towards remote working evolved from initial scepticism to greater acceptance as the pandemic progressed. Many leaders now recognise the benefits of remote work, such as increased flexibility and cost savings, and have integrated it into their long-term business strategies.

Nonetheless, the continuation of remote working has sparked intense public debate, with opinions being highly polarised and politically charged. Our preliminary analysis of post-pandemic news media shows reveals considerable variability in opinions. Some business leaders and commentators argue that remote workers are less diligent and have even labelled it as a 'woke trend', suggesting that physical presence will inevitably boost collaboration, creativity and productivity. Additionally, homeworking has been criticised as an 'economic disaster' for cities, commercial office premises, the construction industry and the service economy, potentially hindering post-pandemic recovery. A recent survey of over 1,300 global leaders found that most support a return to pre-Covid work patterns, with nearly two-thirds expecting a return to the office five days a week by 2026 (KPMG, 2023). Furthermore, 87 per cent of respondents believe that future financial rewards and promotions will be tied to office presence.

These views may overshadow the established benefits of remote working for both organisations and individuals. To encourage workers back to the office, some employers offer incentives like free lunches, while others resort to extreme measures, such as threats of termination. These actions can be counter-productive, as organisations that mandate a wholesale return to office-based work have seen lower engagement, reduced trust, higher turnover and recruitment difficulties. Additionally, an estimated four million employees have changed careers due to the lack of flexible working options (CIPD, 2023).

The decisions organisations make about working arrangements will have far-reaching consequences. Allowing employees some autonomy over the location and timing of work seems essential for retaining and attracting staff, addressing skills shortages and fostering inclusive workplaces. The future of work is likely to feature flexible, hybrid models that combine the benefits of remote work with the advantages of in-person collaboration. A recent longitudinal study found that hybrid workers were as productive as full-time on-site workers, according to both subjective measures and performance reviews conducted over two years. Hybrid workers also reported better work-life balance, higher job and life satisfaction and had lower attrition rates compared to their counterparts working on site on a full-time basis (Bloom et al., 2024).

In conclusion, the 'Great Homeworking Experiment' has demonstrated that remote work can be effective under certain conditions. However, maintaining productivity, employee well-being and organisational cohesion requires careful management. To maximise the benefits of remote work while addressing its challenges, it is essential to implement the right tools and strategies. A multi-level approach, comprising organisational, team and individual initiatives, is likely to be most effective. Involving employees in co-designing these initiatives through surveys, focus groups and feedback will help ensure that strategies meet their needs and preferences, thereby enhancing effectiveness and engagement.Organisational level: Building the foundation. Organisations should establish an infrastructure and culture that supports flexible working arrangements. This includes establishing clear remote work policies that outline expectations, working hours, communication protocols and performance metrics. Investing in reliable technology, such as collaboration platforms, is crucial. Organisations must also provide training in essential remote working skills, such as virtual communication, time management and using digital tools effectively. Establishing trust between remote workers and line managers will also increase the success of remote working arrangements. It is also crucial to implement initiatives that support the health and work-life balance of remote workers and address the potential risks such as enabled intensification and sickness presenteeism.
Team level: Fostering collaboration and cohesion. The focus here should be on maintaining communication, collaboration and a sense of belonging. Regular team meetings and one-to-one checks will help people stay connected and engaged. Using collaborative tools and a mix of synchronous and asynchronous communication will accommodate different working styles and time zones. Organising virtual team-building activities will strengthen team relationships and implementing support mechanisms will help those who are struggling.
Individual level: Maintaining wellbeing and productivity. Time management tools and clear boundaries between work and personal time can help remote workers maintain focus and prevent burnout. Establishing a dedicated, ergonomic and distraction-free workspace at home is crucial. Taking regular breaks and developing strategies to help switch off from work mode mentally as well as physically will help maintain a healthy work-life balance. Regular communication with colleagues and managers is crucial, and seeking support when needed is vital for sustained well-being and productivity.

Professor Gail Kinman is a Chartered Psychologist and Professor of Occupational Health Psychology at Birkbeck, University of London.

Dr Christine Grant is a Chartered Psychologist, and Associate Professor, Centre for Healthcare Research at Coventry University.

SOURCE:

Monday, 9 December 2024

Μήπως ήρθε η ώρα να πείτε στο παιδί σας την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη;




by Αγγελική Λάλου
6 Δεκεμβρίου 2024



Ποια ηλικία είναι κατάλληλη και πώς να το πείτε χωρίς να χαλάσετε τις γιορτές


Καθώς πλησιάζει η περίοδος των γιορτών, πολλοί γονείς αντιμετωπίζουν το ερώτημα πότε και πώς να αποκαλύψουν την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη. Αυτό το θέμα μπορεί να είναι λεπτό, καθώς ο μύθος του Άγιου Βασίλη είναι βαθιά αναπόσπαστο μέρος της μαγικής εμπειρίας των Χριστουγέννων για τα παιδιά. Εδώ, διερευνούμε σκέψεις κατάλληλες για την ηλικία και ήπιες προσεγγίσεις για τη συζήτηση της πραγματικότητας πίσω από τον Άγιο Βασίλη χωρίς να μειώνουμε το εορταστικό πνεύμα.

Προσδιορισμός της σωστής ηλικίας

Η κατάλληλη ηλικία για να αποκαλύψετε την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη διαφέρει για κάθε παιδί. Γενικά, τα παιδιά αρχίζουν να αμφισβητούν την ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη μεταξύ 5 και 8 ετών. Αυτή η περιέργεια συχνά προκύπτει φυσικά καθώς γίνονται πιο παρατηρητικά και σκέφτονται κριτικά για το ετήσιο δώρο του Άγιου Βασίλη. Λάβετε υπόψη τη συναισθηματική ωριμότητα και την ετοιμότητα του παιδιού σας να χειριστεί την αλήθεια, καθώς τα παιδιά αναπτύσσονται με τον δικό τους ρυθμό.

Για ορισμένους γονείς, το να αφήνουν τα παιδιά να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα λειτουργεί καλύτερα, επιτρέποντάς τα να κάνουν ερωτήσεις και να εκφράσουν αμφιβολίες όταν είναι έτοιμα. Άλλοι μπορεί να παρέχουν ήπια καθοδήγηση, ειδικά εάν η παραπληροφόρηση από συνομηλίκους ή άλλες πηγές πυροδοτεί σύγχυση.
Πώς να μιλήσετε στο παιδί σας

Επιλέξτε την κατάλληλη στιγμή: Βεβαιωθείτε ότι συζητάτε το θέμα όταν υπάρχει επαρκής χρόνος για συζήτηση και προβληματισμό, και όχι εν μέσω της βιασύνης των γιορτών. Μια ήσυχη, περιστασιακή στιγμή είναι προτιμότερη για να κάνει τη συζήτηση να μοιάζει λιγότερο αποθαρρυντική.

Ενσυναίσθηση με τα συναισθήματά τους: Αναγνωρίστε ότι η εκμάθηση της αλήθειας μπορεί να είναι απογοητευτική. Τονίστε ότι το να νιώθουν λύπη ή σύγχυση είναι εντάξει και μοιραστείτε τις αναμνήσεις σας από την ανακάλυψη της αλήθειας για την ύπαρξη του Άγιου Βασίλη για να συνδεθείτε και να εξανθρωπίσετε την εμπειρία.

Εστιάστε στο πνεύμα της προσφοράς: Διδάξτε ότι, ενώ ο Άγιος Βασίλης μπορεί να είναι φανταστικός, το πνεύμα του Άγιου Βασίλη —αγάπη, γενναιοδωρία και καλοσύνη—είναι πολύ αληθινό. Προσκαλέστε το παιδί σας να γίνει μέρος αυτής της παράδοσης βοηθώντας στη διάδοση της χαράς, κάνοντας τα μέρος της μαγείας.

Βάλτε μια θετική στροφή στην παράδοση: Εξηγήστε ότι η ανακάλυψη του μυστικού του Άγιου Βασίλη είναι μια ιεροτελεστία, ένα συναρπαστικό βήμα προς την κατανόηση των ευρύτερων πτυχών των παραδόσεων των γιορτών και τη δυνατότητα να αναλάβουν έναν νέο ρόλο στις εορταστικές γιορτές.



Συμπεριλάβετέ τα στις προετοιμασίες των γιορτών: Κάνοντάς τα «βοηθούς του Άη Βασίλη», τους επιτρέπετε να συμβάλουν στη δημιουργία οικογενειακής χαράς, είτε τυλίγοντας δώρα, στολίζοντας ή ψήνοντας μπισκότα. Αυτός ο περιεκτικός ρόλος μπορεί να κάνει τη σταδιακή μετάβαση πιο ομαλή και να βοηθήσει στη διατήρηση της γοητείας των Χριστουγέννων.
Κρατώντας τη μαγεία ζωντανή

Να θυμάστε ότι η εκμάθηση της αλήθειας για τον Άγιο Βασίλη δεν χρειάζεται να τελειώσει τη μαγεία των Χριστουγέννων. Ενθαρρύνετε το παιδί σας να ασχοληθεί με τη μαγεία των γιορτών εστιάζοντας στην οικογένεια, τις παραδόσεις και τη χαρά της προσφοράς. Ανακαλύψτε το πνεύμα των γιορτών δημιουργώντας μαζί νέες παραδόσεις, ενισχύοντας ότι οι διακοπές αφορούν την ενότητα, τη ζεστασιά και τη γιορτή.

Προσεγγίζοντας το θέμα προσεκτικά και με ευαισθησία, μπορείτε να βοηθήσετε το παιδί σας να πλοηγηθεί σε αυτό το ορόσημο της παιδικής του ηλικίας με ευκολία, διατηρώντας τον ενθουσιασμό και το θαύμα του για την περίοδο των γιορτών.

ΠΗΓΗ:

Friday, 6 December 2024

Is not going out the ‘new normal’?



Recent work suggests that the Covid-19 pandemic may have accelerated trends towards staying home.

29 November 2024

By Emily Reynolds


The Covid-19 lockdowns fundamentally changed the way we lived. Many people started working from home; we saw friends and family less; at times, outdoor activity was limited altogether. Many of these behaviours were cited as contributors to low mood and poor mental health. Yet, a new study suggests, we may still be engaging in them to a larger extent than pre-Covid.

To understand the ongoing effect of Covid-19 on our daily lives, a U.S-based team looked at the way Americans chose to spend their time: before the pandemic, during its peak, and since. They find that even after restrictions were lifted, people spent much less time doing activities outside – a lasting consequence of the pandemic.

Data was gathered from 34,018 participants in the American Time Use Survey, which has been looking at the way Americans spend their time since 2003. The team was specifically interested in 12 "out of home" activities like shopping, work, or healthcare, and 16 "in-home" activities like sleep, browsing the internet, or exercise. They also looked at time spent travelling every day.

The team looked at several periods to compare activity levels. Firstly, the unsurprising results: from 2019 to 2021, when Covid-19 restrictions were at their most strict, out of home time decreased by around an hour a day. Yet, in the post-acute pandemic period starting in 2022, this didn't increase much at all. In fact, time spent out of the house only increased by 11 minutes between 2021 and 2022 — meaning, overall, time spent out of the house decreased by 16% between pre- and post-pandemic years. In the same period, there was a similar decrease of 17% in time spent travelling.

Patterns of activity in and out of the house also changed: in fact, 17 out of the 28 activities showed significant changes between 2019 and 2023. Sleep increased, on average, by 16 minutes per day. Out of home shopping, predictably, fell during the pandemic but stayed below pre-pandemic levels by 2023. In fact, most 'discretionary' activities like socialising or eating out saw reductions (though more necessary tasks, like education or caregiving, remained fairly stable).

Again, this shows how severely the pandemic has affected our way of life. Even while many found it hard to spend so much time at home during the pandemic, it seems to have shifted our patterns of behaviour and daily routines: we're sleeping more, going out less, and spending less time on 'non-essential' activities like eating out.

How much of this is related strictly to the pandemic itself, however, is still up for debate. As the authors note, an existing trend towards staying home existed pre-Covid, with the advent of the pandemic seemingly accelerating that trend. In the UK, for example, the cost-of-living crisis and the lasting effects of previous financial crises have hit many people's disposable income hard; this may be a bigger contributing factor to a reduction in eating out or socialising than pandemic-influenced changes in social norms.

The other gap in the study is more qualitative: how people actually feel about the way their lives have changed over the last few years. The pandemic may have refocused people on the things they find meaningful, reshaping their lives in positive ways. On the other hand, shifts to working patterns, sleep, and socialising may be affecting people's wellbeing in a negative way. Future research could explore the nuances of such changes.

The team's acknowledgement that there is no real consensus on when the pandemic 'ended' is also an interesting part of the study. The results seem to back this up, too. Even though lockdowns have lifted and the most serious effects of the pandemic have abated, Covid-19 still continues to impact our lives every day.

Read the paper in full:
Morris, E. A., Speroni, S., & Taylor, B. D. (2024). Going Nowhere Faster: Did the Covid-19 Pandemic Accelerate the Trend Toward Staying Home? Journal of the American Planning Association, 1–19. https://doi.org/10.1080/01944363.2024.2385327

SOURCE:

Wednesday, 20 November 2024

Should I Go To Therapy?


Please use following link


This week on Meg-John & Justin we podcasted about when to go to therapy. We covered the signs that therapy might be useful, what to expect from therapy, what it opens up and closes down, and how to engage with therapy once you get there.


We’re using ‘therapy’ here to cover therapy, counselling, coaching, and these kinds of related practices where you sit with somebody – usually one-to-one – and talk about your life.

Perhaps our biggest message was SHOP AROUND! The most important thing with a therapist is to find somebody you’ll have a good relationship with which also means having a shared understanding. People often just go to the first therapist they come across, but it’s really important to find somebody who is a good fit for you by doing at least as much homework as you would do around getting builders into your house or making a major purchase like a vehicle or musical instrument.
When you gotta go

Perhaps two good signs that therapy might be a good idea are when you are really struggling, and when life feels stuck or stagnant. In the first case you might notice tough emotions coming up, a sense of overwhelm, or specific symptoms like anxious thoughts or controlling behaviours. In the second case it might be more that everything feels a bit bland or pointless, or you have a sense that you’re avoiding looking at stuff that’s probably important.

It can also be a good idea to get therapy support after a big or traumatic life event, if there’s something major that’s happened in your life which you haven’t ever looked at, or perhaps as part of a regular check-in every few years with how you’re doing in your relationship with yourself, other people, your work, and life in general.

People often struggle to go to therapy because they see it as a self-indulgence. However, in all these cases your struggles are likely to be impacting on others in your life too: either because it affects your relationships directly, or because you are relying on close people for support.
What therapy opens up and closes down

Therapists can provide a supportive space for you to look at your stuff while having no agenda – in the way friends and family might want you to respond in a certain way, for example. They’re a person who is completely on your side and helping you figure out what’s best for you. Ideally they’ll be empowering you in ways that leave you more able to be kind to yourself and to follow the path that feels best for you. They may help you to learn tools and techniques to apply to your life more broadly, or be more focused on listening and helping you to make connections between what happened in your past and how you deal with things now.

One problem with therapy is that it can reinforce the idea that there’s something wrong with us that needs fixing. It’s important to remember that many of the struggles we have a totally, or largely, caused by shitty cultural messages, injustices, and family systems, work, and relationship dynamics that are toxic or painful. Ideally a therapist would be help you to look at this context and address your part in it, rather than reinforcing the idea that you are individually responsible for your suffering. Also, although the therapist generally puts themselves in a good place to be there for you for that hour, it’s worth remembering that they’re a person in this world who inevitably struggles as much as you do. It’s like you’re both climbing your own mountain. They have the expertise, experience, and perspective to be able to look across to you on your mountain and give you some advice about the next handhold or foothold.
How to find one

It’s worth getting recommendations from friends and searching online for people who work with the kinds of issues you have in a way that sounds good to you. Pink Therapy is a good listing for therapists with expertise around gender, sexual, and relationship diversity.

We’d suggest looking at as many websites as you can find for therapists who work on the right topics in your area (or more widely if you’re considering online therapy). Narrow it down to a few who feel good when you read about them, and then have an email exchange, phonecall and/or initial session with them to see whether it feels a good fit.

If you need a low-cost or free therapist then there are NHS therapists and counsellors through GP practices, as well as voluntary mental health and LGBTQ services in many places that provide therapy. There can be less choice here but it should still be important to assess whether it feels like a good fit, and the opportunity to ask for a different person if not.

It’s worth checking whether a therapist has some form of training and accreditation, although there are a wide range of these that can be appropriate. The first session should give you an opportunity to ask all the questions you need to ask, and give you a sense of how this therapist works.

As with all professions there are some therapists who are exploitative and even abusive, so it is vital to be careful and find someone who is ethical and works with integrity. Also there will be many who can work well with some people but just aren’t a good fit for you.

You should always feel that it’s possible to end therapy if it’s not working for you, and to find an option that’s affordable. Therapy shouldn’t leave you feeling scared and confused.

SOURCE:

Τελικά τι σημαίνει «ποιοτικός χρόνος» με τα παιδιά;


THE MAMAGERS TEAM19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ, 2024

×


Ας παραδεχθούμε την αλήθεια: είναι πολύ δύσκολη εποχή για να είναι κανείς γονιός, για να μπορεί να απομονώνει τα άγχη και τα προβλήματα ώστε να διαθέτει χρόνο απερίσπαστος στο παιδί. Σε ένα κλίμα διαρκούς και βάναυσης οικονομικής δυσπραγίας, σε ένα πλαίσιο εξαντλητικών ωραρίων και υποχρεώσεων μπορεί να μην είμαστε ακριβώς «ήρωες», αλλά σίγουρα ο σύγχρονοι γονείς είμαστε αρκετά κοντά σε αυτό!


Κάποιες φορές είναι τόση η βουή και οι έξωθεν παρεμβάσεις που ξεχνάμε το ίδιο μας το ένστικτο. Τι θα κάναμε δηλαδή από τη φύση μας αν μπορούσαμε για λίγο να απομονώσουμε τις έννοιες. «Ποιοτικός χρόνος» σημαίνει ακριβώς αυτό: πως είμαστε απολύτως παρόντες στη στιγμή, στο παιχνίδι μας, στη συζήτηση στη βόλτα, ή απλώς στον καναπέ, με μια κουβερτούλα.
Ας δούμε κάποια παραδείγματα ποιοτικού χρόνου μαζί:

-Πρωινές αγκαλίτσες

-Συζητήσεις χωρίς βιασύνη το βράδυ στο κρεβάτι τους


-Διάβασμα

-Βραδιές αφήγησης, στις οποίες όλοι λέμε ιστορίες

-Περπάτημα και δραστηριότητες στη φύση

-Να κάνουμε διαλογισμό μαζί ή απλώς να παραμένουμε σιωπηλοί παρέα

-Να παίζουμε

-Να κοιτάμε ο ένας μες στα μάτια του άλλου χωρίς απαραίτητος να λέμε κάτι

-Να μαγειρεύουμε μαζί

-Να γιορτάζουμε κάθε μικρή και μεγάλη νίκη όλων των μελών της οικογένειας

-Και βέβαια προσωπικό χρόνο με το κάθε παιδί ξεχωριστά, πέρα από τις κοινές οικογενειακές στιγμές


ΠΗΓΗ:

Friday, 15 November 2024

Podcast: the dynamics of shame, with Dr Eliat Aram




Dr Eliat Aram focuses on shame in this podcast, drawing on her research and practice over the last 25 years

Please follow link
https://www.tavinstitute.org/news/the-dynamics-of-shame-with-dr-eliat-aram
LeadershipLearningGroup relationsTalks & presentations







Dr Eliat Aram has been exploring and writing about the dynamics of shame for over 25 years.

Her original doctorate research thesis explored shame as an integral dynamic of any potentially identity-transformative learning process.

Now, as an international leader and thinker in organisational and leadership development, and human behaviour and relations, Dr Aram shares her nuanced approach in this beautifully articulate and accessible podcast with Nita Sharma.

The Dynamics of Shame | Dr Eliat Aram | Reach Minds - Thoughts for your Life Journey by Reach Minds - ‘Thoughts for your Life Journey’



SOURCE:

Wednesday, 13 November 2024

Money can be WEIRDly motivating



New research finds that those from WEIRD societies find money more incentivising than their non-WEIRD counterparts.

11 November 2024

By Emma Young


Employers seeking to make their staff work harder have a couple of main strategies available to them. One is to offer performance-related pay incentives. The other is to use psychological techniques, such as offering more praise, or encouraging workers to feel that high productivity is expected — that it's the norm.

Research shows that both can motivate people and improve their performance, but the latest, large-scale experiments have suggested that monetary incentives are much more effective, note the authors of a recent paper in Nature Human Behaviour. However, write Danila Medvedev and colleagues, the participants in these studies were almost entirely from the US. "Can managers and policymakers in India, Indonesia or Nigeria apply scientific insights from these studies to issues facing their own countries?" the team wondered.

To find out, they re-analysed some existing data and also ran a series of online studies on a total of more than 8,000 participants from two WEIRD societies — the UK and the US — and five non-WEIRD nations: China, India, Mexico and South Africa.

In the first set of studies, participants from the UK, China, US, Mexico, and South Africa were shown a series of images, one by one, and asked to identify any that contained a building. The maximum time that they could spend on this was ten minutes.

All of the participants were told that after completing ten images, they would be entitled to a flat base fee. However, one group also received a type of psychological intervention — such as being told being told that most people perform well on this task, which made it clear that hard work is the norm. Another group of participants — those in the 'monetary condition' — instead received a financial incentive to work harder, in the form of an additional 'piece rate' bonus of between five and nine cents for each extra set of ten images that they assessed.

In each of these studies, the team directly compared participants from one WEIRD country — either the UK or the US — with participants in at least one non-WEIRD country. When they analysed the data, the pattern of findings was clear. Time and again, additional monetary incentives were more effective than psychological methods at getting WEIRD vs non-WEIRD participants to work harder.

In a study that compared participants from the UK and China, for example, the team found that, in China, bonus payments increased effort by 19.0%, while in the UK, the effect of bonus payments was more than five times bigger, increasing effort by 109.5%.

In one of the other studies, on participants in Mexico and the US, the team found that offering bonuses was not as clearly superior to a psychological norm incentive at encouraging Mexican, compared with American, participants to work harder.

In fact, when the team analysed the amount of effort per dollar spent for each of the conditions, they found that for Mexico (as for China, in fact), the monetary condition was less cost-effective than the norm condition. Another striking finding from this particular study was that as soon as the participants became entitled to their base pay — so, when there was no financial incentive to continue — over half of the American participants quit the task but over 90% of the Mexican participants continued with it.

A further experiment revealed that even a tiny bonus scheme (just one penny for every 20 images assessed), when compared with a social norm incentive, increased effort by 48.1% in the US, but only 1.6% in India. The team's analysis led them to conclude that while offering additional piece-rate payments, rather than a psychological incentive, was cost-effective in the US, in India, it was not.

In a final study, the researchers recruited more than 2,000 bilingual Hindi- and English-speakers in India to complete the same task. Again, one group was offered extra monetary rewards, while another received a psychological, social norm incentive. But while some were given the task in Hindi, others were given it in English. The analysis showed that the money advantage over the psychological incentive was bigger when the task was taken in English. In this study, the participants were also asked how they felt about the task. Those who did it in English were more likely to say that they did it only for money.

The team suggests that because non-WEIRD cultures tend to be more collectivist — more likely, as they note, to value duties and responsibilities to the people around them — this might help to explain their results.

They also acknowledge a few limitations to the work, including the assumption in their analyses that psychological incentives to work harder carry no cost. In the real world, some employees exposed to strong expectations to work harder may become more stressed, more sick, and less productive.

However, the findings are, the team writes, another reminder to avoid extrapolating conclusions from studies on the small minority of the global population that live in WEIRD cultures to the rest of the world. And the overall message is clear: "monetary - relative to psychological - incentives may increase effort less in non-WEIRD cultures." However, they also stress that this data should not be used to justify paying people in non-WEIRD cultures less. "Non-monetary incentives cannot and should not be seen as a substitute for paying a fair wage."

Read the paper in full:
Medvedev, D., Davenport, D., Talhelm, T., & Li, Y. (2024). The motivating effect of monetary over psychological incentives is stronger in WEIRD cultures. Nature Human Behaviour, 1–15. https://doi.org/10.1038/s41562-023-01769-5

SOURCE:

Tuesday, 12 November 2024

Το λέει η επιστήμη: να γιατί το παιδί σας αντιστέκετε για να ντυθεί (και πώς να αποτρέψετε τη μάχη)




Αγγελική Λάλου
11 Νοεμβρίου 2024





Αυτά τα απλά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ ενός ξεσπάσματος ή μιας νίκης για όλους.


Στέκομαι στην πόρτα, αναπνέω βαθιά και προσπαθώ να θυμηθώ ότι αυτή είναι μια φάση. Υπάρχει μια κόκκινη κάλτσα και μια ριγέ κάλτσα, ένα μωβ tutu πάνω από ένα πουκάμισο με γραβάτα και ο γιος μου κρατάει τα σανδάλια της αδερφής του. Μπορώ να αντιμετωπίσω το πολύχρωμο σύνολο, αλλά έξω έχει κρύο. Έχουμε περάσει 20 λεπτά και τον παρακαλώ να φορέσει τα αθλητικά του παπούτσια. Αργήσαμε για το νηπιαγωγείο. Πάλι.

Είμαι πολύ κουρασμένη από τη μάχη για να κλάψω, αυτή είναι η τέταρτη εβδομάδα του «Ο πόλεμος των ρούχων». Γιατί έχει γίνει τέτοιος αγώνας; Συμβαίνει μόνο σε μένα;

Δεν είσαι μόνο εσύ, μαμά. Υπάρχει λόγος που το παιδί σας τσακώνεται για να ντυθεί το πρωί. Αυτή η μάχη είναι τόσο καθολική όσο και εξαντλητική. Τα νήπια περνούν από το «Αυτονομία έναντι ντροπής και αμφιβολίας», ένα στάδιο ανάπτυξης που επινοήθηκε από τον ψυχαναλυτή Erik Erikson.


Στη Θεωρία της Ψυχοκοινωνικής Ανάπτυξης, κάθε στάδιο της ζωής συνδέεται με έναν ψυχολογικό αγώνα που συμβάλλει σε μια σημαντική πτυχή της προσωπικότητας. Σε αυτό το συγκεκριμένο στάδιο, ένα παιδί είτε μαθαίνει να κυριαρχεί στις δεξιότητες, αποκτώντας αυτοπεποίθηση και ισχυρή αίσθηση του εαυτού του, είτε, σύμφωνα με τη θεωρία, εάν δεν έχει αρκετό χώρο για ανεξαρτησία, μπορεί να αισθάνεται ντροπή και να αρχίσει να αμφιβάλλει για τις ικανότητές του.

Τα νήπια φτάνουν σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησης σχετικά με τον προσωπικό έλεγχο, επειδή ο εγκέφαλός τους έχει αναπτυχθεί αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσει ότι είναι το δικό τους άτομο, κάτι που τα κάνει να ενδιαφέρονται για το σώμα τους. Σε μια μελέτη της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, υπάρχει μια ορισμένη σειρά συμπεριφορών που σχετίζονται με την ανάπτυξη της αυτοαντίληψης στα νήπια:

Φυσική αυτοαναγνώριση: Καταλαβαίνουν ότι έχουν σώμα και είναι δικό τους

Αυτοπεριγραφή: Παρατηρούν και αξιολογούν τι βλέπουν για τον εαυτό τους


Συναισθηματικές αντιδράσεις: Αντιδρούν στις πράξεις και στο περιβάλλον τους

Πώς συνδέεται λοιπόν με εκείνη την πρωινή μάχη; Τα νήπια εξερευνούν τα όρια του προσωπικού τους ελέγχου, επομένως δεν είναι περίεργο που έχουν αρκετά μεγάλα συναισθήματα γι’ αυτό. Αυτό το τρίπτυχο δημιουργεί μια τέλεια καταιγίδα για μεγάλα συναισθήματα, ή όπως συνήθως τα λέμε: ξεσπάσματα.

Το να ντυθεί είναι ένας θεμελιώδης δείκτης ανεξαρτησίας για ένα μικρό παιδί. Στο Montessori Life, ένα τριμηνιαίο περιοδικό από την American Montessori Society, η Montessori ειδικός Stephanie Woo εξηγεί, «Ανεξαρτησία είναι η ικανότητα να κάνεις κάτι μόνος σου χωρίς να είσαι βάρος για τους άλλους. Η ανεξαρτησία δεν μπορεί να δοθεί – αναπτύσσεται εσωτερικά, χτίζεται με την πάροδο του χρόνου και βασίζεται σε ικανότητες. Κάθε νέα ικανότητα καθιστά δυνατά νέα επίπεδα ανεξαρτησίας. Κάθε φορά που ένα παιδί κατακτά κάτι, αυτή η μαεστρία οδηγεί σε νέες δυνατότητες».

Αλλά είναι άλλο να το καταλαβαίνεις αυτό και άλλο πράγμα να το αντιμετωπίζεις αυτή τη στιγμή και να διατηρείς την αρμονία. Είναι ενσωματωμένο στα νήπια και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ότι μπορούν να είναι αυτόνομα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι ιδιαίτερα ικανοί για ορθολογική λήψη αποφάσεων. Έτσι, ακόμα κι αν μπορούν να ντυθούν μόνα τους (κάπως ), εξακολουθούν να χρειάζονται βοήθεια για να κάνουν επιλογές για το τι πρέπει να φορέσουν ή να περιορίσουν όλες τις επιλογές τους.
Δείτε πώς να κάνετε το παιδί σας να ντυθεί (χωρίς μάχη)

Η Julia King, συν-συγγραφέας του How to Talk So LITTLE Kids Will Listen, λέει ότι μια στρατηγική είναι να δίνετε σε ένα παιδί όλες τις πληροφορίες ώστε να αποφασίσει τι να κάνει, δίνοντάς του την ανεξαρτησία που λαχταρά και την ευκαιρία να αναπτυχθεί στις ικανότητές του.





Τρία απλά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ ενός ξεσπάσματος ή μιας νίκης για όλους:

Αναγνωρίστε τα συναισθήματα για να συνδεθείτε και να ηρεμήσετε: «Μου φαίνεται ότι είσαι θυμωμένο που βρέχει σήμερα επειδή θέλεις να φορέσεις σανδάλια».

Προσφέρετε επιλογές: «Βλέπω κόκκινα αθλητικά παπούτσια και μπλε μπότες βροχής. Και τα δύο είναι καλά για τις βροχερές μέρες. Ποιο θα ήθελες να φορέσεις;»

Προσκαλέστε τα να λύσουν προβλήματα μαζί σας: «Χρειάζομαι να κρατάς τα πόδια σου στεγνά ενώ εσύ θέλεις να μπορείς να κουνάς τα δάχτυλά σου. Έχεις ιδέα για το πώς μπορούμε να κάνουμε και τα δύο;»

Ο γιος μου πρότεινε να φορέσει τις μπότες βροχής στο αυτοκίνητο και μετά στο νηπιαγωγείο, να φορέσει τα σανδάλια πάνω από τις κάλτσες του. Είχε την ελευθερία επιλογής να κουνάει τα δάχτυλά του όλη μέρα και είμαι σίγουρη ότι τα βρεγμένα πόδια δεν θα είναι λόγος για κρυολόγημα. Ήταν ένα win-win που του έδωσε την αυτονομία που διατήρησε και ενίσχυσε τη σχέση μας – μια δεξιότητα που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.

Συμπέρασμα: Η άρνηση του μικρού σας να ντυθεί δεν είναι δικό σας λάθος, μαμά. Αλλά είναι δική σας δουλειά να βοηθήσετε να καλλιεργήσει τη φυσική τους ώθηση να είναι ανεξάρτητο. Την επόμενη φορά που θα τσακωθεί για να ντυθεί, ξεκινήστε δοκιμάζοντας ένα από τα παραπάνω βήματα και δείτε τι θα συμβεί.



ΠΗΓΗ:










×

Tuesday, 5 November 2024

Το τραύμα του διασώστη


 - Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς νιώθει αυτός που σώζει τις ζωές των άλλων;
Πώς αντέχουν την ψυχολογική πίεση και την διαρκή επαφή με τον κίνδυνο και τον θάνατο και μάλιστα σε ακραίες καταστάσεις όπως πχ το προσφυγικό; Η ψυχολογική υποστήριξη που χρειάζονται και η ζωή τους "μετά"...
Κατερίνα Πρίφτη




Χριστίνα Ψαρρά, συντονίστρια ομάδας έρευνας και διάσωσης στον Μόλυβο της Λέσβου την περίοδο 2015-2016. Σήμερα είναι υπεύθυνη της Μονάδας Επιχειρησιακής Έρευνας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, με έδρα τις Βρυξέλλες.
CHRISTINA PSARRA




Επιζώντες και διασώστες. Εκείνοι που σώθηκαν και εκείνοι που τους έσωσαν ή, κάποιες φορές, προσπάθησαν αλλά δεν πρόλαβαν ή δεν τα κατάφεραν. Άνθρωποι που μοιράζονται μια περιπέτεια ζωής από διαφορετική θέση. Με τον πρώτο να κουβαλά για πάντα μια τραυματική εμπειρία και τον δεύτερο να καλείται να σηκώσει ένα δυσβάσταχτο ψυχικό φορτίο, συχνά δύσκολα διαχειρίσιμο, που αφήνει το αποτύπωμά του σε βάθος χρόνου. Γιατί είναι εκείνος που απλά αισθάνεται πως κρατά στα χέρια του μια ζωή. Συχνά και πολύ περισσότερες.


Αυτός ο άγνωστος που είναι εκεί όταν τον έχουμε πιο πολύ ανάγκη καλείται μάλιστα να εκτεθεί, κατ’ επιλογή ξανά και ξανά σε ανάλογες εμπειρίες και συναισθήματα και να υποβληθεί σε αντίστοιχες στρεσογόνες καταστάσεις. Το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα αυτής της ψυχοφθόρας επανάληψης το ζουν σήμερα όσοι επιχειρούν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να σώσουν πρόσφυγες ενώ το έζησαν πιο πριν, με απίστευτη ένταση οι διασώστες που επιχειρούσαν στα ελληνικά νησιά την περίοδο της κορύφωσης των αφίξεων προσφύγων την περίοδο 2015-2016.


Η Χριστίνα Ψαρρά, συντονίστρια ομάδας έρευνας και διάσωσης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα την συγκεκριμένη περίοδο στον Μόλυβο της Λέσβου, έζησε εκείνες τις ατελείωτες ημέρες «που όταν ανοιγόσουν στη θάλασσα έβλεπες στο βάθος μαύρα στίγματα. Παντού. Αμέτρητα. Ήταν μικρές βάρκες ή πνευστές σχεδίες».


Ξανά και ξανά άκουγε τις κλήσεις ανθρώπων για βοήθεια. «Δεν καταλάβαινες τι έλεγαν. Σπάνια μιλούσαν αγγλικά. Αλλά ήξερες. Άκουγες την απόγνωση, τα ουρλιαχτά, τα κλάματα» αφηγείται μιλώντας στην HuffPost Greece. Φωνές και κραυγές που όπως λέει «δεν θα ξεχάσω ποτέ». Και όταν το σκάφος της ΜΚΟ προσέγγιζε μια βάρκα οι ήχοι της απελπισίας έδιναν τη θέση τους σε εικόνες απόγνωση. «Σε άρπαζαν από παντού. Ήσουν η σανίδα σωτηρίας τους. Συχνά έβαζαν μπροστά τα παιδιά, τα μωρά. Δεν ήξεραν ποιος πλησίαζε, ούτε τις προθέσεις τους. Τα σήκωναν ψηλά για να τα πάρεις πρώτα αλλά και για να σου δείξουν πως υπάρχει άμεση ανάγκη βοήθειας».






Μια επιτυχής διάσωσης όμως δεν είναι κάτι δεδομένο. Βάρκες ανατρέπονταν. Άψυχα κορμιά συλλέγονταν από τη θάλασσα. Προσπάθειες ανάνηψης δεν απέδιδαν. Και τότε η απελπισία και ο φόβος συνοδευόταν από θάνατο και θρήνο.


Πώς αντέχει κάποιος να ανοίγεται κάθε μέρα στη θάλασσα και να έρχεται αντιμέτωπος ξανά και ξανά με τέτοιες εικόνες; Πως προστατεύεται; Ποιες είναι οι δικλείδες ασφαλείας του, ποιο το ψυχολογικό αποτύπωμα που αφήνουν όλες αυτές οι εμπειρίες και επιστρέφει στην «κανονικότητα» της δική του ζωής;


Πρώτα θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα της ίδιας της αποστολής των διασωστών αλλά και των ανθρώπων που έχουν ταχθεί σε αυτή. Όπως λέει η ψυχολόγος και η πρώην υπεύθυνη δραστηριοτήτων ψυχικής υγείας των ΓΧΣ, Αλίκη Μεϊμαρίδου οι άνθρωποι αυτοί «αφενός διακατέχονται από ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να προσφέρουν βοήθεια και αφετέρου βλέπουν τις προσπάθειες τους συχνά να ακυρώνονται, να αναιρούνται, να εμποδίζονται εξαιτίας, εν προκειμένω των μεταναστευτικών πολιτικών που εφαρμόζονται. Διακατέχονται συχνά από ένα αίσθημα ματαίωσης».


Ειδικότερα μάλιστα όπως συμπληρώνει η κ.Ψαρρά στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα υπήρχαν και δύο επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες που γεννούσαν απογοήτευση και θυμό. «Πάντα σε αποστολές διαχείρισης ανθρωπιστικών κρίσεων πχ σε εμπόλεμες ζώνες βιώνεις ένα αίσθημα ματαιότητας των πράξεών. Η κρίσιμη διαφορά εδώ είναι πως αφενός δεν περιμέναμε να βρεθούμε να μπροστά στην κατάσταση που βρήκαμε στα νησιά και κατά δεύτερον όλα αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας. Δεν μπορούσα να αποδεχθώ ότι τα πράγματα ήταν τόσο χάλια, πως στις ακτές της Λέσβου βλέπαμε ανθρώπους να πεθαίνουν σε απόσταση λίγων ναυτικών μιλίων από την ακτή. Τα βράδια δεν κοιμόμασταν σε ένα hat σε κάποια εμπόλεμη περιοχή. Ήμασταν στην Ελλάδα, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που η πρόσβαση σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους…Τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο».


Αλίκη Μεϊμαρίδου, ψυχολόγος πρώην υπεύθυνη δραστηριοτήτων ψυχικής υγείας στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.




Πρόσθετα σε αυτή την άρνηση ή και απόγνωση υπάρχουν τα συναισθήματα που βιώνουν κατά κανόνα οι διασώστες σε τέτοιες επιχειρήσεις. Όπως επισημαίνει η κ.Μεϊμαρίδου οι άνθρωποι αυτοί έρχονται σε επαφή με τον άμεσο κίνδυνο για τις ζωές εκείνων που θέλουν να σώσουν. Είναι μια κατάσταση ψυχοφθόρα, η ψυχολογική πίεση μεγάλη. «Είδαν ανθρώπους νεκρούς να επιπλέουν στη θάλασσα…Έζησαν μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία. Σωματική - αφού οι συνθήκες σπάνια είναι ιδανικές - όσο και ψυχική».


Ο θρήνος είναι ένα από τα βασικότερα συναισθήματα που βαραίνει την ψυχολογία ενός διασώστη αφού βιώνει έντονα την απώλεια εκείνου που δεσμεύτηκε να σώσει. Το γεγονός δε ότι οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης είναι πολύωρες και στην περίπτωση του προσφυγικού είχαν μια καθημερινή επανάληψη, γιγαντώνει αυτές τα συναισθήματα. «Θρηνείς για εκείνους που δεν μπόρεσες να βοηθήσεις, που χάθηκαν, για τους γονείς που έχασαν το παιδί τους και έπρεπε να τους παρηγορήσεις...Περιβάλλεσαι από θάνατο και θρήνο», λέει η κ.Ψαρρά.


Και από κοντά έρχονται οι ενοχές, που όσο παράλογο και εάν ακούγεται είναι ένα πολύ κοινό συναίσθημα στους διασώστες σύμφωνα με την ψυχολόγο. «Είναι η ενοχή του επιζήσαντα και είναι κοινή σε αυτούς που διασώθηκαν και στους διασώστες».


Γιατί όμως ενοχές και αμφιβολίες; Είναι η ερώτηση στην κ.Ψαρρά. «Γιατί αν και έχεις κάνει το καλύτερο που μπορούσες πάντα όταν είσαι μέσα σε αυτή την κατάσταση βασανίζεσαι δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι ”τι άλλο μπορώ να κάνω;»”, ”κάνω αρκετά;”, ”θα ήταν καλύτερά εάν…;”».


Και βέβαια αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα γίνονται πολύ πιο έντονα γιατί σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος στο άτομο να βιώσουν το τραυματικό γεγονός που έζησαν, να θρηνήσουν. Εδώ ο χρόνος είναι εχθρός, και οι ανάγκες πιεστικές.

Μαζί με τις ενοχές και τον θρήνο, έρχεται όμως από κοντά και ο θυμός. «Κουβαλάς πολύ θυμό, πολύ οργή. Ξεσπάς σε άλλα πράγματα χωρίς λόγο. Και δεν το καταλαβαίνεις καν όταν το κάνεις» λέει η κ.Ψαρρά.





Αν και έχουν περάσει τρία χρόνια πια καθώς καθώς ξαναφέρνει στη μνήμη της εκείνες τις μέρες η φωνή της έχει μια περίεργη ένταση, σαν αυτή ενός ανθρώπου που βιάζεται να κάνει κάτι γιατί είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όπως όταν το σκάφος της ΜΚΟ επέστρεψε για ανεφοδιασμό και αλλαγή βάρδιας στο λιμάνι αλλά «όταν έδενε μας έπιανε μία βιασύνη. Θέλαμε να γίνουν όλα γρήγορα. Θέλαμε να είμαστε συνέχεια εκεί».


Πώς λειτουργούσε όμως όταν ήταν «εκεί»; Οι βάρκες, όπως λέει έρχονταν επί μήνες, 24 ώρες το 24ωρο. Το σκάφος των ΓΧΣ ήταν στο νερό μέρα-νύχτα. Οι βάρδιες 12ωρες και όλες εκείνες τις ώρες «που επιχειρείς δεν σκέφτεσαι. Είσαι απλά μια μηχανή. Μαζεύεις στο σκάφος όσους μπορείς να μεταφέρεις, δένεις τη βάρκα τους και τη ρυμουλκείς μέχρι το λιμάνι μαζί με τους υπόλοιπους». Μοιάζει να υπάρχει ένα περίεργο αλλά αναγκαίο για την επιτυχής έκβαση της αποστολής «μπλοκάρισμα» των συναισθημάτων. Απλά αντιδράς. «Μια φορά από μια βάρκα μας πέταξαν, κυριολεκτικά μας πέταξαν στον αέρα, ένα μωρό. Έγινε αυτό μπροστά τα μάτια μου αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το κατέγραψα. Δεν συνειδητοποίησα τι είχε γίνει. Μετά αναφέρθηκε από συναδέλφους και πήγα και είδα το βίντεο, γιατί καταγράφουμε τις διασώσεις. Είδα αμέτρητες φορές αυτό το βίντεο. Το έβλεπα ξανά και ξανά αλλά δεν το πίστευα. Ακόμη δεν το πιστεύω».


Και μετά; Παύεις να λειτουργείς σαν «μηχανή»...


«Άνθρωποι οι οποίοι αφιερώνονται σε τέτοιες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να δώσουν στον εαυτό τους τον απαιτούμενο χρόνο για να ξεκουραστούν και να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους. Το συναντάμε αυτό γενικότερα στους ανθρώπους έχουν ως βασικό κίνητρό το ”εγώ είμαι εδώ για βοηθήσω όσους περισσότερους μπορώ” τονίζει η κ.Μεϊμαρίδου συμπληρώνοντας πως συχνά δεν αντιλαμβάνονται, δεν θέλουν να δεχθούν πως ήρθε η στιγμή να σταματήσουν για ένα διάστημα. «Και εδώ απαιτείται ένας λεπτός χειρισμός καθώς αυτός που θα επισημάνει αυτή την ανάγκη θα πρέπει να το κάνει με το τρόπο που δεν θα φανεί σαν να αποδομεί την προσπάθεια και την προσφορά του διασώστη».


Όσο δύσκολο και εάν είναι, θεωρείται ως μια «απαραίτητη προληπτική δράση» και ο ρόλος των άλλων μελών της ομάδας είναι σημαντικός όσο και η εναλλαγή του προσωπικού.


Χριστίνα Ψαρρά, συντονίστρια ομάδας έρευνας και διάσωσης στον Μόλυβο της Λέσβου την περίοδο 2015-2016. Σήμερα είναι υπεύθυνη της Μονάδας Επιχειρησιακής Έρευνας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, με έδρα τις Βρυξέλλες.
CHRISTINA PSARRA


Αλίκη Μεϊμαρίδου, ψυχολόγος πρώην υπεύθυνη δραστηριοτήτων ψυχικής υγείας στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.


«Αυτό που θυμίζουμε πάντα», αναφέρει η κ.Μεϊμαρίδου «είναι το παράδειγμα του αεροπλάνου. Η αεροσυνοδός μας συμβουλεύει πως σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ο ενήλικας πρέπει να φορέσει πρώτος τη μάσκα οξυγόνου και μετά να βοηθήσει τον διπλανό του ακόμη και το παιδί του. Έτσι και οι διασώστες για να είναι πραγματικά χρήσιμοι. Φροντίζεις πρώτα τον εαυτό σου, την ομάδα…Η σωστή λειτουργία της ομάδας και ο ρόλος των μελών της ομάδας είναι καταλυτικοί παράγοντες».



Άλλο όμως να το λες και άλλο να το κάνεις. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να δεχθείς πως πρέπει να κάνεις ένα διάλειμμα. Πώς μπορεί να είσαι αρνητικός, ευερέθιστος, πως χάνεις εύκολα την υπομονή σου, πως είσαι αψύς. Στο λέει ένας άνθρωπος που εμπιστεύεσαι αλλά αυτό δεν το κάνει πιο εύκολο. Πρέπει όμως αν γίνει. Να πάρεις το χρόνο σου, να αντιμετωπίσεις τον εσωτερικευμένο θυμό και την οργή σου να κοιτάξεις κατάματα πράγματα για το εαυτό σου που δεν τα βλέπεις . Θέλει κουράγιο».


Όπως επισημαίνει η κ.Μερϊμαρίδου στους ΓΧΣ, υπάρχουν δομημένες διαδικασίες και ένα σύστημα για να προστατεύεται η ομάδα και ανάλογα με τις συνθήκες και τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν αναζητείται ο πιο ευέλικτος τρόπος για να λαμβάνουν οι διασώστες - όπως και όλοι οι εργαζόμενοι- την απαραίτητη υποστήριξη, άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα.


Για παράδειγμα όταν υπάρχει ένα κρίσιμο γεγονός ή διαπιστώνονται δυσκολίες στην ομάδα, ο υπεύθυνος αυτής ενημερώνει και υπάρχει μέριμνα για άμεση παρέμβαση σε ομαδικό επίπεδο. «Το σύνολο της ομάδας, που μετείχε σε μια δύσκολη επιχείρηση συγκεντρώνεται και ξεκινά μια διαδικασία υποστήριξης των μελών της. Ή μπορεί να γίνει και με λιγότερα άτομα ενώ υπάρχει η δυνατότητα ένας διασώστης να ζητήσει να μία ατομική συνεδρία. Στις ομαδικές, που είναι υποχρεωτικές, ηγείται ένας ψυχολόγος ή μπορεί να ηγηθεί ένας συντονιστής πεδίου που έχει λάβει ειδική εκπαίδευση για να χειρίζεται τέτοια περιστατικά». Συχνά δε σε ένα κρίσιμο περιστατικό μπορεί να κληθεί να βοηθήσει ένας εξωτερικός ψυχολόγος, που δεν είναι δηλαδή εργαζόμενος στου ΓΧΣ.


ALESSANDRO PENSO/MSF/GREENPEACE


Ακόμη βέβαια και σε μια τέτοια διαδικασία οι ενοχές δεν εγκαταλείπουν τον διασώστη. «Σκέφτεσαι ότι η βάρκα είναι στο λιμάνι και όχι έξω στη θάλασσα όπου υπάρχει ανάγκη. Και νιώθεις πάλι ενοχές. Αλλά είναι επίσης κάτι που πρέπει να γίνει» λέει η κ.Ψαρρά η οποία θυμάται μια τέτοια συζήτηση με ψυχολόγο.



«Θυμάμαι πολλά από όσα μου είπε όπως θυμάμαι και τον θυμό που είχα μέσα μου. Ήμουν οργισμένη. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι άνθρωποι πέθαιναν μπροστά στα μάτια μου. Με βοήθησε να διαχειριστώ όλα όσα ένιωθα και κυρίως να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου. Και έχεις πολλά να σκεφτείς σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες δεν σου επιτρέπουν να το κάνεις».


Και κάποια στιγμή φεύγεις από αυτό το περιβάλλον. Έχοντας στις βαλίτσες σου όχι μόνο προσωπικά αντικείμενα αλλά και όλο αυτό το ψυχικό φορτίο.


Αναζητάς μια ισορροπία αλλά δεν είναι εύκολο. «Οι δικοί σου προσπαθούν να καταλάβουν αλλά δεν μπορούν. Δεν φταίνε. Απλά δεν μπορούν. Αυτό που βοηθάει είναι ότι μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας και όσα νιώθουμε με άτομα που έχουν τα ίδια βιώματα. Μπορεί τώρα, τρία χρόνια μετά η ομάδα που ήταν τότε στη Λέσβο να είναι σκορπισμένη σε 10 γωνιές του πλανήτη αλλά δεν ξεπερνάς ποτέ πλήρως αυτό που βίωσες και ένας άλλος, με τον οποίο το πέρασες μαζί, κουβαλάει το ίδιο φορτίο».


Με τον καιρό βέβαια καταλαβαίνει πως «πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διατηρήσεις το υγιές κομμάτι της ζωής σου. Βέβαια ξέρεις πως δεν θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος. Σου παίρνει καιρό για να απολαύσεις ξανά πράγματα που πριν σε ευχαριστούσαν, απλά πράγματα που είναι όμως η πηγή χαράς της ζωής μας ενώ παράλληλα μπορείς να γίνεις και πολύ κυνικός. Όλα όσα έζησα έρχονται ξανά και ξανά πίσω στο μυαλό μου. Σε ανύποπτο χρόνο και τόπο. Τις πιο απίθανες στιγμές».


Οι τελευταίες κουβέντες της κ.Ψαρρά είναι για πρόσφυγα στη Λέσβο. «Βγήκε από τη βάρκα βρεγμένος. Τα ρούχα του, τα μαλλιά του έσταζαν. Πήγε σε ένα καφενείο, παρήγγειλε ένα ζεστό τσάι. Πλήρωσε και αμέσως μετά ξεκίνησε, βρεγμένος όπως ήταν να περπατάει για τον επόμενο προορισμό του…».



Αναρωτιέμαι πόσο μοιάζει ένας διασώστης, όπως η Χριστίνα Ψαρρά, με αυτόν τον πρόσφυγα.





ΠΗΓΗ:


Wednesday, 30 October 2024

Electrical smiles spark better moods



The debate on whether facial expressions can influence mood rages on, with new work using electrical stimulation adding a fresh twist.

24 October 2024

By Emma Young


Can the physical act of smiling make you feel happier? According to the facial-feedback hypothesis, it can. However, the idea that feedback from facial muscles can influence our emotions has been hotly debated, with research in the field producing mixed results. In 2016, for example, one of the best-known findings in support of the idea — that holding a pen in the mouth, to simulate a smile, made humorous cartoons seem funnier — notoriously failed to replicate.

In 2022, however, research by a global team that included sceptics as well as supporters of the facial-feedback hypothesis led to the conclusion that while holding a pen between your teeth is unlikely to change your mood, there is some evidence that smiling can make you make feel happier. And now, into this mix, comes a new study in Emotion, which found that using electrodes to stimulate some of the muscles involved in forming a smile or a frown affected the participants' mood.

Themis Nikolas Efthimiou at the University of Essex and colleagues studied 58 people, who across a series of trials, had electrical current applied to either their zygomaticus major muscles, which pull up the edges of the mouth, into a smile — or to their depressor anguli oris muscles, which pull the ends of the mouth down, into an 'unhappy' expression.

In some of the trials, the participants were also shown images. These content of these images was either emotionally neutral, or was chosen to match the expression being induced by the electrodes. In other words, sad images were sometimes shown when the ends of the mouth were being pulled down, and happy images were sometimes shown when their mouth was being made to smile. These participants also regularly rated their mood, on a scale from 1 to 100.

When the team analysed the data, they found that the highest levels of positive emotions were reported when the participants' mouths were being pulled into a smile and they were looking at happy pictures. However, even in the absence of positive imagery, stimulation of these smile muscles was still associated with feeling more positive emotion. The researchers also found that the lowest mood ratings accompanied stimulation of the depressor anguli oris 'frown' muscles, especially when the participants were also looking at sad images.

One note of caution about these results is that the size of the effect of muscle stimulation on emotional experience were small. However, the induced muscle movements were themselves small, the team writes. And they did not target all the facial muscles that are recruited for a smile or a frown, only a few around the mouth. If the induced smiles and frowns had been more pronounced, perhaps the effects would have been stronger, they suggest. Further research will be needed to explore this.

Still, these results clearly do contribute to the ongoing debate about whether facial muscle movements themselves have any impact on our emotions. "The finding that changes in felt emotion can be induced through brief and controlled activation of specific facial muscles is in line with the facial feedback hypothesis," the team concludes.

Read the paper in full:
Efthimiou, T. N., Baker, J., Elsenaar, A., Mehu, M., & Korb, S. (2024). Smiling and frowning induced by facial neuromuscular electrical stimulation (fNMES) modulate felt emotion and physiology. Emotion. Advance online publication. https://doi.org/10.1037/emo0001408

SOURCE:

Thumps, bumps and bangs: When your dog fears loud noises



An excerpt from 'Bark! The Science of Helping Your Anxious, Fearful, Or Reactive Dog', by Zazie Todd.

01 October 2024


Some years ago, when we still had both of our previous dogs, Ghost and Bodger, we went for a walk on a sunny afternoon. We ambled at dog pace, letting them sniff here and there and, in Ghost's case, listen for mice in the long, dry grass, cocking his head from side to side. We were partway up the hill on our way home when we heard a distant rumble of thunder. It was still bright sunshine, and the storm was way off on the other side of the valley. Even so, we decided to pick up the pace. Just two minutes later, big drops of rain began to fall, slowly at first, but quickly becoming heavy. The storm had jumped many kilometers all at once. We were hurrying now – not easy, as Ghost's health issues meant he was slow. I was already soaked to the skin when I felt the hairs on the back of my neck prickle and stand up. Just as we approached the top of the hill, there was a blinding flash of light and simultaneously one of the loudest noises I've ever heard.

Time seemed to slow right down. I was aware of light in the sky, approaching fast, and then a finger of blue stretched out to touch the transformer at the top of the hydro pole just meters away. In front of me, Bodger levitated several feet in the air and then landed on the road again. His coat was dripping, and he was pulling hard on the leash, desperate to get home. Behind me, my husband was doing what you're supposed to do when you sense that a storm is so close – get down to the ground. Ghost was standing still, staring at me. Even he looked startled.

"We have to get home," I said.

And then we set off, not at a full run, because Ghost couldn't manage it, but moving as fast as we could towards home. The road was running with water. I held on to Bodger's leash for dear life because I didn't want him to escape in the middle of a storm. Holding Bodger back, splashing through what was now a stream, encouraging Ghost to move faster, I was afraid of another bolt of lightning. The last two hundred meters felt like ten kilometers. Finally, we were home safe, scared, and sodden.

The next few times I left the house on foot, it felt like the sky could no longer be trusted and might smite me at any moment. Bodger seemed to feel the same, only worse. Over the next few days, he was reluctant to go outside in the dark. It took patience and many, many pieces of deli meats to get him to go out and pee at night. For weeks after, if it was even slightly cloudy, he was not interested in a walk. I can't say I blame him. Being almost hit by lightning was one of the most terrifying moments of my life.
Recognising a fear of loud noises

Fear of loud noises is the most common fear in pet dogs, affecting between a quarter and half of dogs, depending on the study. The sounds of thunder, fireworks, and gunshots are upsetting for many dogs, but any loud sound – even routine domestic noises like the vacuum cleaner – can upset some dogs. In one study, 25 percent of dog guardians said their dog was afraid of loud noises. But in follow-up interviews with a subset of the participants, it turned out that half of the dogs were afraid of loud noises. The most common responses to noises were trembling or shaking (43%), barking (38%), and seeking out people (35%). Perhaps surprisingly, some people who said their dogs trembled when there were fireworks, or sought out people in response to a sudden noise, nonetheless said their dog was not afraid of loud noises. This suggests that some people don't recognize the signs of their dog's fear, which is a problem because it means they don't do anything about it. In fact, less than a third of dog guardians had sought advice for their dog's fears. Unfortunately, fear of loud noises does not go away on its own.

A study of over 13,700 pet dogs in Finland puts the prevalence of sound sensitivities at 32 percent, and fear of fireworks in particular at 26 percent. The scientists suggest that genetics are one factor, and that breeders could help by not breeding from animals with known fears and anxieties. At the same time, they stress the importance of socialization. Positive early experiences can go a long way towards helping dogs cope with loud noises. This is also the finding of a study that has similar ballpark figures of 20.5 percent of dogs afraid of fireworks and 30.9 percent afraid of storms. Dogs who had been to a dog training class were less likely to be afraid of fireworks. However, it's not known if this is because people who take their dog to training class are more likely to be clued up on dog behavior, or if the classes included prevention exercises. Similarly, another study found that dogs who had been to puppy class were less likely to be afraid of noises; however, it also found that gradual exposure to sounds was one of the things least likely to be included in the puppy class curriculum.

Taken together, these studies show that if your dog is afraid of loud noises, you are definitely not alone. A number of approaches can help. The sooner these techniques are implemented, the easier it will be to make a difference, as every time the dog is subjected to the experience can make things worse. If your dog has spent many years cowering every time they hear fireworks, expect it to take some time to resolve the issue. When a fear of loud noises develops in an older dog, see your vet to rule out any medical issues.

One study looked for signs that might distinguish a dog simply being afraid of loud noises, from a dog being afraid of loud noises because they were in pain. Later onset of the fear was one sign, as dogs in pain were typically four years older than the fearful dogs without pain. Another sign was that the fear quickly generalized, so that, for example, the dog also became afraid of the situation in which the loud noises had occurred, no longer wanted to go out in the car, or became afraid of other dogs. The dogs in the study were examined for musculoskeletal issues such as hip dysplasia. When the dog was in pain, they were prescribed painkillers, and the dog's guardian was given advice on how to manage the dog to avoid making the pain worse. An individual behavior-modification plan was given for all dogs, and all improved—with the exception of one dog deemed to be in pain whose owner declined pain meds.

Another reason to see your vet about fear of loud noises is that in many cases psychoactive medication can help. Your vet may prescribe long-term medication. Or, if an event known to include fireworks is approaching – a national holiday like the Fourth of July, Halloween, or Bonfire Night (Guy Fawkes) – they may prescribe short-term medication to help your dog get through. I asked Dr. Rachel Szumel, a small-animal veterinarian in South Lake Tahoe, California, when to consider seeing your vet about medications if your dog is afraid of loud noises.

"Now. Yesterday. Right away," she said. "Because we know that noise phobias are notoriously difficult to treat with behavioral modification alone. So, if they're showing any signs of fear, you should be talking to your veterinarian about medications that help lower their sensitivity to noise so that you can start the behavioral modification part of things. If the dog is over threshold, no amount of chicken is going to make them love thunderstorms. But if they are on [a medication like] Xanax, that chicken actually does make those thunderstorms a little bit better. You can get a lot further with medications onboard."

Dr. Szumel also stressed that there can be times when pain is a contributing factor in fear, and that's another reason to see your veterinarian.
Training dogs not to fear noises

It was a hot and humid evening after another sunny day. Bodger and I set out for a short walk. But we only got halfway up the drive when we heard two loud bangs from a neighbor's property. It sounded like bear bangers set off to make a black bear go away. But it didn't matter what it was. Bodger immediately turned to run home, and I, as the one holding the leash, had no choice but to be dragged along by him. He was a big, strong dog, and so scared that nothing would stop him. I would have liked to offer him a treat, but it wasn't an option until we got back in the house. Then I gave him some of his favorite treats and put his leash back in the drawer, hoping to try the walk again in half an hour or so.

The approach I was using was counterconditioning: teaching Bodger to associate the loud bang with something great. I carried his favorite sausage treats in my bait bag and reserved them for when there was a bang. Research on what helps dogs with fear of loud noises shows how important it is to do something, rather than to wait and see, because doing nothing is associated with the problem getting worse. This research also shows that the approach I was taking with Bodger – known as ad hoc counterconditioning, because I was responding to sounds as they happened to occur, rather than arranging for them to happen – can be very successful. In fact, 70.8 percent of people who used it said that it helped. This is good to know, because, traditionally, approaches to fear of loud noises have focused on desensitization, a gradual exposure training. Desensitization works too, but it relies on a controlled environment. In real life, it's easy to suddenly find yourself in a situation where loud noises are unexpected and unpredictable. In those situations, if you don't do counterconditioning, you are undermining the desensitization process you had so carefully planned.

According to this research, relaxation training and preventive exercises also help dogs with sound sensitivity. Overall, this study showed that both puppies and adult dogs benefited from some kind of training. And given that dogs who were or were not being trained were equally likely to be on medication for their fear of noises, the research suggests that training, not just medication, does benefit dogs.

In fact, less than half of the people in the study (43%) had done any training to either prevent or resolve their dog's fear of loud noises. But amongst people whose dogs were afraid of fireworks, 70 percent had sought help, commonly from a trainer, veterinarian, the internet, or a book. And most people said their dog recovered from the fright within half an hour or an hour, or even right away, although some dogs took several days.

If you want to do desensitization, be sure to set it up very carefully. There are plenty of apps, CDs, and YouTube videos designed to help with this kind of training. Expect it to work better for things like fireworks and the sound of a car backfiring than for thunder, which is accompanied by atmospheric changes that you can't re-create. Listen to the sounds on a headset first (so your dog can't hear them), so you know what to expect. Set the volume super, super low. The aim is to have the volume so low that your dog barely even notices it – a volume much lower than you'd expect. As well, you should be prepared to do counterconditioning to those super quiet noises. This means setting up your treats well in advance. Once you start to play the sound, you can run to the fridge or the dog's cookie jar to get the treats. The open bar–closed bar technique is great here: once the noises start happening, so do the treats, but once the noises stop, treats stop too.

While it may be tempting to do this training at the same time each day say, 5 p.m., when you happen to be around and preparing dinner it works better if it happens at random times. You don't want to associate a specific time of day with the noises. You want to make it really clear that the (now very quiet) noises predict the treats, and nothing else predicts the treats. Over time, you can very gradually increase the volume of the recording.

But unfortunately, while training helps, many people make mistakes. I've been guilty of these training mistakes too. If you notice even the slightest sign of stress from your dog while attempting desensitization, stop the noises right away. And still offer food to the dog, because even if the desensitization part went wrong, you still want to get the counterconditioning part right. It's very common for people to play the sounds too loud and accidentally terrify their dog.

A common mistake with counterconditioning is to get the order of events wrong. If you know that sounds are going to happen and you reach for your treat before they occur, your training is not going to work the way you intend it to. This situation is called "backwards conditioning," and dog trainer Kate LaSala of Rescued by Training sees it often with her clients.

"Instead of teaching that fireworks predict chicken, we're getting chicken predicts fireworks, because you're doing it backwards," she says. Another time she sees this happen is when people are using a pressure wrap, such as the ThunderShirt, with their dog, to help calm them by applying gentle, constant pressure. "As humans, we have the benefit of knowing it's the Fourth of July or it's New Year's Eve. I know at 10 o'clock people are going to start shooting off fireworks. So we anticipate that this is going to happen and we prepare and say, 'Oh, I'd better put the ThunderShirt on the dog because I know they're about to shoot off fireworks.' That can actually backfire, because then the ThunderShirt becomes a tip-off to the dog that fireworks are about to happen, and the shirt itself can become panic-inducing for the dog."

Like Dr. Szumel, LaSala stresses the importance of seeing a vet in case your dog is in pain, or in case medication is recommended. One of the times when clients especially struggle, she says, is when the dog is too anxious to take food. "If you have a dog who's really over threshold and they just are so anxious and over threshold that they won't even consider taking food, it's really difficult to make progress in training, because they've got bigger fish to fry. They're just so panicked. The world is exploding around them, and the last thing they want to think about is your chicken and cheese. So getting that anxiety down to a manageable level where they don't think the world is ending around them is not just the most humane thing to do, it's the best thing to do for training."

One thing is certain: as with so many other fears and anxieties, seeking help from a professional is a sensible idea.
Coping in the short term

In some summers, many bears ambled through the neighborhood where we live, and therefore many bear bangers were set off to frighten them away. This wasn't good for Bodger's nerves, but it did provide lots of training opportunities. It became a recurring theme on sultry summer nights. Bodger and I would set out on a walk. Sometimes we would get halfway down the street, sometimes we would not even leave the driveway. Then we'd hear a loud bang. Bodger would turn to run and I'd follow, offering treats that he would not eat till we got safely indoors. But there was progress, of sorts; he was not running quite so fast, and I no longer felt like he was going to pull me over. It was encouraging, and showed the training was working even though it was only ad-hoc, whenever loud noises occurred.

After a while, something interesting happened. He would hear the bang, I would grab some treats from my bait bag, and he would eat them hurriedly. Then we'd run home.

Training takes time, maybe months or longer. What I was doing in those moments was training, along with giving Bodger a choice the choice to run home, where he felt safer. So what can you do if there isn't time, and you know that a bout of fireworks is just hours or days away—say, that the Fourth of July or Bonfire Night is coming up fast, or that there's a thunderstorm in the weather forecast? One thing is to make sure you know that your dog can't escape. It's not unusual for dogs left in the yard to be so terrified of thunder or fireworks that they find a way out and run away in a complete panic (even though they've never escaped before). So keep them safe by keeping them indoors. And, as always, make sure your dog has both a microchip (that can't be removed) and a collar tag, so that if they do get loose and are found, the finder can identify your dog and call you directly. Also plan ahead by taking your dog out to toilet well ahead of the start of any loud noises.

Make sure your dog has somewhere safe to hide during the noisy event. In a thunderstorm, that's not in the bathroom next to a pipe, even though that may be where they would like to pick because it's the smallest space. Remember that lightning can transmit through the ground, and that if it strikes the house, the electrical current can travel along the plumbing. It's the same reason that you shouldn't take a shower during a thunderstorm. The hiding place should be in a room with the drapes closed to block out the light from fireworks or lightning, or in a basement, which will block some of the noise too. If your dog happens to be cratetrained, their crate might make a good safe space, and you can use blankets to block out the light.

Masking the sound is another good idea, but it can be hard to do a good job of this. Simply turning the TV on does not work so well, according to dog writer Eileen Anderson, who also happens to have a background in acoustics.7 She recommends using something with a low frequency for acoustic masking, because those low frequencies will help drown out the low rumbles. She says the best options are to use a fan or to play random noise (especially something called brown noise) through your speakers; running the dishwasher or washing machine, or putting a pair of sneakers in the dryer, are other good options. The masking noise needs to have some low frequencies to do the best job. At other times – for example, when you want to mask the sound of workers in your house – you can use an audiobook. But it's important to know that the masking sound isn't something your dog is afraid of, so pick something they know and like. In other words, only play loud rock music if you know already that your dog is okay with it!

And remember that it's fine to comfort your dog if that's what they'd like. Some dogs will be too terrified to take food or to want comfort, but if they will take treats, that's great, and if they seem to want to be petted, then you should pet them.



On some of the last summer evenings before Bodger was taken ill, we made real progress with his fear of loud noises. When we heard a bear banger, he'd turn as if to head home, then stop and look at me expectantly. "I'll have my treats, please," he was saying. And so I gave him some of his favorite sausage treats. Then we didn't even have to run home. We could walk, slowly. Sometimes he would even change his mind and we could turn and head back out again. He trusted me that he had the choice to go home, and he was no longer so terrified of the loud bangs. We'd gone from what felt like a near-death experience with thunder to seeing bear bangers as a signal for a snack. Counterconditioning may take time, but it works.



"For us, with dogs, it's often love at first sight. But not all dogs immediately love us back. Fearful dogs need patience, time, and empathy as they encounter new things and people in the world.

I wish that people would prioritize relationship-building over training. This means ensuring your dog feels safe. Put this need over your needs to cuddle, walk, or show the dog off to your friends. Help the dog create positive associations with you. These associations are more important than learning to sit or fetch. Show the dog that your presence predicts something wonderful: lots of treats, a game or toy, anything you are sure the dog loves. Be lavish with treats and toys and fun. Be patient as the dog learns to associate you with good stuff, and eventually is happy to see you coming. Use this time to reflect on your dog's needs and commit to meeting those needs. A great relationship with you is your dog's gateway to the rest of the world."

—ELISSA ORLANDO, MPA, CTC, dog trainer at Dog EducatedZazie Todd, PhD, is an animal behaviour expert and award-winning writer who loves nothing better than helping people resolve issues with their pets. She covers dog training and behaviour, cat behaviour and training, animal welfare, the relationship between people and their pets, and books about companion animals
Adapted with permission of the publisher from the book Bark! The Science of Helping Your Anxious, Fearful, Or Reactive Dog, written by Zazie Todd and published by Greystone Books in October 2024. Available wherever books are sold.


SOURCE: