Friday, 6 November 2020

Τρόποι προσαρμογής στη νέα εργασιακή πραγματικότητα







Για τον κόσμο της απασχόλησης, το 2020 θα είναι η χρονιά που άλλαξε τα πάντα. Δείτε πώς μπορούν να διατηρηθούν τα θετικά που έφερε η κρίση τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους οργανισμούς

Η ξαφνική προσαρμογή στα νέα δεδομένα που έφερε η πανδημία ανάγκασε τις επιχειρήσεις να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους σε σύντομο χρονικό διάστημα και να εφαρμόσουν αλλαγές που διαφορετικά θα πραγματοποιούνταν με πιο αργούς ρυθμούς.

Σε συνέχεια της νέας έρευνας της ManpowerGroup «Το Μέλλον των Εργαζομένων, από τους Εργαζόμενους: Κάνοντας τη Νέα Πραγματικότητα Καλύτερη για Όλους», παρακάτω αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να επαναπροσδιορίσουν το μέλλον, πλησιάζοντας πιο κοντά σε αυτό που γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν - ένα πιο ευέλικτο, πιο ψηφιακό και πιο αξιόπιστο εργασιακό περιβάλλον.
Εξετάστε αν η επιστροφή στον χώρο εργασίας είναι απαραίτητη


Οι εργασίες που φαινόταν πως δεν είναι πιθανό να ολοκληρωθούν εξ αποστάσεως τελικά ολοκληρώθηκαν με επιτυχία μέσα σε μια νύχτα, όπως το «κλείσιμο» των βιβλίων, η ολοκλήρωση της μισθοδοσίας, η εξυπηρέτηση πελατών, ακόμη και η ασφάλεια των πληροφοριών.

Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναρωτηθούμε αν και γιατί είναι απαραίτητη η επιστροφή στον χώρο εργασίας. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βοηθήσουν τους διευθυντές να κατανοήσουν τις ανάγκες των εργαζομένων και να αποφύγουν τις υποθέσεις, ώστε να δημιουργήσουν το καλύτερο δυνατό εργασιακό περιβάλλον, είτε αυτό βρίσκεται στο γραφείο είτε στο σπίτι.


Προετοιμαστείτε για τη νέα πραγματικότητα και τις νέες δεξιότητες

Οι δεξιότητες που θα «χρειάζονται» οι εργοδότες στο μέλλον θα είναι διαφορετικές από το παρελθόν. Λόγω των συνεχιζόμενων αλλαγών, οι επιχειρήσεις πρέπει να ενθαρρύνουν όλο το ανθρώπινο τους δυναμικό να αναπτύξει νέες απαραίτητες δεξιότητες και να βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, όχι μόνο εκείνους που θα ανέπτυσσαν τις δεξιότητες τους ούτως ή άλλως.

Ενθαρρύνετε την απομακρυσμένη εκμάθηση και υποστηρίξτε τους εργαζομένους ώστε να ξεκινήσουν μια διαδικασία εκμάθησης μέσα από την οποία θα αναπτύξουν τις δεξιότητες που χρειάζεται η επιχείρησή σας.
Δώστε έμφαση στην ευελιξία και την ισορροπία μεταξύ εργασίας – προσωπικού χρόνου

Η προσφορά της δυνατότητας στους ανθρώπους να εργάζονται απομακρυσμένα δεν είναι ο μόνος τρόπος που θα τους επιτρέψει να απασχολούνται με ευελιξία και ισορροπία. Στους εργασιακούς ρόλους που η φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας είναι απαραίτητη, προσφέρετε εναλλακτικές ώρες έναρξης και λήξης του ωραρίου εργασίας, πιο ευέλικτο προγραμματισμό και κατανοήστε τις ατομικές προτεραιότητες του κάθε εργαζομένου ώστε να επιτευχθεί καλύτερη εξισορρόπηση και να ολοκληρωθεί η εργασία τους.
Επικεντρωθείτε στη σωματική και συναισθηματική ευεξία

Τα συναισθήματα της απομόνωσης, του στρες, του φόβου και του άγχους αποτελούν "κληρονομιά" της κρίσης του COVID-19 και επηρεάζουν τις σκέψεις μας αναφορικά με την αξία της υγείας, της ευημερίας, της οικογένειας και της κοινωνίας. Δώστε την ίδια προτεραιότητα στη συναισθηματική ευεξία όπως κάνετε για την διασφάλιση της φυσικής παρουσίας με τα οργανωτικά μέτρα που έχετε λάβει, όπως η λήψη θερμοκρασίας και η κοινωνική απόσταση, ώστε να διασφαλίσετε ότι οι άνθρωποι αισθάνονται σιγουριά, είναι υγιείς και παραγωγικοί.
Οικοδόμηση ανθεκτικότητας της επιχείρησης

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να οικοδομήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης, να ακούσουν τους ανθρώπους τους και τις ανάγκες τους, και να τους βοηθήσουν να θέσουν προτεραιότητες καθώς και να ανακτήσουν δυνάμεις. Το αρχικό αίσθημα αδρεναλίνης των εργαζομένων είναι απαραίτητο να μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα με τους εργοδότες να βρίσκονται στο πρώτο πλάνο.

Στο νέο εργασιακό περιβάλλον που διανύουμε είναι πολύ βασικό να περιλαμβάνονται τα εξής συστατικά: ισχυρή ηγεσία που διαχειρίζεται την απομακρυσμένη εργασία, συχνή και διαφανή επικοινωνία, κουλτούρα που αγκαλιάζει το υβριδικό μοντέλο εργασίας καθώς και εύκολα προσβάσιμες υπηρεσίες υγείας και ευεξίας.

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 4 November 2020

People Use Jargon To Make Up For Their Low Standing In A Group








By Matthew Warren

Why do business people promise to “reach out to KOLs” when they could simply say that they will contact leading experts? How come judges sometimes remark that they will hear trials “in-camera” instead of just “in private”?

As infuriating as it can be, jargon actually performs a social function. By definition, jargon refers to language used by a particular group of people, in the place of more accessible words and phrases. And although that can make it frustrating and confusing for people not in that group, if you are a member then it can help signal to others that you belong. People may also use jargon as a way of displaying their expertise.

But according to a series of studies published in Organizational Behavior and Human Decision Processes, those who are of low status within a group are also predisposed towards jargon-filled language. Zachariah Brown at Columbia University and colleagues found that these people appear to want to compensate for their lowly position by using language that is often associated with high status.

In one study, students doing a Master of Business Administration (MBA) were told that they were taking part in a competition to pitch a start-up idea. They could choose between two different descriptions of the start-up to submit: one which was full of jargon words and phrases (e.g. “obtain a first mover advantage”), and one which used equivalent plain English phrases (e.g. “become one of the first companies to…”).

Some participants were told that their competitors were recent graduates who had already started their own companies — so as MBA students they were of comparatively low status themselves. Others were told that their competitors were undergraduates — so in this case, participants were of higher status. The team found that 41% of the low-status participants went with the jargon-heavy description, compared to just 29% of the high-status participants.

In another study, participants chatted online in pairs. One took the role of an academic researcher presenting their work at a conference. They were given a description of the work, which contained both jargon terms and what they meant in plain English (e.g. “My work highlights that non-human primates exhibit bi-pedal locomotion, or two legged walking movements. They do this on both arboreal and terrestrial substrates (in trees and on the ground).”). In the low-status condition, the “researcher” was told that they worked at a small community college and were looked down upon by others in the field; in the high-status condition they were told they were a well-respected researcher at an Ivy League university.

The other participant in the pair asked the researcher questions about their work; the team were interested in how often the researcher used jargon terms in their response. Once again, low-status researchers used significantly more jargon than high-status ones.

To figure out why low-status participants tended to use more jargon, the team asked another set of participants to again imagine themselves as either a high- or low-status researcher, and choose one of two titles for a presentation — as well as indicate why they made their decision. Low-status participants were again more likely to choose the option containing jargon. They also reported focusing more on how the audience would judge them, and this could explain why they chose the jargon option.

Overall then, the work suggests that jargon use is “a novel form of status compensation”, allowing people to make up for their low status through their language choices. It’s obviously not the only reason that people use jargon, but is one that hadn’t previously been considered.

It would be interesting to look at language used naturally by high- and low-status group members outside of the lab, to figure out the extent to which this effect applies in day-to-day interactions. (The team did find that thesis titles from higher ranked universities used less jargon, providing some preliminary evidence that it does apply more widely, but more work is needed). And there’s still one big question left to answer: does jargon actually work to convince people that you are a higher-status group member — or does the audience just see through it?

SOURCE:

The Musical Preference Linked To High IQ





People use this music to ‘purge’ their negativity.



Liking heavy metal music is a sign of high intelligence, research suggests.

Some people may use heavy metal music as a way of coping with being talented.



Being a ‘metalhead’ is sometimes associated with poor performance and delinquency, but this survey found otherwise.

More intelligent people may find themselves outsiders and use heavy metal music to deal with the stress.

Dr Stuart Cadwallader, the study’s author, says there is a stereotype that more intelligent people are into classical music.

While this is true for some, others take solace in heavy metal.


Dr Cadwallader said that young people enjoy the complex and sometimes political themes in metal that are not explored in mainstream pop music.



Both alienation and being separate from society may chime with some gifted people.

The results come from a survey of 1,057 members of the National Academy for Gifted and Talented Youth in the UK.

This body represents young people aged 11-18 who are in the top 5 per cent academically.

The results showed that while rock was the most popular genre among talented youngsters, one-third rated heavy metal in their top five genres and 6 per cent gave it top spot.

Those who particularly liked heavy metal also tended to have lower self-esteem.

Genres traditionally linked to intelligence — classical music and jazz — were the least popular.

Some young people said they liked to literally ‘jump out’ their frustrations and anger to heavy metal.


Dr Cadwallader said:


“Perhaps the pressures associated with being gifted and talented can be temporarily forgotten with the aid of music.

As one student suggests, perhaps gifted people may experience more pressure than their peers and they use the music to purge this negativity.”


About the author

Psychologist, Jeremy Dean, PhD is the founder and author of PsyBlog. He holds a doctorate in psychology from University College London and two other advanced degrees in psychology.

He has been writing about scientific research on PsyBlog since 2004. He is also the author of the book “Making Habits, Breaking Habits” (Da Capo, 2003) and several ebooks:


SOURCE:

Monday, 2 November 2020

Εθιστικές διαταραχές και σεξουαλικότητα



Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι εθιστικές διαταραχές είναι μια ομάδα ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από «την επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ή περισσότερων ψυχοδραστικών ουσιών σε βαθμό, ώστε ο χρήστης να εκδηλώνει καταναγκασμό για λήψη της επιθυμητής ουσίας ή των ουσιών, να έχει μεγάλη δυσκολία στην εκούσια διακοπή ή τροποποίηση της χρήσης της ουσίας και να φαίνεται αποφασισμένος να εξασφαλίσει τις ψυχοδραστικές ουσίες σχεδόν με οποιοδήποτε τρόπο». Ο εθισμός θεωρείται μια διαταραχή του εγκεφάλου, καθώς σχετίζεται με την απορρύθμιση και τη δυσλειτουργία των νευρικών συστημάτων ανταμοιβής. Η εξάρτηση μπορεί να είναι είτε σωματική (ο οργανισμός του χρήστη δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά χωρίς τη χρήση) είτε ψυχολογική (ο χρήστης έχει ανάγκη από τη χρήση, προκειμένου να νιώσει ευχαρίστηση, να διώξει το άγχος και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καθημερινότητας). Αξίζει ακόμα να αναφερθεί οτι η πλειονότητα των ατόμων, τα οποία εμφανίζουν εθιστικές διαταραχές, πάσχουν και από άλλες ψυχικές διαταραχές (π.χ. διαταραχές συναισθήματος, αγχώδεις διαταραχές).



ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ





Ορισμένα ενδιαφέροντα επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τις εθιστικές διαταραχές είναι τα εξής:
Το αλκοόλ και η νικοτίνη αποτελούν τις πιο δημοφιλείς εθιστικές ουσίες.
Από τις παράνομες εθιστικές ουσίες, η κάνναβη είναι η πιο δημοφιλής.
Οι εθιστικές διαταραχές είναι πιο συχνές στους άντρες.
Η ηλικιακή ομάδα 18-35 παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών.
Η εξάρτηση από αλκοόλ αρχίζει μεταξύ 20-40 ετών. Η εξάρτηση από κάνναβη, οπιοειδή αρχίζει μεταξύ 15-25 ετών. Η εξάρτηση από καταπραϋντικά, υπνωτικά ή αγχολυτικά συνήθως αρχίζει μεταξύ 30-60 ετών με αφορμή ιατρική θεραπεία που χορηγήθηκε λόγω αϋπνίας ή αγχώδους διαταραχής.
Παρατηρείται μείωση του αριθμού των ατόμων που έχουν δοκιμάσει κάποια εθιστική ουσία, αλλά αυξάνεται η αναλογία των ατόμων που κάνουν συστηματική χρήση.
Η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερα ποσοστά στην κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ που διεξήχθη το 2017, το ποσοστό των νέων Ελλήνων (ηλικίας 15-36 ετών) που έκανε χρήση κάνναβης είναι μόλις 3,2%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 13,3%! Όσον αφορά τη χρήση κοκαίνης, το ποσοστό της ίδιας ηλικακής ομάδας στην Ελλάδα είναι 0,2%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 1,9%!



ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ





Η αιτιολογία των εθιστικών διαταραχών είναι ένας συνδυασμός ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση της εξάρτησης παίζει η παιδική ηλικία, καθώς σε αυτό το στάδιο διαδραματίζονται ραγδαίες αλλαγές στη ζωή του ατόμου, το οποίο δέχεται σημαντική επιρροή από την οικογένεια, το σχολείο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Συχνά, τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με εθιστική διαταραχή προέρχονται από ένα οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο επικρατούν βία, παραμέληση και έντονες συγκρούσεις. Επίσης, άτομα που έχουν χαμηλή αυτο-εκτίμηση βιώνουν άγχος και νιώθουν μοναξία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια μορφή εθισμού. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση ή τη διόγκωση του προβλήματος είναι η κληρονομικότητα, η προσωπικότητα του ατόμου, αλλά και η δράση της ουσίας (ταχύτητα δράσης, διάρκεια δράσης, τρόπος χορήγησης).



ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΕΙΔΗ & ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ





Οι συνδεόμενες με ουσίες διαταραχές περιλαμβάνουν 9 ξεχωριστές κατηγορίες, οι οποίες δεν είναι απόλυτα διακριτές:
Αλκοόλ. Η τοξίκωση από αλκοόλ προκαλεί σημαντικές συμπεριφορικές ή ψυχολογικές αλλαγές (π.χ. επιθετική συμπεριφορά, έκπτωση της κρίσης) και επώδυνα συμπτώματα, όπως δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση της προσοχής ή της μνήμης. Η στέρηση αλκοόλ προκαλεί δυσάρεστα συμπτώματα, όπως αϋπνία, ναυτία, άγχος, παροδικές οπτικές, απτικές ή ακουστικές παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις.
Καφεΐνη. Η τοξίκωση από καφεΐνη προκαλεί συμπτώματα, όπως νευρικότητα, καρδιακή αρρυθμία, έξαψη, αϋπνία, ασύνδετη ροή της σκέψης και της ομιλίας, γαστρεντερικές ενοχλήσεις και συμβάλλει στην έκπτωση κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Η στέρηση καφεΐνης (απότομη διακοπή ή μείωση της καφεΐνης) οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως κεφαλαλγία, κόπωση ή υπνηλία, καταθλιπτική διάθεση, ευερεθιστότητα, ναυτία, δυσκολία συγκέντρωσης.
Κάνναβη. Η τοξίκωση από κάνναβη συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. ευφορία, αίσθηση αργής ροής του χρόνου, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως αυξημένη όρεξη, ξηροστομία, ταχυκαρδία. Η στέρηση κάνναβης προκαλεί ευερεθιστότητα, επιθετικότητα, άγχος, δυσκολία στον ύπνο, μειωμένη όρεξη ή απώλεια βάρους, καταθλιπτική διάθεση.
Ψευδαισθησιογόνα. Η τοξίκωση από φαινκυκλιδίνη συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. επιθετικότητα, παρορμητικότητα, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως μυϊκή ακαμψία, μούδιασμα, υπέρταση ή ταχυκαρδία. Η τοξίκωση από άλλο ψευδαισθησιογόνο συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. έντονο άγχος ή κατάθλιψη, παρανοειδής ιδεασμός, έκπτωση της κρίσης), στην εμφάνιση αντιληπτικών διαταραχών (π.χ. ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, αποπροσωποποίηση, αποπραγματοποίηση) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως θόλωση της όρασης, εφίδρωση, ταχυκαρδία.
Εισπνεόμενα. Η τοξίκωση από εισπνεόμενες ουσίες αναφέρεται στη σκόπιμη ή ακούσια υψηλής δόσης έκθεση σε εισπνεόμενες ουσίες που προκαλεί σημαντικές προβληματικές συμπεριφορικές ή ψυχολογικές αλλαγές (π.χ. επιθετικότητα, απάθεια, έκπτωση της κρίσης) και οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως ζάλη, δυσαρθρική ομιλία, ψυχοκινητική επιβράδυνση, μυϊκή αδυναμία, κατεσταλμένα αντανακλαστικά.
Οπιοειδή. Η τοξίκωση από οπιοειδή συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. αρχική ευφορία που ακολουθείται από απάθεια, δυσφορία, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως υπνηλία ή κώμα, δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση της προσοχής ή της μνήμης. Η στέρηση οπιοειδών αφορά τη διακοπή ή μείωση της χρήσης οπιοειδών, η οποία ακολουθείται από συμπτώματα, όπως ναυτία, μυϊκοί πόνοι, πυρετός, διάρροια, αϋπνία.
Ηρεμιστικά, αγχολυτικά και υπνωτικά. Η τοξίκωση από ηρεμιστικά, υπνωτικά ή αγχολυτικά οδηγεί στην εμφάνιση δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. απρόσφορη σεξουαλική ή επιθετική συμπεριφορά, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως εμβροντησία ή κώμα, δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση γνωστικών λειτουργιών. Η στέρηση ηρεμιστικών, υπνωτικών ή αγχολυτικών προκαλεί συμπτώματα, όπως εφίδρωση, ναυτία, άγχος, ψυχοκινητική διέγερση, αϋπνία, παροδικές οπτικές, απτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις.
Διεγερτικά. Η τοξίκωση από διεγερτικό οδηγεί στην εμφάνιση σημαντικών προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. ευφορία, άγχος, θυμός, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία, ναυτία, εφίδρωση, εμφανής απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία. Η στέρηση διεγερτικού συμβάλλει στην εμφάνιση αυξημένης όρεξης, κόπωσης, αϋπνίας ή υπερυπνίας , ψυχοκινητικής επιβράδυνσης ή διέγερσης.
Νικοτίνη. Η στέρηση νικοτίνης αναφέρεται στην απότομη διακοπή ή μείωση της ποσότητας της χρησιμοποιημένης νικοτίνης, η οποία ακολουθείται από συμπτώματα, όπως θυμός, άγχος, αυξημένη όρεξη, ανησυχία, καταθλιπτική διάθεση, αδυναμία συγκέντρωσης, αϋπνία.

Η διαταραχή τζόγου είναι μια μη συνδεόμενη με ουσία διαταραχή. Η συγκεκριμένη διαταραχή αναφέρεται στην επίμονη και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση στο άτομο για τουλάχιστον 12 μήνες και περιλαμβάνει τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Το άτομο έχει την ανάγκη να παίζει με ολοένα και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, προκειμένου να εξασφαλίζει την επιθυμητή συγκίνηση.
Είναι ευερέθιστο ή ανήσυχο όταν προσπαθεί να σταματήσει ή να περιορίσει τον τζόγο.
Έχει κάνει επανειλημμένες ανεπιτυχείς προσπάθειες να ελέγξει, να περιορίσει ή να σταματήσει τον τζόγο.
Καταφεύγει στον τζόγο όταν νιώθει άγχος.
Αφού χάσει αρκετά χρήματα, επιστρέφει κάποια άλλη μέρα για να ξανακερδίσει τα χαμένα.
Ψεύδεται στην οικογένεια του, τον θεραπευτή του ή άλλους για να αποκρύψει το βαθμό εμπλοκής στο τζόγο.
Έχει διακινδυνεύσει ή χάσει μια σημαντική σχέση, εργασία, ή εκπαιδευτική ή επαγγελματική ευκαιρία εξαιτίας του τζόγου.
Στηρίζεται σε άλλους για την εξασφάλιση χρημάτων, προκειμένου να ανακουφίσει την απελπιστική οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται εξαιτίας του τζόγου.

Ορισμένα από τα τυχερά παίγνια που προκαλούν εθισμό είναι τα παρακάτω:
Πόκερ
Ρουλέτα
Κουλοχέρης
Ιππόδρομος
Στοίχημα σε αθλητικούς αγώνες
κ.α.

Ο εθισμός στο διαδίκτυο είναι άλλη μια μη συνδεόμενη με ουσία διαταραχή. Για να διαγνωστεί κάποιο άτομο με τη συγκεκριμένη διαταραχή, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω κριτήρια για διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών:
Αίσθημα συνεχούς απασχόλησης με το διαδίκτυο.
Ανάγκη χρήσης του διαδικτύου για συνεχώς αυξανόμενα χρονικά διαστήματα προκειμένου να εκλάβει ικανοποίηση.
Ανικανότητα ελέγχου της χρήσης του διαδικτύου.
Χρήση του διαδικτύου με σκοπό τη διαφυγή από τα προβλήματα ή την ανακούφιση από την άσχημη διάθεση.
Ψέματα σε συγγενείς και φίλους σχετικά με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο.
Κίνδυνος απώλειας σημαντικής σχέσης ή εργασίας εξαιτίας του διαδικτύου.
Έντονη ενασχόληση με το διαδίκτυο ακόμα και όταν ξοδεύονται μεγάλα χρηματικά ποσά για τη σύνδεση.
Στερητικά συμπτώματα που βιώνονται όταν δεν είναι συνδεδεμένος.
Ενασχόληση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που αρχικά είχε σκοπό.

Οι συχνότερες προβληματικές συμπεριφορές που σχετίζονται με το διαδικτυακό εθισμό είναι οι εξής:
Εθισμός στο διαδικτυακό σεξ (καταναγκαστική χρήση ιστοσελίδων που απευθύνονται σε ενήλικες για διαδικτυακό σεξ και διαδικτυακό πορνογραφικό υλικό).
Εθισμός στις διαδικτυακές σχέσεις (υπερβολική ανάμειξη σε διαδικτυακές διαπροσωπικές σχέσεις).
Καθαροί καταναγκασμοί (εμμονή στον τζόγο, στις αγορές ή στις συναλλαγές ημέρας).
Υπερβολική αναζήτηση πληροφοριών (καταναγκαστική περιήγηση στον Ιστό ή καταναγκαστικές αναζητήσεις σε βάσεις δεδομένων).
Εθισμός στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (εμμονή στα ηλεκτρονικά παιχνίδια).



ΔΙΑΦΟΡΟΔΙΑΓΝΩΣΗ





Για να διαγνωστεί ένα άτομο με μία διαταραχή συνδεόμενη με ουσία, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 2 από τα παρακάτω κριτήρια, τα οποία οδηγούν σε κλινικά σημαντική ενόχληση ή έκπτωση για τουλάχιστον 12 μήνες:
Χρήση μεγαλύτερων ποσοτήτων κάποιας ουσίας ή για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με την πρόθεση του ατόμου.
Αποτυχημένες προσπάθειες διακοπής ή ελέγχου της χρήσης κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας.
Σπατάλη σημαντικού χρόνου για την απόκτηση, τη χρήση ή την ανάρρωση από την επίδραση της χρήσης.
Έντονη επιθυμία ή παρόρμηση για λήψη κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας.
Αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων στην εργασία, στο σπίτι ή στο σχολείο εξαιτίας της χρήσης.
Συνέχιση της χρήσης παρά τα επίμονα ή επαναλαμβανόμενα κοινωνικά ή διαπροσωπικά προβλήματα που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από τις επιπτώσεις της ουσίας.
Διακοπή σημαντικών κοινωνικών, επαγγελματικών ή ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων εξαιτίας της χρήσης.
Εξακολούθηση της χρήσης παρά τη γνώση ύπαρξης σωματικού ή ψυχολογικού προβλήματος που προκλήθηκε η επιδεινώθηκε από τη χρήση κάποιας ουσίας.
Ανάγκη χρήσης αυξανόμενων ποσοτήτων ουσίας για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.
Εκδήλωση συμπτωμάτων στέρησης, τα οποία ανακουφίζονται με τη χρήση μεγαλύτερης ποσότητας κάποιας ουσίας.

2 ή 3 από τα παραπάνω συμπτώματα αποτελούν ένδειξη ήπιας διαταραχής, 4 ή 5 συμπτώματα υποδηλώνουν μέτρια διαταραχή, ενώ 6 ή περισσότερα συμπτώματα υποδηλώνουν σοβαρή διαταραχή.



ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΕΘΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΜΕ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ





Οι εθιστικές διαταραχές επηρεάζουν αρνητικά τη σεξουαλική λειτουργία των χρηστών. Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθεί οτι η υπερβολική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και η υπερβολική χρήση πορνογραφικού υλικού (μέσω των αδικαιολόγητα υψηλών σεξουαλικών προσδοκιών που δημιουργεί) συμβάλλουν στην εμφάνιση ή την επιδείνωση σεξουαλικών δυσλειτουργιών, όπως:
Μειωμένη ερωτική επιθυμία
Στυτική δυσλειτουργία
Πρόωρη ή ανεσταλμένη εκσπερμάτιση


ΠΗΓΗ:

Thursday, 29 October 2020

Απιστία μέσω διαδικτύου


Χρυσαυγή Τσώλα Ψυχολόγος, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια Απρ 7, 2019 4048 0






Τα τελευταία χρόνια η εύρεση συντρόφου μέσω διαδικτύου έχει γίνει κοινός τόπος. Το διαδίκτυο έγινε το πιο εύκολο μέρος για κοινωνική αλληλεπίδραση και φλέρτ.

Έρευνες δείχνουν ότι το 40% των ενηλίκων στην Αμερική, χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για να φλερτάρουν με κάποιον. Μάλιστα, περίπου το 20% όλων των χρηστών του διαδικτύου αναφέρουν ότι συμμετέχουν σε κάποιου είδους σεξουαλική δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Το 11% των χρηστών του διαδικτύου, εκτός από το να φλερτάρουν, έχουν αναζητήσει σύντροφο χρησιμοποιώντας αυτό το μέσο. Από αυτούς, το 17% ανέφερε ότι ξεκίνησε μία μακροχρόνια σχέση. Εκτός από τα φόρουμ και τις σελίδες γνωριμιών, κάποιοι άνθρωποι ανέφεραν ότι γνώρισαν συντρόφους από διαδικτυακά παιχνίδια.



Όμως τι σημαίνει απιστία μέσω διαδικτύου; Συχνά ταυτίζουμε την απιστία με τη σεξουαλική επαφή που έχει ένας ή μία σύντροφος εκτός σχέσης. Οπότε, είναι απιστία η σχέση μέσω διαδικτύου; Πως θα ορίζαμε μία σχέση που χαρακτηρίζεται μόνο από ανταλλαγή ερωτικών email; Μήπως η συναισθηματική εγγύτητα είναι αρκετή ώστε να κάνουμε λόγο για απιστία;

Το να μιλάς πολλές ώρες την ημέρα και να μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με έναν φίλο που γνώρισες στο facebook, είναι απιστία; Ή μήπως το βασικό χαρακτηριστικό της απιστίας είναι η μυστικότητα; Η μυστική παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού μέσω διαδικτύου είναι απιστία;

Φυσικά, δεν υπάρχει μία απάντηση. Το τι είναι απιστία ορίζεται από το ¨συμβόλαιο¨ (δηλαδή τις ρητές και άρρητες συμφωνίες) του κάθε ζευγαριού, αφού δεν υπάρχει κάποιος καθολικός κανόνας για το τι επιτρέπεται σε μία σχέση και τι είναι φυσιολογικό. Συνεπώς, ως απιστία μέσω διαδικτύου μπορούμε να ορίσουμε οποιαδήποτε παραβίαση του συμβολαίου του ζευγαριού, που συμβαίνει μέσω διαδικτύου.
Τι ανάγκες καλύπτουν οι σχέσεις μέσω διαδικτύου;

Η διαφορά των εξωσυζυγικών σχέσεων από εκείνες που συνάπτονται μέσω διαδικτύου είναι ότι οι τελευταίες, σχετίζονται συχνά με την ανάγκη για επικοινωνία και όχι τόσο για σεξουαλική επαφή. Οι άνθρωποι που διατηρούν εξωσυζυγικές σχέσεις από το διαδίκτυο, αναφέρουν ότι αυτό που κερδίζουν είναι η σύνδεση και η εγγύτητα που τους έλειπε από τη βασική τους σχέση. Η ελκυστικότητα και η σεξουαλικότητα του άλλου ατόμου, είναι στοιχεία όχι τόσο σημαντικά.

Επίσης, οι σχέσεις αυτές συνδέονται περισσότερο με την ανάγκη για αποδοχή. Σε μία σχέση μέσω διαδικτύου οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τον εαυτό τους όπως επιθυμούν. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από την αίσθηση μη αποδοχής που βιώνουν κάποια ζευγάρια στη σχέση τους λόγω της αυξημένης κριτικής που ασκεί ο ένας στον άλλο. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα να ωραιοποιήσουμε τον εαυτό μας και τα χαρακτηριστικά μας που νιώθουμε ότι έχουν υποτιμηθεί ώστε να ανακτήσουμε τη δύναμή μας.
Γιατί είναι χρήσιμη η θεραπεία ζεύγους;

Η απιστία είναι το αποτέλεσμα - το σύμπτωμα - που φέρνει πολλά ζευγάρια στη θεραπεία. Το σύμπτωμα αυτό, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για ουσιαστικές αλλαγές στη σχέση, όταν και οι δύο το επιθυμούν. Σε πολλές περιπτώσεις, η εξωσυζυγική σχέση αποτελεί, παραδόξως, μία προσπάθεια διατήρησης της αρχικής σχέσης. Μέσω της δημιουργίας ενός τριγώνου, αποκαθίσταται η ισορροπία και ανακουφίζεται η ένταση που είχε το συζυγικό σύστημα,. Έτσι, η αρχική σχέση διατηρείται αφού δε δυναμιτίζεται.



Κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, διερευνώνται και οι καταβολές του ζευγαριού. Ο τρόπος δηλαδή που το κάθε μέλος έχει βιώσει και καταγράψει το σχετίζεσθαι στις σημαντικές σχέσεις της ζωής του. Ο θεραπευτής δίνει χώρο στην έκφραση των συναισθημάτων που έχουν προκύψει από την απιστία και αναδεικνύει τη δυναμική της σχέσης. Στην πορεία, βοηθά το ζευγάρι να ορίσει τι σημαίνει απιστία και με ποιο τρόπο παραβιάστηκε το συμβόλαιο. Επίσης, διερευνώνται οι προσδοκίες του κάθε συντρόφου για τη σχέση και η ματαίωση των προσδοκιών αυτών. Τέλος, εφόσον και οι δύο το επιθυμούν, ορίζεται ένα καινούριο συμβόλαιο που βασίζεται σε πιο σταθερά θεμέλια.

Βιβλιογραφία
Guadagno, R. E., & Sagarin, B. J. (2010). Sex differences in jealousy: An evolutionary perspective on online infidelity. Journal of Applied Social Psychology, 40(10) 2636–2655.
Hertlein, K. M., & Piercy, F. P. (2005). A theoretical framework for defining, understanding, and treating internet infidelity. Journal of Couple & Relationship Therapy: Innovations in Clinical and Educational Interventions, 4(1), 79-91.
Hertlein, K. M., & Piercy, F. P. (2008). Therapist’s assessment and treatment of internet infidelity cases. Journal of Marital and Family Therapy, 34(4), 481–497.
Reibstein, J. (2013). Commentary: A different lens for working with affairs: using social constructionist and attachment theory. Journal of Family Therapy, 35, 368-380.


ΠΗΓΗ: